Η οικονομική κρίση που ξέσπασε στη χώρα την πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα αύξησε τις αντιθέσεις σε υπερθετικό βαθμό. Αυτή η τραγική οικονομική πραγματικότητα είναι αποτέλεσμα μίας 40χρονης πορείας που χαρακτηρίσθηκε από οικονομικά σκάνδαλα, προνομιακές σχέσεις κυβερνήσεων με προμηθευτές και εργολάβους, διορισμούς υμετέρων, φοροδιαφυγή και παραγραφή οικονομικοπολιτικών σκανδάλων με αποτέλεσμα η κρίση να είναι το μεγα-φαινόμενο που καλύπτει μια γενικότερη κατάπτωση σε οικονομικό, κοινωνικό, και δικαστικό πεδίο.
Αν σε αυτή την πραγματικότητα προσθέσουμε και το διεθνές περιβάλλον με τους περιφερειακούς πόλεμους, το προσφυγικό και την εμφάνιση της θρησκευτικής τρομοκρατίας μπορούμε να πούμε ότι είμαστε στο κατώφλι μιας αποφασιστικής στροφής της κοινωνίας μας.
Μπροστά σε αυτές τις αλλαγές, το πολιτικό σύστημα μοιάζει ανίκανο να αντιδράσει και απαξιώνεται μέρα με τη μέρα, γεγονός που επιβεβαιώνεται από την αποχή η οποία αποτελεί πλέον την πλειοψηφία του εκλογικού σώματος. Οι πολίτες ως απάντηση στα οικονομικά αδιέξοδα αλλά και στην ιδιότυπη κατοχή της χώρας από τους θεσμούς (οι οποίοι επιτρέπουν στην αποχαυνωμένη μεσαία τάξη να σκέπτεται μόνο τη διατήρηση της αγοραστικής της δύναμης με στόχο την απόκρυψη την πολιτιστική καταβαράθρωσης που ζούμε) γυρίζουν την πλάτη στο πολιτικό σύστημα. Η κριτική αυξάνεται και τα επόμενα χρόνια, η κριτική στο πολιτικό σύστημα θα γίνει από όλες τις πλευρές λόγω της πολυπλοκότητας των προβλημάτων.
Ποιος θα μπορούσε να απαντήσει με αξιοπιστία στα προβλήματά της χώρας;
Τα κόμματα που ανέλαβαν τη διακυβέρνηση της από την 1974 μέχρι σήμερα, παρουσιάζονται ανίκανα να προτείνουν ένα οδικό χάρτη εξόδου από την κρίση ενώ η κατάλυση των ξεκάθαρων ιδεολογικών γραμμών που ξεκίνησε εδώ και τριάντα χρόνια, ιδιαίτερα μετά το τέλος του υπαρκτού σοσιαλισμού και την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, δεν διευκολύνουν την κατανόηση της πολιτικής πραγματικότητας. Παρά την πολυπλοκότητα της κατάστασης, η ελληνική κοινωνία θεωρεί ακόμη ότι η αριστερά μπορεί να προσφέρει μια πιθανή εναλλακτική λύση στα προβλήματα της χώρας γεγονός που επιβεβαιώνεται και από τις επαναλαμβανόμενες εκλογικές αναμετρήσεις του 2015. Αλλά πρέπει να ήμαστε πραγματιστές και να θέσουμε το κυρίαρχο ερώτημα προς αυτή την κατεύθυνση ιδίως μετά τη στροφή του ΣΥΡΙΖΑ σε μία συντηρητική πολιτική: η αριστερά διαθέτει τα θεωρητικά εργαλεία για να αντιμετωπίσει τα προβλήματα που δημιουργούνται από την παγκοσμιοποίηση;
Τα κόμματα της αριστεράς (Κ.Κ.Ε., ΣΥ.ΡΙΖ.Α., ΛΑ.Ε., ΔΗΜ. ΑΡ., κλπ.) παρά την ετερογένεια τους, συγκλίνουν στις σημαντικότερες πολιτικές γραμμές και συγκεκριμένα στον αγώνα ενάντια στο καπιταλιστικό σύστημα, την προστασία των κοινωνικών διεκδικήσεων καθώς και το όραμα της προόδου. Όμως, αυτές οι συγκλίσεις καλύπτουν την αδυναμία κατανόησης μίας μεγαλύτερης αλήθειας και συγκεκριμένα της παγκοσμιοποίησης που αποτελεί τον πραγματικό κίνδυνο για την επόμενη γενιά. Αντιμετωπίζουν την πραγματικότητα μέσα από μία στείρα μαρξιστική ανάλυση που αντιπαραθέτει την οικονομία στους άλλους τομείς της κοινωνικής ζωής. Όμως αυτή η ανάλυση δεν μπορεί να οδηγήσει στην κατανόηση μίας συνεχώς μεταβαλλόμενης πραγματικότητας που ξεκινά να διαμορφώνεται από το σχέδιο Marshall, συνεχίζει με την εμφάνιση της κατανάλωσης κοινωνίας και την ηγεμονία των ΗΠΑ, ακολουθείται από τους πολέμους της ανεξαρτησίας των λαών και τη θεσμοθέτηση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και επισφραγίζεται με την κυριαρχία των αγορών που οδήγησαν στη μεταβολή των δομών και την ομογενοποίηση του πλανήτη.
Έτσι όταν ετέθη το θέμα της πολιτογράφησης των μεταναστών 2ης γενιάς, το οποίο εμπεριείχε το πρόβλημα της , η πλειοψηφία της αριστεράς συσπειρώθηκε γύρω από μία άρνηση γιατί το θέμα αντιμετωπίσθηκε κάτω από την οπτική της αντίθεσης στην εθνικιστική λογική της δεξιάς. Όμως η συνύπαρξη των πολιτισμών θέτει αυτοδίκαια ποικίλα ερωτήματα: Ποιοι είμαστε; Τι αξίες υιοθετούμε;
Αυτές οι ερωτήσεις είναι θεμιτές και δεν έχουν ως στόχο τον αποκλεισμό ή τον στιγματισμό αλλά ακριβώς το αντίθετο, δηλαδή να επιβεβαιώσουν το δικαίωμα στη διαφορετικότητα απέναντι σε μία πορεία ακαθόριστης μαζικοποίησης. Το παγκόσμιο διευθυντήριο θέλει να μας κάνει να πιστέψουμε ότι η ομογενοποίηση είναι προδιαγεγραμμένη. Όμως η αλλαγή προϋποθέτει τον προσδιορισμό, αλλιώς δεν επέρχεται καμία διαφοροποίηση παρά μόνο αμφίπλευρη καταστροφή. Η ταυτότητα, κάτω από αυτή την οπτική, είναι ότι απομένει μετά από μία αλλαγή αλλά και αυτό που την επιτρέπει. Αν πιστεύουμε ότι η παγκοσμοιοποίηση τείνει να μειώσει την πολιτιστική ποικιλομορφία, με την επιτάχυνση των μεταναστευτικών ροών, τότε εμφανίζουμε την τάση να θέλουμε να διατηρήσουμε τη φύση μας γεγονός που δεν μας κάνει απαραίτητα αντιδραστικούς αλλά πολύ απλά άτομα που επιθυμούν να αντισταθούν στον οδοστρωτήρα της παγκοσμιοποίησης. Το να υπερασπίζεται σήμερα η Ανανεωτική Αριστερά της αξίες της δημοκρατίας, της νομιμότητας ή του δικαιώματος της πίστης δεν είναι μία προσπάθεια αποκατάστασης του παλιού αλλά μία συνειδητή προσπάθεια αντίδρασης στην παγκόσμια ομογενοποίηση.
Το χαρακτηριστικότερο γνώρισμα αυτής της ομογενοποίησης της υφηλίου είναι η αρχιτεκτονική: τα κτίρια ή τα εμπορικά κέντρα, τα οποία κατακλύζουν τον κόσμο, είναι ίδια παντού, φιλοξενούν παρόμοιες δραστηριότητες και δεν αντανακλούν καμία πολιτισμική ιδιαιτερότητα ή ιστορική αναφορά. Είναι χώροι με μόνιμη δραστηριότητα, αλλά δεν αφήνουν ίχνη στη μνήμη. Είτε είμαστε σε ένα κατάστημα ή σύγχρονο κτίριο, στην Ευρώπη, την Ασία ή την Αμερική, είμαστε πάντα στο ίδιο χώρο και έχουμε την εντύπωση ότι ζούμε σε ένα κόσμο που μοιάζει με το άπειρο.
Αυτή η διαδικασία που εντοπίζεται στις κατασκευές, επεκτείνεται σταδιακά σε όλες τις δομές της κοινωνίας μας, είτε πρόκειται για Πανεπιστήμια, μνημεία, πολιτικά κόμματα τα οποία αρχίζουν να θυμίζουν υπεραγορές για καταναλωτές.
Η ίδια πραγματικότητα εμφανίζεται στη διατροφή – με την κατανάλωση ίδιων προϊόντων που βρίσκουμε σε όλο τον κόσμο -, τη σεξουαλικότητα – με την πορνογραφία να γίνεται αποδεκτή σε όλες τις χώρες και να καταστρέφει ηθικές αξίες αξιοποιώντας μία στρέβλωση των εννοιών: απελεύθερος και ελευθεριάζον -.
Αυτά τα φαινόμενα τείνουν να γίνουν ίδια από την Αθήνα ως το Χονγκ Κονγκ από τη Ν. Υόρκη ως το Νέο Δελχί ή το Ντακάρ. Είμαστε όλοι όντα που ζουν μέσα σε έναν παγκόσμιο πολιτισμό τον οποίο αδυνατούμε να αντιληφθούμε.
Είναι αμέτρητα τα μέσα επικοινωνίας (διαδίκτυο, κινητό τηλέφωνο) ή των μεταφορών που επιτρέπουν την εύκολη ανταλλαγή προϊόντων και επιταχύνουν την παγκοσμιοποίηση. Αλλά η λειτουργία τους δεν έχει γίνει ακόμα ορατή. Στόχος τους, είναι να φέρουν κοντά μας τον άλλο όχι όμως για να εντοπίσουμε τις ιδιαιτερότητες που μας ξεχωρίζουν αλλά για να επιβεβαιώσουν την ατομικότητά μας.
Σε αυτή τη σύγχρονη πραγματικότητα οι ομάδες που πρωτοστατούν στην αντίσταση, διατηρούν μία δυαδικότητα στις αναλύσεις τους (αριστερά = καλό και δεξιά = κακό). Αυτό που ακούγεται συνεχώς είναι >. Αντιμετωπίζοντας με τον ίδιο τρόπο νεοφιλελεύθερους, συντηρητικούς, αλλά και στελέχη της λαϊκής δεξιάς, σαν να μην υπάρχουν διαφορές μεταξύ τους, αντιμετωπίζουν τις έννοιες του κράτους, του έθνους ή της πατρίδας ως απωθητικές ιδέες.
Αυτή η πρακτική είναι το αποτέλεσμα μίας ιστορικότητας στη χώρα που αντιμετωπίζει το πολιτικό σκηνικό σε συνάρτηση με αφηρημένες ιδεολογίες και όχι εφαρμοσμένες πολιτικές πρακτικές. Για παράδειγμα ουδέποτε η δεξιά αντιτάχθηκε στη δημιουργία ενός μεγάλου αθηνοκεντρικού κράτους, ουδέποτε στήριξε την αξιοκρατία, τον ανταγωνισμό, πολέμησε τη φοροδιαφυγή αλλά και ουδέποτε η αριστερά δεν υπερασπίστηκε αλλαγές στις οικονομικές και κοινωνικές δομές που θα επέτρεπαν την πορεία προς το μέλλον. Και μέσα σε αυτό το σύστημα υπάρχει και μία εκκλησία η οποία ποτέ δεν υπερασπίστηκε τους φτωχούς αλλά μέσα από την ελεημοσύνη στήριζε διαχρονικά το οικονομικό/πολιτικό κατεστημένο.
Κάτω από αυτή την οπτική, ας προσπαθήσουμε να σκεφθούμε στη χώρα μας ένα εκπρόσωπο της δεξιάς που θα κτυπούσε το λαθρεμπόριο, τη φοροδιαφυγή και το ρουσφέτι (δομικά στοιχεία της διατήρησης των κομματικών μηχανισμών της εξουσίας) ή έναν εκπρόσωπο της αριστεράς που θα έλεγε δημόσια αυτό που υποστήριξε κάποτε ο Τσε Γκουεβάρα . Μάλλον αυτό είναι αδύνατο γιατί το πολιτικό μας σύστημα δομήθηκε πάνω σε μία πλασματική αντίθεση: η δεξιά στηρίζει την θρησκεία και το κράτος ενώ για την αριστερά το κράτος είναι αντίθετο στα λαϊκά συμφέροντα. Αυτή η σύγχυση είναι τόσο έντονη στην αριστερά που δηλητηριάζει κάθε πολιτική ανάλυση γιατί δεν αποδέχεται την αρχή της αριστεράς και συγκεκριμένα αυτό που υποστήριζε ο Γκράμσκι: η αλήθεια είναι πάντα επαναστατική . Αποτέλεσμα αυτής της κατάστασης είναι η στροφή στη λιτότητα που ψήφισε ο ΣΥΡΙΖΑ ως κόμμα εξουσίας μετά τις περίφημες εξαγγελίες της Θεσσαλονίκης. Η παραδοσιακή αριστερά μοιάζει να μην ξέρει που, πως και με ποιόν αντιμάχεται.
Στην πραγματικότητα ο καπιταλισμός που δέχεται την κριτική των μανδαρίνων της κοινωνικής εξέγερσης, είναι ένα φαινόμενο μίας πιο επικίνδυνης διαδικασίας, αυτής της πλήρους τυποποίησης του κόσμου. Και αυτό το φαινόμενο αργά η γρήγορα εκρήγνυται δημιουργώντας μία γενικότερη κρίση όπως αυτή που ξέσπασε στη χώρα μας η οποία δεν είναι απλά οικονομική αλλά κρίση όλων των τομέων της κοινωνικής ζωής. Η απάντηση σε αυτή δεν μπορεί να είναι διαχειριστική όπως την επιχειρεί ο ΣΥΡΙΖΑ αλλά δομική όπως προτείνει η ΑΝΑΝΕΩΤΙΚΗ ΑΡΙΣΤΕΡΑ. Αυτή η μικρή πολιτική δύναμη αλλά συνεχώς ανανεούμενη πολιτική σκέψη, αντιπαρατίθεται με συγκεκριμένη πολιτική απάντηση: στην οικονομίστικη λογική της μεγέθυνσης αντιπροτείνει την απομείωση ως αντίδοτο στην κατασπατάληση των φυσικών πόρων, στις ιδιωτικοποιήσεις αντιπροτείνει τη συνεργατική οικονομία που μπορεί να διασφαλίσει την κοινωνική ειρήνη, στην εμπορευματοποίηση των πάντων αντιπροτείνει την προστασία των βασικών κοινωνικών αγαθών από το κράτος όπως αυτό του ύδατος, της ενέργειας, του αέρα αλλά και της τροφής που διασφαλίζει την πρόοδο, στην απορύθμιση αντιπροτείνει την προάσπιση των ατομικών δικαιωμάτων, στην ομογενοποίηση αντιπροτείνει την τοπική ιδιαιτερότητα, στον έλεγχο της μετανάστευσης αντιπροτείνει την οικονομική ανάπτυξη των αφρικανικών και ασιατικών χωρών. Στην οικονομική παγκοσμιοποίηση ουσιαστικά αντιπροτείνει την παγκοσμιοποίηση των ανθρώπινων αναγκών, πολιτικό όραμα και απάντηση απαραίτητη όχι για την επιβίωση της αριστεράς αλλά για την επιβίωση της ανθρωπότητας.