ngairewoods_2602943b

Της Νάιρι Γουντς*

Κατα τις τελευταίες δεκαετίες, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο έχει μάθει έξι σημαντικά μαθήματα για το πώς να διαχειρίζεται κρίσεις κυβερνητικού χρέους. Όλα όμως αγνοήθηκαν στην περίπτωση της ελληνικής κρίσης.

Η συμμετοχή του Ταμείου στην προσπάθεια διάσωσης της Ευρωζώνης ίσως αύξησε το προφίλ του και τους πρόσφερε την εύνοια της Ευρώπης. Αλλά, η αποτυχία του, και η αποτυχία των ευρωπαϊκών μελών του, να τηρήσουν τις καλύτερες πρακτικές του ενδεχομένως να αποδειχθούν ένα θανάσιμο παραπάτημα.

Το πρώτο βασικό  μάθημα είναι πως όταν καθίσταται απαραίτητο ένα πρόγραμμα διάσωσης, πρέπει να γίνεται άπαξ και οριστικά. Το ΔΝΤ το έμαθε αυτό το 1997, όταν ένα ανεπαρκές πρόγραμμα διάσωσης της Νότιας Κορέας επέβαλε δεύτερο γύρο διαπραγματεύσεων. Στην Ελλάδα το πρόβλημα είναι ακόμη χειρότερο, καθώς το σχέδιο των 86 δισ. ευρώ που συζητείται σήμερα ακολουθεί ένα πρόγραμμα διάσωσης 110 δισ. το 2010 και 130 δισ. το 2012.

To ΔΝΤ από μόνο του είναι εγκρατές. Τα δάνειά του περιορίζονται στο πολλαπλάσιο της συμμετοχής μιας χώρας στο κεφάλαιό του, και με αυτό ως μέτρο τα δάνειά του προς την Ελλάδα είναι υψηλότερα από οποιαδήποτε στην ιστορία του. Παρόλα αυτά, οι κυβερνήσεις της Ευρωζώνης δεν αντιμετωπίζουν τέτοιους περιορισμούς και, επομένως, ήταν ελεύθερες να θέσουν σε εφαρμογή ένα πρόγραμμα που θα ήταν βιώισιμο.

Ένα άλλο μάθημα που αγνοήθηκε είναι πως δεν πρέπει να διασώζονται οι τράπεζες. Το ΔΝΤ το έμαθε με τον δύσκολο τρόπο τη δεκαετία του 1980, όταν μετέφερε κόκκινα τραπεζικά δάνεια λατινοαμερικανικών κυβερνήσεων στους δικούς του ισολογισμούς και στους ισολογισμούς άλλων κυβερνήσεων. Στην Ελλάδα, κόκκινα δάνεια εκδομένα από γαλλικές και γερμανικές τράπεζες μεταφέρθηκαν στους δημόσιους ισολογισμούς, μεταβιβάζοντας την έκθεση των τραπεζών όχι μόνο στους ευρωπαίους φορολογουμένους αλλά σε όλα τα μέλη του ΔΝΤ.

Το τρίτο μάθημα που απέτυχε να εφαρμόσει το ΔΝΤ στην Ελλάδα είναι πως η λιτότητα συχνά οδηγεί σε φαύλο κύκλο, καθώς οι δημοσιονομικές περικοπές οδηγούν σε πολύ μεγαλύτερη ύφεση απ’ ότι σε αντίθετη περίπτωση. Καθώς το ΔΝΤ δίνει βραχυπρόθεσμα δάνεια, υπήρχε κίνητρο να αγνοηθούν οι επιπτώσεις της λιτότητας, προκειμένου να καταστούν δυνατές προβλέψεις ανάπτυξης που συνεπάγονταν την ικανότητα αποπληρωμής. Εν τω μεταξύ, τα άλλα κράτη-μέλη της Ευρωζώνης, αναζητώντας τρόπους για μικρότερη χρηματοδότηση, επίσης βρήκαν βολικό να παραβλέψουν τις καταστροφικές επιπτώσεις της λιτότητας.

Τέταρτον, το ΔΝΤ έχει μάθει πως οι μεταρρυθμίσεις έχουν τις περισσότερες ελπίδες να εφαρμοστούν όταν είναι λίγες και προσεκτικά επικεντρωμένες. Είναι μεγάλος ο πειρασμός για τους πιστωτές να επιμείνουν σε έναν μακρύ κατάλογο μεταρρυθμίσεων, όταν μια κυβέρνηση ζητά βοήθεια. Μια κυβέρνηση όμως ταλανιζόμενη από την κρίση θα δυσκολευτεί να διαχειριστεί πολλαπλές αξιώσεις.

Στην Ελλάδα, το ΔΝΤ, μαζί με τους Ευρωπαίους εταίρους του, δεν ζήτησαν από την κυβέρνηση μόνο να περικόψει τις δαπάνες, αλλά να αναλάβει ριζικές φορολογικές, συνταξιοδοτικές, δικονομικές και εργασιακές μεταρρυθμίσεις. Και παρόλο που τα πιο επείγοντα μέτρα που χρειάζονται δεν θα έχουν άμεση επίπτωση στα δημοσιονομικά της Ελλάδας, το ΔΝΤ δεν έχει άλλη επιλογή από το να δώσει έμφαση σε βραχυπρόθεσμες περικοπές που ωθούν τις πιθανότετες για αποπληρωμή – ακόμα και αν αυτό καθιστά τις μακροπρόθεσμες μεταρρυθμίσεις πιο δύσκολο να θεσπιστούν.

Το πέμπτο μάθημα που το ΔΝΤ θα έπρεπε να έχει λάβει υπόψη είναι πως οι μεταρρυθμίσεις δεν έχουν πολλές πιθανότητες επιτυχίας, εκτός αν η κυβέρνηση είναι αποφασισμένη να τις εφαρμόσει. Όροι και προϋποθέσεις που εκλαμβάνονται ως επιβληθέντα έξωθεν, σχεδόν σίγουρα αποτυγχάνουν. Στην περίπτωση της Ελλάδας, εσωτερικοί πολιτικοί λόγοι οδήγησαν τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις να κάνουν επίδειξη ασφυκτικής πίεσης. Και το ΔΝΤ θέλησε να δείξει ότι ήταν εξίσου σκληρό με την Ελλάδα όσο με τη Βραζιλία, την Ινδονησία και τη Ζάμπια – και ας ήταν αυτό τελικά αντιπαραγωγικό.

Το έκτο μάθημα που αγνόησε το ΔΝΤ είναι πως η διάσωση χωρών οι οποίες δεν ελέγχουν πλήρως τα νομίσματά τους ενέχει επιπρόσθετους κινδύνους. Όπως έμαθε στην Αργεντινή και στη Δυτική Αφρική, οι χώρες αυτές στερούνται ένα από τα ευκολότερα μέσα προσαρμογής σε μια κρίση χρέους: τη νομισματική υποτίμηση.

Έχοντας αποτύχει να προειδοποιήσει την Ελλάδα, την Πορτογαλία, την Ιρλανδία και την Ισπανία για τους κινδύνους της ένταξης σε μια νομισματική ένωση, το ΔΝΤ θα έπρεπε να είχε εξετάσει κατά πόσον ήταν εξαρχής σωστό ή απαραίτητο να παρέμβει στην κρίση της ευρωζώνης. Η λογική του να μην το πράξει υπογραμμίζει τους κινδύνους που συνδέονται με αυτήν του την απόφαση.

Ο πιο προφανής λόγος για τις πράξεις του ΔΝΤ είναι ότι η Ευρώπη αποτύγχανε να αντιμετωπίσει τα δικά της προβλήματα και είχε τη δύναμη και την επιρροή να παρασύρει το Ταμείο. Ο επικεφαλής του ΔΝΤ ήταν πάντα Ευρωπαίος και οι ευρωπαϊκές χώρες απολαμβάνουν δυσανάλογο μερίδιο ψήφων στο διοικητικό του συμβούλιο.

Εξίσου σημαντικό, παρόλα αυτά, είναι το γεγονός ότι το ΔΝΤ πήρε τις αποφάσεις του σε μια στιγμή που αντιμετώπιζε υπαρξιακά προβλήματα. Ιστορικά, η μεγαλύτερη απειλή για το ΔΝΤ ήταν η ακαταλληλότητα. Κατέστη σχεδόν περιττό τη δεκαετία του ’70, όταν οι ΗΠΑ άφησαν ελεύθερη τη διακύμανση του δολαρίου, και διεσώθη το 1982 από την μεξικανική κρίση χρέους, που το προώθησε στο ρόλο του παγκόσμιου χρηματοοικονομικού ναυαγοσώστη.

Μια δεκαετία μετά, η καταλληλότητα του ΔΝΤ άρχιζε ξανά να ξεθωριάζει ξανά, αλλά αναγεννήθηκε από το ρόλο του στη μεταμόρφωση των οικονομικών του πρώην σοβιετικού μπλοκ. Όταν ξέσπασε η κρίση του ευρώ, το Ταμείο βολόδερνε για άλλη μια φορά στον απόηχο της κρίσης στην ανατολική Ασία, καθώς οι πελάτες του έκαναν τα πάντα για να το αποφύγουν.

Η συμμετοχή του ΔΝΤ στην κρίση της Ευρωζώνης έχει δώσει πλέον στις ισχυρές αναδυόμενες οικονομίες άλλον ένα λόγο να είναι απογοητευμένες. Μετά το εμπόδιο των ΗΠΑ στις απαιτήσεις τους για μεγαλύτερη συμμετοχή στις αποφάσεις, ανακαλύπτουν ότι ο οργανισμός πραγματοποιεί της διαταγές της Ευρώπης. Θα είναι δύσκολο για το ΔΝΤ να ξανακερδίσει την εμπιστοσύνη αυτών των ολοένα και πιο σημαντικών μελών. Αν ΗΠΑ και Ευρώπη δεν παραιτηθούν από τον εναγκαλισμό τους, η τελευταία προσπάθεια του Ταμείου να παραμείνει επίκαιρο μπορεί να είναι και η τελευταία.

* Κοσμήτορας της Blavatnik School of Government και διευθύντρια του προγράμματος Global Economic Governance στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης

Via : www.koutipandoras.gr