του Αντώνη Λιάκου
Η δίκη εναντίον του Γερμανού ιστορικού Χάιντς Ρίχτερ, αν δεν εκφυλιστεί σε θλιβερή φαρσοκωμωδία, κινδυνεύει να εκθέσει την Ελλάδα, στα μάτια τα δικά μας αλλά και διεθνώς, ως μια χώρα ανελεύθερη. Το δικαστήριο της Κρήτης δεν δικάζει ούτε την ιστορία, ούτε την αλήθεια, ούτε την επιστήμη, ούτε το φιλελληνισμό, όπως έσπευσαν πολλοί να δηλώσουν. Δικάζει απλώς –και πολύ κακώς– την ελευθερία της γνώμης, την ελευθερία της έκφρασης, την ελευθερία να διατυπώνει κανείς τις απόψεις του δημοσίως. Η ελευθερία της γνώμης σημαίνει ότι το να διατυπώνει κανείς σωστές ή λάθος προτάσεις δεν είναι υπόθεση ούτε του κράτους, ούτε της αστυνομίας, ούτε των δικαστηρίων. Δεν έχει καμιά σημασία αν ο Ρίχτερ έχει ή δεν έχει δίκιο, αν διάβασε ή όχι το τελευταίο ιστορικό πόνημα που διάβασε και ο Γ. Μαργαρίτης που ξιφούλκησε εναντίον του. Καμιά. Αν η ελευθερία της γνώμης ήταν η ελευθερία του αληθούς και η απαγόρευση του λάθους, θα ζούσαμε υπό στυγνή ολοκληρωτική δικτατορία. Ελευθερία σημαίνει το δικαίωμα να εκφέρω γνώμες που μερικοί τις θεωρούν λάθος, άλλοι σωστές, και κάποιοι τρίτοι αδιάφορες. Όταν βλέπουμε επομένως τα δικαστήρια να γίνονται τόπος ανταλλαγής επιχειρημάτων για την ιστορία, υπέρ ή κατά του υπόδικου, θα πρέπει να ανησυχούμε. Είναι γελοίο και μαζί επικίνδυνο. Επιπλέον, η δίκη αυτή είναι ατελέσφορη. Ο υπόδικος συγγραφέας γράφει και δημοσιεύει στο εξωτερικό. Το επίδικο μάλιστα βιβλίο είναι εξαντλημένο από καιρό στην Ελλάδα. Κανονικά οι δικαστικές αρχές μόλις είχαν παραλάβει τη μηνυτήριο αναφορά θα έπρεπε κατευθείαν να την αρχειοθετήσουν. Γιατί δεν το έκαναν;
Δεν αρκεί να καταδικάσουμε τη δίωξη αυτή. Είναι σημαντικότερο να αναρωτηθούμε το γιατί συνέβη. Γιατί οι δικαστικές αρχές δεν αρχειοθέτησαν ευθύς εξαρχής την υπόθεση αυτή; Γιατί δεν τέθηκε από όλους με σαφήνεια το ανύπαρκτο του αδικήματος; Τι σημαίνει αυτό; Μήπως ότι η συνείδηση που έχουμε για την ελευθερία και τη δημοκρατία είναι αβαθής, για να μην πω επιδερμική; Αυτοί που πήραν τη μηνυτήρια αναφορά του στρατηγού στα χέρια τους δεν πέρασαν από τις νομικές σχολές της χώρας; Και όμως η παράδοση του νομικού φιλελευθερισμού απλώνεται σε δυο αιώνες στη Ελλάδα. Ποια ιδεολογία επικρατεί στο δικαστικό σώμα; Αλλά και ο στρατηγός που έκανε τη μηνυτήρια αναφορά; Μετά το 1974 δεν αποφασίσαμε ότι ο στρατός θα πρέπει να διαπαιδαγωγηθεί στις βασικές αρχές της ελευθερίας και της δημοκρατίας ώστε να τις θεωρεί αυτονόητες; Δεν διδάσκεται συνταγματικό δίκαιο και δίκαιο των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στις στρατιωτικές σχολές; Ωστόσο, όταν τόσοι πολλοί υποστηρίζουν τη δίωξη, όπως δημοσιογράφοι ή άλλα δημόσια πρόσωπα σε τοπική ή εθνική κλίμακα, αυτό δεν μας λέει κάτι για την αποτυχία της εκπαίδευσης να διαπαιδαγωγήσει δημοκρατικούς πολίτες;
Αυτή η δίκη έγινε με τις διατάξεις του αντιρατσιστικού νόμου. Μαζί με άλλους ιστορικούς είχαμε διαμαρτυρηθεί και πριν και κατά τη διάρκεια της ψήφισης του νόμου αυτού ότι οι διατάξεις του περί γενοκτονιών, εκτός του γεγονότος ότι στρέφονται εναντίον της ελευθερίας της γνώμης, θα αποδειχτούν επικίνδυνες ιδιαίτερα για την έκφραση ιστορικής γνώμης. Ποια απόδειξη μεγαλύτερη από αυτή τη δίκη; Κι όμως πολλοί που διαμαρτύρονται τώρα, τότε είχαν αποδεχτεί αυτές τις διατάξεις. Το τίμημα για να ψηφιστεί το αντιρατσιστικό ήταν η αποδοχή της δυνατότητας αστυνόμευσης της ιστορικής σκέψης στα θεωρούμενα ως κομβικά εθνικά θέματα. Σκελετός στο ντουλάπι; Μια αποκωδικοποίηση των δημόσιων λόγων και αντιπαραθέσεων γύρω από το αντιρατσιστικό και τις γενοκτονίες θα δείξει ότι υπάρχουν κι άλλοι σκελετοί, δυσδιάκριτοι αλλά εξίσου τρομακτικοί.
Τέλος, γιατί συμβαίνουν τόσο συχνά αντιπαραθέσεις, δικαστικές ή άλλες, γύρω από την ιστορία; Από τις αρχές του 1990, με επαναλαμβανόμενη συχνότητα και ένταση, οι πολιτισμικές αντιπαραθέσεις αφορούν την ιστορία (Μακεδονικό, Γενοκτονίες, Ταυτότητες, Εγχειρίδιο Ιστορίας, Επιθέσεις εναντίον της Ρεπούση, της Δραγώνα, του Φίλη και άλλων). Κάθε φορά υπάρχουν συγκεκριμένες ομάδες που δηλητηριάζουν την ατμόσφαιρα και δημιουργούν ατμόσφαιρα ηθικού πανικού. Ωστόσο το ερώτημα είναι: γιατί τα καταφέρνουν; Γιατί και πώς εξασφαλίζουν την προσοχή; Γιατί επιλέγουν την ιστορία ως το κατεξοχήν πεδίο αυτών των αντιπαραθέσεων, και γιατί η ιστορία εξασφαλίζει εθνικό ακροατήριο και μαζική μέθεξη;
Η απάντηση βρίσκεται πρώτον, στη σύγχυση παρελθόντος και ιστορίας που έχει εκρηκτικά αποτελέσματα, και δεύτερον, στο διπλό ρόλο της ιστορίας. Η ιστορία επαγγέλλεται αφενός τη γνώση των παρελθόντων γεγονότων και των μετασχηματισμών της κοινωνίας και του πολιτισμού, αφετέρου τη δημιουργία ταυτοτήτων. Άλλοτε λοιπόν αποκτά βάρος και προτεραιότητα η γνωσιακή της λειτουργία, άλλοτε η ταυτοτική. Κατ’ αντιστοιχία άλλοτε υπερισχύει η δημόσια ιστορία, και άλλοτε η ερευνητική ιστοριογραφία (κατά κανόνα η πρώτη, κατ’ εξαίρεση η δεύτερη). Αν η ερευνητική ιστοριογραφία προχωρά θέτοντας ερωτήματα και διατυπώνοντας απορίες, η δημόσια ιστορία οργανώνεται και αμύνεται γύρω από απόλυτες και παγωμένες στο χρόνο βεβαιότητες. Αν η πρώτη αλλάζει οπτικές και το σφρίγος της εξαρτάται από τα νέα ερωτήματα που θέτει, η δεύτερη αντλεί κύρος από την προβολή και την καθαγίαση των αληθειών της στο παρελθόν. Έτσι κάθε νέα γνώση ή προοπτική θεωρείται βεβήλωση, αναθεώρηση της ιστορίας, κάτι εξορισμού κακό και καταδικαστέο, όπως η αλλοίωση των ιερών δογμάτων. Αυτό δεν είναι σχήμα λόγου, γιατί εδώ ακριβώς θέλω να καταλήξω.
Η μέθεξη στη διαμάχη γύρω από την ιστορία, σημαίνει ότι η υποστασιοποιημένη ιστορία (προϋπόθεση και αποτέλεσμα της ταύτισης ιστορίας και παρελθόντος) έχει αντικαταστήσει τη θρησκεία ως δημιουργός ταυτοτήτων. Αυτή είναι μια γενικότερη τάση, παρατηρείται σε όλες τις δυτικές κοινωνίες σε βάθος χρόνου και αναπτύσσεται στο βαθμό που υποχωρεί ο χριστιανισμός ως οργανικό σύστημα πεποιθήσεων και συναισθημάτων. Και στην Ελλάδα συμβαίνει αυτό, αλλά με την ιδιομορφία ότι η θρησκεία είχε πολιτικοποιηθεί και αποκτήσει εθνικά χαρακτηριστικά από τον 19ο αιώνα, πράγμα άλλωστε που έδωσε στην εκκοσμίκευση των νοοτροπιών ένα ιδιαίτερο χαρακτήρα συνύφανσης του θρησκευτικού ως εθνικού με το εθνικό ως ιερό. Ιερό σημαίνει άβατο, και η είσοδος της ιστορίας στο άβατο του εθνικού ιερού σημαίνει ακύρωση της ιστορίας ως μιας εκκοσμικευμένης πρακτικής. Πάνω στο υπόβαθρο αυτό, που είναι παραγωγικό ως προς την παραγωγή συνειδησιακών στάσεων, αναπτύσσονται διάφορες στρατηγικές που διαπερνούν το πολιτικό φάσμα εγκαρσίως, και κυρίως ένα άγχος που αναζητά να αντισταθμίσει το στραπατσαρισμένο σήμερα με το αρυτίδωτο χτες. Πάντως με τα υλικά αυτά έχει δημιουργηθεί μια νέα εθνικοφροσύνη η οποία θέτει τα όρια και την ατζέντα του τι λέγεται και τι δεν λέγεται στη δημόσια σφαίρα, ποιος επιτρέπεται να μιλά και ποιος όχι. Ακόμη περισσότερο αναδιατάσσει τον πολιτικό χάρτη. Το συνταγματικό τόξο δεν συμπίπτει με το ‘εθνικό’ τόξο.
Via : http://chronosmag.eu