του Νίκου Γραικούση
Το νόμισμα είναι το εργαλείο με το οποίο οι άνθρωποι μπορούν να ανταλλάξουν με ευκολία μεταξύ τους αγαθά και υπηρεσίες σε πολλαπλάσιες ή υποπολλαπλάσιες ποσότητες της μιας μονάδας προιόντος.
Η ύπαρξη και ομαλή λειτουργία ενός νομίσματος προϋποθέτει έναν ενιαίο οικονομικό χώρο μέσα στον οποίο το νόμισμα ανταλλάσσεται και μια εξουσία η οποία αποφασίζει για την μορφή και την αξία του νομίσματος.
Το ευρώ ενώ είναι ένα υπαρκτό νόμισμα ανταλλαγών μέσα σε έναν ενιαίο γεωγραφικό, κοινωνικό και πολιτιστικό χώρο, δεν χρησιμοποιείται από μία μόνο οικονομία αλλά από πολλές και δυστυχώς διαφορετικές μεταξύ τους.
Το ευρώ δεν διαθέτει μία εξουσία που να αποφασίζει γι αυτό, αλλά οι αποφάσεις για την ευρωπαϊκή νομισματική πολιτική παίρνονται από μια χαλαρή συνομοσπονδία συμφερόντων η οποία κυριαρχεί μέσα στην ευρωζώνη.
Ύστερα από μια σχεδόν 15ετία ύπαρξης του ευρώ, έχει αποδειχτεί ότι το εν λόγο νόμισμα δεν εξυπηρετεί όλους τους χρήστες του.
Λειτουργεί πλέον σαν ένα εργαλείο μεταφοράς πλούτου από τους πιο αδύναμους οικονομικά στους πιο δυνατούς.
Άρα, θα συμπέραινε κάποιος ότι η απόφαση για την αποχώρηση από το ευρώ μιας οικονομίας σαν την Ελληνική, είναι όχι μόνο μονόδρομος αλλά και η ‘’σωστή’’ λύση.
Και εδώ αρχίζουν τα δύσκολα γιατί η μετάβαση από ένα νόμισμα σε ένα άλλο δεν γίνεται με μαγικό ραβδάκι.
Ιδιαίτερα μάλιστα η μετάβαση από ένα ισχυρό νόμισμα σε ένα πολύ πιο αδύνατο.
Οι διεργασίες που λαμβάνουν χώρα σε μια τέτοια διαδικασία περιέχουν πολύ υψηλό ρίσκο και στο τέλος μπορείς να βρεθείς σε πολύ δεινότερη θέση από αυτή που είχες στην αρχή της νομισματικής μετάβασης στο άλλο νόμισμα.
Άλλωστε δεν υπάρχει ιστορικό προηγούμενο ακαριαίας μετάβασης από ένα σκληρό νόμισμα σε ένα αδύνατο και κανείς δεν μπορεί να απαντήσει με ασφάλεια τι μπορεί πραγματικά να προκύψει σε μια διαδικασία που ακόμα και η θεωρητική της διατύπωση και επεξεργασία έχει πολλές δυσκολίες.
Ακόμα και κατά τη δημιουργία του πανίσχυρου ευρώ, η οποία έγινε με έναν πανηγυρικό τρόπο, χρειάστηκαν δύο χρόνια προσομοίωσης με ένα παράλληλο νόμισμα, το ECU, για να εξελιχθεί ομαλά η διαδικασία της νομισματικής μετάβασης.
Κατά την προετοιμασία του κοινού νομίσματος, η ιδέα της συνύπαρξης δύο ευρωπαϊκών νομισμάτων σε κάθε οικονομία που θα συμμετείχε στο νέο νόμισμα (ευρώ και εθνικό νόμισμα) δεν τέθηκε ποτέ στο τραπέζι γιατί ήταν έξω από τα σχέδια της κυρίαρχης τότε άποψης, αν και θα ήταν το πιο λογικό σενάριο.
Δεν λήφθηκαν υπόψη οι μεγάλες διαφορές του ευρωπαϊκού νότου με αυτές του προηγμένου βορρά, οι ενδεχόμενες διαφορές των εθνικών οικονομιών στο μέλλον και τα συμφέροντα των Λαών έναντι αυτών του ευρωπαϊκού κεφαλαίου.
Με λίγα λόγια η Αριστερά ήταν απούσα από αυτή τη διαδικασία.
Η Νέα Αριστερά όμως δεν πρέπει να λείπει και σήμερα από τις μεγάλες αλλαγές που έχει ανάγκη το ευρωπαϊκό οικοδόμημα.
Ποια πολιτική όμως πρέπει να ακολουθήσει έναντι του ευρώ η Νέα Αριστερά;
Σίγουρα αυτή της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, του ενιαίου πολιτικού και οικονομικού χώρου σε όλα τα επίπεδα, γιατί ο διεθνισμός ήταν, είναι και θα παραμείνει κύριο χαρακτηριστικό στοιχείο της Αριστερής πολιτικής.
Αλλά σήμερα η Ευρωπαϊκή Αριστερά δεν έχει τη δυνατότητα να παρέμβει αποφασιστικά στις εξελίξεις που δημιουργούν το νέο τοπίο στην Ευρώπη.
Για το λόγο αυτό ο αγώνας πρέπει να δοθεί πρώτα σε εθνικό επίπεδο, με την αναγκαία ευρωπαϊκή αριστερή αλληλεγγύη, και ιδιαίτερα σε χώρες όπου υπάρχει η ανάγκη για μια άλλη πολιτική και όχι μόνο νομισματική, όπως στην Ελλάδα.
Αφού λοιπόν η αλλαγή νομίσματος είναι μια ριψοκίνδυνη και επισφαλείς διαδικασία για όσους το έχουν ανάγκη, αλλά παράλληλα η ανάγκη για μια εθνική νομισματική πολιτική κρίνεται απολύτως αναγκαία, ποια είναι η λύση στο πρόβλημά μας;
Η λύση είναι η αντίστροφη πορεία από αυτή που επιλέχθηκε για την ασφαλή δημιουργία του ευρώ, με τη δημιουργία ενός εθνικού, παράλληλου, ηλεκτρονικού αυτή τη φορά νομίσματος.
Για να αποφευχθούν τυχόν νομικά προβλήματα, το νέο κατ’ ουσία νόμισμα θα μπορούσε να έχει τη μορφή των υποσχετικών, των ομολόγων ή των εντόκων γραμματίων του Δημοσίου.
Μέχρι πριν από λίγο καιρό η υλοποίηση ενός σχεδίου όπως περιγράφεται παρακάτω θα ήταν αδύνατη, αλλά η πρόοδος της τεχνολογίας και των δυνατοτήτων των νέων λογισμικών προγραμμάτων το καθιστά απόλυτα εφικτό.
Η κυκλοφορία των νέων νομισματικών μορφών θα είναι μόνο ηλεκτρονική και απόλυτα υποχρεωτική σε κάθε είδους συναλλαγή εντός της ίδιας οικονομίας.
Παρακάτω περιγράφονται τα τρία στάδια για την ομαλή και ασφαλή εξέλιξη της διαδικασίας:
Στο πρώτο στάδιο το Δημόσιο θα καταθέσει σε μισθούς, συντάξεις και προμηθευτές ένα υψηλό ποσοστό αυτών, έστω 95%, στο κυρίαρχο νόμισμα (ευρώ), ενώ το υπόλοιπο, έστω 5%, θα κατατεθεί στην παράλληλη μορφή νομίσματος, σε ιδιαίτερους και απόλυτα διακριτούς τραπεζικούς λογαριασμούς που θα έχουν ανοιχθεί για τον σκοπό αυτό.
Κάθε φυσικό και νομικό πρόσωπο που ασκεί δραστηριότητα εντός αυτής της οικονομίας υποχρεωτικά θα διαθέτει τραπεζικό ή τραπεζικούς λογαριασμούς στην παράλληλη νομισματική μορφή και υποχρεωτικά θα δέχεται αυτή τη μορφή νομίσματος για κάθε είδους συναλλαγή παράλληλα με το ευρώ.
Το ποσοστό του χρήματος που δεν θα καταβληθεί από το δημόσιο σε ευρώ, αλλά σε παράλληλο νόμισμα, θα παρακρατηθεί ως ευρώ, σαν απόθεμα – εγγύηση για την ασφαλή μετατροπή του παράλληλου νομίσματος σε ευρώ σε χρονικό διάστημα ενός έτους από την έκδοσή του.
Κάθε ‘’ιδιοκτήτης’’ παράλληλου νομίσματος θα έχει τη δυνατότητα της αυτόματης μετατροπής των παράλληλων νομισματικών μονάδων του σε ευρώ, με την προϋπόθεση της παρακράτησης τους για ένα έτος.
Η τραπεζική τεχνική και λογισμική υποστήριξη μιας τέτοιας διαδικασίας είναι απόλυτα εφικτή.
Η παράλληλη αυτή νομισματική μονάδα θα χρησιμοποιηθεί και για τη μισθοδοσία των υπαλλήλων του ιδιωτικού τομέα με ανώτατο πλαφόν το ίδιο ποσοστό, έστω 5%, όπως και στις πληρωμές μισθοδοσίας από το Δημόσιο.
Η κάθε είδους εμπορική συναλλαγή δεν θα έχει ανώτατο πλαφόν πληρωμής σε κανένα κυκλοφορούν νόμισμα, αφού η ποσότητα του νέου νομίσματος στον πρώτο χρόνο κυκλοφορίας του θα είναι εξαιρετικά περιορισμένη.
Εννοείται ότι και οι πληρωμές φόρων, τελών και κάθε είδους πληρωμή λογαριασμών θα διενεργείται ελεύθερα σε όποιο νόμισμα επιθυμεί ο καθένας, με το παράλληλο νόμισμα μόνο μέσα από ηλεκτρονικές συναλλαγές.
Η αυτονόητη αποφυγή παρακράτησης του νέου νομίσματος από τους πολίτες τον πρώτο καιρό της λειτουργίας του, θα βοηθήσει στην τάχιστη κυκλοφορία του παράλληλου νομίσματος σε όλο το μήκος και το πλάτος της οικονομίας.
Η υπερβολική συσσώρευσή του παράλληλου νομίσματος σε ορισμένους κλάδους της οικονομίας δεν θα συμβεί, γιατί το μέσο καθαρό ποσοστό κερδοφορίας μετά από φόρους (στη χώρα μας τουλάχιστον) δεν υπερβαίνει το θεωρητικό ποσοστό παροχής νέου νομίσματος (5%) που χρησιμοποιήθηκε σαν παράδειγμα.
Η μικρή αρχική ποσότητα εισαγωγής του παράλληλου νομίσματος, τα εγγυημένα αποθεματικά του σε ευρώ και η ηλεκτρονική και μόνο κυκλοφορία του, αποκλείει το φαινόμενο της μαύρης αγοράς και της υποτίμησής του από κέντρα της παραοικονομίας.
Κατ’ ουσία στον πρώτο χρόνο λειτουργίας της εισαγωγής του παράλληλου νομίσματος με τον τρόπο που περιγράφηκε παραπάνω, δεν θα συμβεί καμιά νομισματική μεταβολή ούτε στην ποσότητα του χρήματος ούτε στην αξία του νέου νομίσματος.
Άλλωστε το ποσοστό των φόρων που αναλογεί στα εισοδήματα του καθενός είναι αρκετά υψηλό ώστε το παράλληλο νόμισμα να γυρίσει γρήγορα από εκεί που προήλθε. Στο Δημόσιο Ταμείο.
Αυτό όμως που πραγματικά θα έχει συμβεί και είναι ανυπολόγιστης αξίας και σημασίας, θα είναι η δημιουργία και λειτουργία της τεχνικής υποδομής για την κυκλοφορία ενός παράλληλου νομίσματος.
Ακόμα πιο σημαντικό θα είναι η ψυχολογική προετοιμασία των χρηστών του παραλλήλου νομίσματος, οι οποίοι θα το εντάξουν ομαλά και με ασφάλεια στην καθημερινότητα τους.
Στο δεύτερο στάδιο της λειτουργίας του παράλληλου νομίσματος, θα εισαχθεί νέο και περισσότερο νόμισμα στην αγορά με τη μορφή αυξήσεων στους μισθούς του Δημοσίου και στις συντάξεις, καθώς και στις ροές αποπληρωμών των προμηθευτών του δημοσίου, για το οποίο δεν θα υπάρχει αντίκρισμα σε ευρώ.
Διευκρινίζεται ότι το μέρος του παράλληλου νομίσματος για το οποίο δεν θα υπάρχει αντίκρισμα σε ευρώ θα είναι οι επιπλέον αυξήσεις και ροές προς τους προμηθευτές, ενώ για το ποσό του πρώτου σταδίου θα συνεχίζει να υπάρχει απόθεμα – εγγύηση στο κύριο νόμισμα (ευρώ).
Στο δεύτερο αυτό στάδιο αρχίζουμε και κάνουμε νομισματική πολιτική, τα αποτελέσματα της οποίας θα κριθούν μετά το πέρας ενός έτους από την εισαγωγή του περίσσιου παράλληλου νομίσματος χωρίς αντίκρισμα, δηλαδή από τη δυνατότητα εξόφλησης και μετατροπής σε ευρώ όλης της ποσότητας του παράλληλου νομίσματος το οποίο θα κυκλοφορεί χωρίς αντίκρισμα – εγγύηση.
Το δεύτερο αυτό στάδιο της νομισματικής πολιτικής, συνοδεύεται και από την κατάλληλη δημοσιονομική πολιτική, έτσι ώστε να εξασφαλιστεί η απρόσκοπτη μετατρεψιμότητα του παράλληλου νομίσματος στο κύριο νόμισμα.
Σε περίπτωση που αυτό δεν είναι δυνατό, τότε το παράλληλο νόμισμα (υποσχετική, ομόλογο ή έντοκο) υποτιμάται και μετατρέπεται σε ευρώ σε δυσμενέστερη αναλογία από αυτή του 1 προς 1, γιατί διαιρείται η ποσότητα χρήματος που έχουμε σε ευρώ με τη μεγαλύτερη ποσότητα χρήματος που έχουμε σε παράλληλο νόμισμα.
Το τρίτο και τελευταίο στάδιο της διαδικασίας εισαγωγής παράλληλου νομίσματος σε μια οικονομία, ξεκινά με την εμπέδωση και χώνεψη μιας ενδεχόμενης νέας ισοτιμίας του παράλληλου προς το κύριο νόμισμα και τη χρηματοδότηση δημοσίων επενδύσεων με το νόμισμα αυτό.
Πολλοί ενδεχομένως να έχουν αντίρρηση όσον αφορά την προτεραιότητα του τρίτου σταδίου σε σχέση με το δεύτερο, αλλά θεωρώ τη σειρά των σταδίων που περιγράφω ως την πιο ασφαλή.
Αν μια οικονομία που έχει ανάγκη ένα παράλληλο νόμισμα καταφέρει με κόπους και θυσίες να κρατήσει την ισοτιμία των δύο νομισμάτων σταθερή σε βάθος χρόνου, τότε θεωρητικά η ύπαρξη του παράλληλου νομίσματος δεν έχει λόγο.
Έχει όμως πολιτικό λόγο, η ύπαρξη ενός μηχανισμού ανάκτησης της δυνατότητας εθνικής νομισματικής πολιτικής από μια χώρα, για την απρόσκοπτη προσαρμογής της οικονομίας της με τρόπο που αυτή θα αποφασίσει.
Η Νέα Αριστερά οφείλει να προσανατολίσει την πολιτική της, στη δυνατότητα αυτή, σχετικά με τη δημιουργία παράλληλων εθνικών νομισματικών μηχανισμών από όποιο χώρα τους έχει ανάγκη και για όσο τους έχει ανάγκη.
Είναι αυτονόητο ότι το ευρωπαϊκό κατεστημένο θα είναι αδύνατο να αποδεχτεί μια τέτοια πολιτική που τσαλακώνει τη φήμη του ευρώ και ελαττώνει από τα πλούσια κράτη τη δυνατότητα παραγωγής πλούτου από την ύπαρξή του.
Όσο δε αφορά τη χώρα μας κάτι τέτοιο αποκλείεται να συμβεί την περίοδο των μνημονίων και της αναγκαστικής εκχώρησης της εθνικής κυριαρχίας στους δανειστές.
Ο προσανατολισμός της Ελληνικής Αριστεράς πρέπει να είναι στραμμένος στην προετοιμασία ενός σχεδίου όπως περιγράφεται παραπάνω, με το τέλος του τρίτου μνημονίου και πριν από την ανάγκη ύπαρξης ενός τέταρτου.