Του Ανδρέα Νεφελούδη
Έχουν συμπληρωθεί πέντε μήνες από τη συγκρότηση της κυβέρνησης Σαμαρά, με τη στήριξη της ΝΔ του ΠΑΣΟΚ και της ΔΗΜΑΡ. Χρόνος ικανός για γίνει μία πρώτη αποτίμηση του κυβερνητικού έργου. Βασικό χαρακτηριστικό της 5μηνης διακυβέρνησης είναι η πλήρης αναντιστοιχία των προεκλογικών εξαγγελιών των κομμάτων που τη στηρίζουν, με την ακολουθούμενη πολιτική. Ακόμα και η ίδια η προγραμματική συμφωνία των ίδιων κομμάτων αποτελεί, απλά και μόνο, ένα ιστορικό ντοκουμέντο, χωρίς πρακτική αξία. Στο διάστημα που μεσολάβησε από τις εκλογές μέχρι σήμερα, η ασκούμενη κυβερνητική πολιτική είναι η συνέχεια της πολιτικής των κυβερνήσεων Παπανδρέου και Παπαδήμου, ακόμα και με την ίδια ρητορική.
Είναι η πολιτική που υπαγορεύεται από την «τρόικα», η πολιτική των μνημονίων, η πολιτική της λιτότητας, που έχει σαν αποτελέσματα την ύφεση, την ανεργία, την πτώση του βιοτικού επιπέδου του ελληνικού λαού, χωρίς να διαφαίνεται διέξοδος από την κρίση, στο , κατά το δυνατόν, προβλέψιμο μέλλον, ενώ παράλληλα, δεν απομακρύνει τον κίνδυνο της χρεοκοπίας της χώρας και την έξοδο από την ευρωζώνη.
Οι πρόσφατες αποφάσεις του Euro group είναι αποτέλεσμα συμβιβασμού των Γερμανών και του ΔΝΤ με απούσα και πάλι την Ελληνική πλευρά. Πρόκειται για ένα, ακόμα, πιο ασφυκτικό πλαίσιο χρηματοδότησης, που δεν θα έχει ουσιαστικό αντίκρισμα στην προϋπόθεση της ανάκαμψης της Ελληνικής Οικονομίας για την αντιμετώπιση της κρίσης. Οι θριαμβολογίες, για μια ακόμη φορά από Ελληνική Κυβέρνηση, δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα διότι οι ρυθμίσεις για την καταβολή της δόσης:
1 Προβλέπουν μείωση του ελλ. χρέους στο 124% το 2020, δηλαδή μετά από 10 χρόνια συμπίεσης της κοινωνίας και αποδιάρθρωσης του κοινωνικού ιστού, η Ελλάδα θα βρίσκεται στο ίδιο σημείο από όπου ξεκίνησε και τα μνημόνια θα διαδέχονται το ένα το άλλο.
2. Η ρήτρα προσαρμογής προϋποθέτει την άμεση επιβολή και νέων μέτρων δημοσιονομικού χαρακτήρα, σε ένα πλαίσιο που ούτως ή άλλως είναι αποτυχημένο διότι και η ύφεση και η ανεργία με αυτό το μίγμα πολιτικής θα διογκώνονται.
3. Η καταβολή των δόσεων της δόσης , σε ένα πολύ μικρό μέρος αφορά στη χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας.
4.Η καθιέρωση ειδικού λογαριασμού και εποπτείας για την διαχείριση της χρηματοδότησης, πλήττει την ευελιξία στην αναπτυξιακή διαχείριση των πόρων.
Θα επαναλάβουμε, για ακόμη μια φορά, ότι η πολιτική αυτή δεν είναι αποτέλεσμα «λανθασμένης εκτίμησης» και «λάθους συνταγής». Είναι επιλογή. Μια ακραία νεοφιλελεύθερη επιλογή, που έχει στόχο την δημιουργία φθηνής αγοράς εργασίας στην Ευρώπη και μετατροπής σε Ειδική Οικονομική Ζώνη, της χώρας, στο σύνολό της. Αυτή την επιλογή υπηρετούν όλες οι δεσμεύσεις των μνημονίων (1ου, 2ου και 3ου).
Η κυβέρνηση, αντικατέστησε τις διακηρύξεις για «επαναδιαπραγμάτευση» με την πρακτική «να πάρουμε τη δόση και ….βλέπουμε» πειθαρχώντας πλήρως στους όρους που έθετε η «τρόικα».
Έτσι, παρά τις εξαγγελίες, έχουμε νέες οριζόντιες περικοπές μισθών και συντάξεων, νέους έμμεσους φόρους, απολύσεις στο δημόσιο, που βαφτίζονται «διαθεσιμότητα», νέα φοροεπιδρομή και παρέμβαση στον ιδιωτικό τομέα με στόχο τον κατώτερο μισθό και τις εργασιακές σχέσεις.
Και όλα αυτά σε ριζική αντίθεση με όσα είχε κατά το πρόσφατο παρελθόν διατυπώσει η ΔΗΜΑΡ
Ταυτόχρονα, στο διάστημα αυτό, η κυβέρνηση βρίσκεται σε προφανή αδυναμία να παρουσιάσει, έστω με τη μορφή εξαγγελίας, ένα πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων και διαρθρωτικών αλλαγών . Επί της ουσίας, οι μόνες «μεταρρυθμίσεις», είναι οι απολύσεις, μέσω διαθεσιμότητας, στο δημόσιο τομέα , η εκποίηση των φιλέτων της δημόσιας περιουσίας και η αποδιάρθρωση του δημόσιου τραπεζικού πυλώνα που έθετε ως κύριο μοχλό αναθέρμανσης της οικονομίας η ΔΗΜΑΡ. Αντίθετα, η παλαιοκομματική νοοτροπία, που θέλει το κράτος να αποτελεί λάφυρο της εκάστοτε κυβέρνησης, αναβίωσε, με τον τρόπο που έγιναν οι επιλογές για τη στελέχωση των δημόσιων οργανισμών. Η λογική των ποσοστώσεων, έστειλε στις καλένδες τις διακηρύξεις για διαφάνεια και αξιοκρατία.
Δυστυχώς, επιβεβαιώνονται οι εκτιμήσεις μας, για την λανθασμένη επιλογή της ΔΗΜΑΡ, τον περασμένο Ιούνιο, να στηρίξει την κυβέρνηση Σαμαρά. Πρόκειται για ένα κυβερνητικό σχήμα, που αναπαράγει το χρεοκοπημένο πολιτικό σύστημα που οδήγησε τη χώρα στο σημερινό αδιέξοδο. Γίνεται όλο και πιο φανερό ότι οι υπεύθυνοι των αδιεξόδων δεν είναι σε θέση να βγάλουν τη χώρα από τα αδιέξοδα, που οι ίδιοι δημιούργησαν.
Η Ελλάδα στη δίνη της κρίσης. Ζητούμενο, η πολιτική διεξόδου
Διακηρυγμένη θέση όλων μας όπως αποτυπώθηκε και στις ιδρυτικές και προγραμματικές διακηρύξεις του κόμματος είναι ο «αριστερός ευρωπαϊσμός», η πίστη για την παραμονή της Ελλάδας στο ευρώ και στην ευρωζώνη. Από πολλά χρόνια πριν η ανανεωτική αριστερά ήταν η μοναδική ευρωπαϊκή αριστερή δύναμη της χώρας. Προσηλωμένη σταθερά στην ευρωπαϊκή προοπτική της χώρας, στην ευρωπαϊκή αλληλεγγύη και στο κοινωνικό ευρωπαϊκό κεκτημένο. Στις περασμένες εκλογές γίναμε μάρτυρες ενός διλλήματος που οδήγησε σε μια άνευ όρων υποταγή στις βασικές επιλογές όσων στο όνομα του ευρωπαϊσμού έχουν αποδιάρθρωση κάθε έννοια ευρωπαϊκού δικαίου και κεκτημένου. Το δίλλημα ευρώ ή δραχμή έγινε ο εμβρυουλκός για να εφαρμοστούν τα πιο επαχθή μέτρα σε βάρος εκατομμυρίων Ελλήνων. Αυτή δεν είναι η Ευρώπη που θέλουμε, δεν είναι η Ευρώπη που μπορεί να αντιμετωπίσει τη κρίση, δεν μας γοητεύει η Ευρώπη του ακραίου νεοφιλελευθερισμού. Θα αγωνιστούμε για την αλλαγή και γιατί όχι την ανατροπή της σε συνεργασία με όλες τις αριστερές ευρωπαϊκές δυνάμεις και ιδιαίτερα τις δυνάμεις της ευρωπαϊκής αριστεράς της νότιας Ευρώπης.
Παράλληλα με αυτό το δίλλημα το τελευταίο διάστημα αναπτύχθηκε μια μεγάλη φιλολογία γύρω από την ενδεχόμενη έξοδο της χώρας από το ευρώ αν δεν λαμβάνονταν τα επαχθή μέτρα και δεν έπαιρνε την τελευταία δόση η χώρα μας. Θεωρούμε πως αυτό ήταν το άλλοθι για την επιβολή των μέτρων του μνημονίου3.
Η εξέλιξη της συζήτησης και των αντιπαρατιθέμενων πολιτικών, σε ευρωπαϊκό επίπεδο, για την κρίση χρέους στις χώρες της ευρωζώνης, επιβεβαιώνει τις εκτιμήσεις, που έγκαιρα διατύπωσε η ανανεωτική αριστερά -και η ΔΗΜΑΡ από την ίδρυσή της – ότι το πρόβλημα είναι ευρωπαϊκό και απαιτείται συνολική λύση από τις χώρες της ΕΕ.
Να θυμίσουμε και να θυμηθούμε ότι η ΚΕ της ΔΗΜΑΡ τόνιζε στην απόφασή της στις 20-6-2011:
« Η κρίση χρέους της χώρας, απαιτεί ταυτοχρόνως λύσεις, τόσο στο εσωτερικό της χώρας όσο και σε πανευρωπαϊκό επίπεδο.
Στο ευρωπαϊκό επίπεδο χρειάζεται να αναπτυχθούν διεκδικήσεις που θα στοχεύουν:
-στην έκδοση ευρωομολόγου και στη δημιουργία μηχανισμού διαχείρισης του χρέους, με τη μεταφορά μέρους του Ελληνικού χρέους, αλλά και του χρέους άλλων περιφερειακών χωρών στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.
-στην θετική αναδιάρθρωση του συνολικού χρέους της χώρας, με επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής, μείωση του επιτοκίου και περίοδο χάριτος
-στην εκπόνηση ενός 5ετούς αναπτυξιακού προγράμματος με χρηματοδότηση από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων, το δημόσιο, το ΕΣΠΑ, την έκδοση επενδυτικού ομολόγου
Προϋπόθεση είναι να γίνει κατανοητό, τόσο στο εσωτερικό της χώρας, όσο και στους εταίρους μας, ότι το πρόβλημα απαιτεί πολιτική συνεννόηση και πολιτική λύση.
Η Ελλάδα χρειάζεται χρόνο και όχι ασφυκτικούς περιορισμούς, χρειάζεται πόρους για ανάπτυξη και όχι ,μόνο, συνεχή δάνεια.
Η εμμονή στην πολιτική και τους όρους του μνημονίου και του Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου μόνο αρνητικές επιπτώσεις θα έχει για την Ελλάδα, αλλά και για την ευρωζώνη.»
Σήμερα, γινόμαστε μάρτυρες μιας διευρυνόμενης αντιπαράθεσης ανάμεσα στις συντηρητικές δυνάμεις που επιμένουν στη συνταγή της λιτότητας και της αυστηρής δημοσιονομικής πειθαρχίας και σε δυνάμεις, ενός ευρύτερου πολιτικού φάσματος, ενισχυμένες και από τις λαϊκές κινητοποιήσεις, σε ευρωπαϊκό επίπεδο, που θεωρούν ότι σε καιρούς κάμψης της οικονομίας οι πολιτικές της λιτότητας επιδεινώνουν το πρόβλημα στο βαθμό που αυξάνουν την ύφεση, μειώνοντας έτσι τα έσοδα από τη φορολογία με αποτέλεσμα το χρέος, λόγω των περικοπών, να αυξάνεται αντί να μειώνεται.
Η διέξοδος, πρέπει να αναζητηθεί στην αύξηση των δημοσίων επενδύσεων (το ακριβώς αντίθετο από αυτό που γίνεται στην Ελλάδα), με την ανάπτυξη επενδυτικών προγραμμάτων σε κοινωνικά ωφέλιμους και οικονομικά αποδοτικούς τομείς, σε συνδυασμό με τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις για τον εκσυγχρονισμό του κράτους και την ανασυγκρότηση της οικονομίας.
Αυτή θα έπρεπε να είναι και η βάση της επαναδιαπραγμάτευσης των όρων των μνημονίων, από την ελληνική πλευρά. Η ενίσχυση, από τους εταίρους της με την αναγκαία χρηματοδότηση, για επενδυτικές πρωτοβουλίες και την ανάκαμψη της οικονομίας και όχι με νέα δάνεια που παράγουν νέα χρέη.
Σήμερα, παραμένει επίκαιρο το αίτημα για «αλλαγή της ασκούμενης πολιτικής». Η ΔΗΜΑΡ οφείλει να επαναδιατυπώσει το δικό της ολοκληρωμένο πρόγραμμα για την έξοδο από την κρίση και όχι να σέρνεται πίσω από τις επιλογές ΝΔ και ΠΑΣΟΚ.
Στο νέο διεθνές περιβάλλον που διαμορφώνεται, με φόντο την αντιπαράθεση δολαρίου – ευρώ και ταυτόχρονα, τον ανταγωνισμό ΗΠΑ – Κίνας, η Ελλάδα οφείλει να διαμορφώσει, στο μέτρο του δυνατού, συμμαχίες εντός και εκτός Ευρώπης αν δεν θέλει να απορροφηθεί στη δίνη της οικονομικής κρίσης. Η τακτική του «καλού μαθητή» που ακολουθεί η κυβέρνηση Σαμαρά είναι η χειρότερη δυνατή την περίοδο αυτή και δυστυχώς τίποτα δεν προοιωνίζει ότι η τακτική αυτή θα αλλάξει.
Η ΔΗΜΑΡ στην κυβέρνηση. Πρωταγωνιστής, ισότιμος εταίρος ή κομπάρσος;
Είναι γνωστό, ότι άλλοι από μας διαφωνήσαμε με τη στήριξη της ΔΗΜΑΡ στην κυβέρνηση Σαμαρά, από την αρχή, άλλοι σύντροφοι είχαν διατυπώσει επιφυλάξεις σε ότι αφορά την πρόταση διεξόδου και πρότειναν την ψήφο ανοχής αλλά με συγκεκριμμένα προγραμματικά χαρακτηριστικά και άλλοι είχαν δώσει τη ψήφο τους για την διέξοδο που επέλεξε η ηγεσία εκείνη τη περίοδο. Ακολουθήσαμε το δρόμο της σιωπής και την αναμονή για ένα σοβαρό διάστημα για να παρακολουθήσουμε την πορεία του κόμματος, βλέπεοντας όμως ότι τίποτε δεν συγκρατούσε την ΔΗΜΑΡ από το διολισθαίνει μέρα με τη μέρα, ούτε η προγραμματική συμφωνία τέθηκε σε ισχύ αλλά ούτε και η αρχική απόφαση υλοποιήθηκε αφού η ΚΕ είχε ψηφίσει όχι συμμετοχή στη κυβέρνηση αλλά προχή, απλώς, ψήφου εμπιστοσύνης.
Συνοπτικά οι λόγοι της διαφωνίας μας συμπυκνώθηκαν, όταν λήφθηκε η σχετική απόφαση, στα εξής:
· Η επιλογή μιας τρικομματικής κυβέρνησης (ΝΔ-ΠΑΣΟΚ-ΔΗΜΑΡ), κυβέρνησης εθνικής ευθύνης όπως ονομάστηκε, ουσιαστικά ακυρώνει την πολιτική πρόταση της ΔΗΜΑΡ, όπως διαμορφώθηκε τα 2 χρόνια της λειτουργίας της.
· Η ΔΗΜΑΡ, με την επιλογή της, αποενοχοποιεί τις δυνάμεις του παλαιού πολιτικού συστήματος (ΝΔ, ΠΑΣΟΚ) που ευθύνονται για την κρίση, το πελατειακό κράτος , τη διαφθορά και τα σημερινά αδιέξοδα. Χάνει το ηθικό πλεονέκτημα που την παρακολουθούσε από την ίδρυσή της.
· Το συγκεκριμένο κυβερνητικό σχήμα, δεν μπορεί να αποκαταστήσει την σχέση εμπιστοσύνης της κοινωνίας με το πολιτικό σύστημα, αναγκαία προϋπόθεση για μια ουσιαστική ανορθωτική πορεία της χώρας.
· Η προοπτική της ΔΗΜΑΡ θα ταυτιστεί με την επιτυχία ή όχι της κυβέρνησης. H κυβέρνηση με πρωθυπουργό τον κ. Σαμαρά και με «βαθύ γαλάζιο» στη σύνθεσή της δεν θα επιτύχει. Η αποτυχία της θα συμπαρασύρει και τη ΔΗΜΑΡ.
· Η ΔΗΜΑΡ αυτοακυρώνεται, ως μελλοντική εναλλακτική λύση και ουσιαστικά, ανοίγει το δρόμο στο ΣΥΡΙΖΑ και στις δυνάμεις του ανέξοδου λαϊκισμού.
· Σύντομα θα δημιουργηθεί ένα ασφυκτικό πλαίσιο για την ΔΗΜΑΡ, όταν θα κληθεί να διαχειριστεί τα προβλήματα της καθημερινότητας σε όλους τους τομείς της κοινωνικής ζωής σε μια πολύ ευρύτερη ατζέντα θεμάτων από αυτή της επαναδιαπραγμάτευσης του μνημονίου. Θεμάτων, για τα οποία δεν υπάρχουν συγκλίσεις με βάση τις δημόσια διακηρυγμένες θέσεις των κομμάτων.
Πέντε μήνες μετά, οι εκτιμήσεις αυτές, όχι μόνο δεν διαψεύσθηκαν, αλλά αντίθετα ενισχύθηκαν από τις εξελίξεις. Η ΔΗΜΑΡ, αυτοεγκλωβισμένη στην λογική του «μονόδρομου» για την αντιμετώπιση της κρίσης, υιοθέτησε την βασική επιχειρηματολογία της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ για την ανυπαρξία εναλλακτικής, ως προς την ακολουθούμενη, πολιτική και υλοποιεί την μνημονιακή πολιτική που επί δύο χρόνια θεωρούσε, σωστά, ότι οδηγεί σε πολλαπλασιασμό των αδιεξόδων και τη χώρα σε κίνδυνο. Οι παρεμβάσεις της έχουν περισσότερο επικοινωνιακό χαρακτήρα χωρίς να παράγουν αποτέλεσμα. Η εικόνα συμπληρώνεται από την αντιφατική κοινοβουλευτική της παρουσία, την απουσία κάθε συντονισμού των σ. που έχουν αναλάβει θέσεις ευθύνης στην κρατική διοίκηση και τη στάση θεατή στα προβλήματα της καθημερινότητας.
Αποδεικνύεται ότι η ΔΗΜΑΡ δεν μπορεί, με την συμμετοχή της, να αλλάξει την πορεία των εξελίξεων. Περιορίζεται σε παθητικό ρόλο και λειτουργεί ως αριστερό άλλοθι της κυβέρνησης Σαμαρά.
Μέσα στο σχετικά σύντομο αυτό χρονικό διάστημα, υπάρχει πλήρης ανατροπή των ιδρυτικών διακηρύξεων του κόμματος, των συνεδριακών θέσεων και των προγραμματικών – προεκλογικών δεσμεύσεων.
Υπάρχει σοβαρή κρίση εμπιστοσύνης στη σχέση του κόμματος με την κοινωνία και ιδιαίτερα με τη μήτρα του, το ακροατήριο δηλαδή, της ανανεωτικής αριστεράς που περιέβαλε με εμπιστοσύνη το εγχείρημα της ίδρυσής της και στήριξε το κόμμα με συνέπεια και πολλές φορές με αυταπάρνηση στα 2 χρόνια της ύπαρξής του. Οι αποχωρήσεις μελών και στελεχών και η πτωτική τάση που καταγράφεται στις τελευταίες δημοσκοπήσεις, δείχνουν ότι η κρίση είναι παρούσα.
Πολύ σύντομα, εν όψει και των εφαρμοστικών νόμων του 3ου μνημονίου, η κατάσταση αυτή θα είναι μη αναστρέψιμη, με ότι αυτό συνεπάγεται για το μέλλον του κόμματος.
Στα πολιτικά προβλήματα υπάρχουν πολιτικές λύσεις
Προτείνουμε την, καταστατικά κατοχυρωμένη, έναρξη μιας οργανωμένης συζήτησης σε όλη την κλίμακα του κόμματος, σε όλα τα περιφερειακά γραφεία και τις ΝΕ, σε όλες τις οργανώσεις, που εδώ και μήνες βρίσκονται «εν υπνώσει», και όχι σε περιφερειακά «ακτίφ» . Μιας συζήτησης που θα περιλάβει όλα τα πολιτικά θέματα, τη συμμετοχή στην κυβέρνηση, την προοπτική του κόμματος, τα φυσιογνωμικά του χαρακτηριστικά και τα θέματα της οργανωτικής και πολιτικής του διεύρυνσης. Οι τελικές αποφάσεις δεν μπορεί παρά να ληφθούν σε ένα έκτακτο συνέδριο του κόμματος.
Στόχος, σε ότι μας αφορά, είναι η επιβεβαίωση , στη πράξη, των ιδρυτικών χαρακτηριστικών της ΔΗΜΑΡ, η επιβεβαίωση των κατευθύνσεων του 1ου συνεδρίου του κόμματος:
Να θυμηθούμε και να θυμίσουμε ότι:
«Η ίδρυση της ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΗΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑΣ είναι μια επιβεβλημένη κίνηση για να απαντήσουμε άμεσα στο ολοένα διογκούμενο αίτημα της ελληνικής κοινωνίας για ριζική ανασυγκρότηση του πολιτικού πεδίου και των σημερινών κομματικών φορέων της χώρας μας καθώς και για τη διατύπωση μιας ολοκληρωμένης εναλλακτικής πολιτικής πρότασης. Αποτελεί, ταυτόχρονα, προσπάθεια υπεράσπισης του παρελθόντος και του μέλλοντος της ανανεωτικής, δημοκρατικής και οικολογικής Αριστεράς. Αποτελεί σήμερα μια ιστορική επιταγή, ώστε να συμβάλουμε στην ανασυγκρότηση της χώρας σε μια κατεύθυνση μεγαλύτερης ισότητας, κοινωνικής αλληλεγγύης, οικολογικής ανάπτυξης.
Ο πυρήνας των ανανεωτικών ιδεών, που τον κωδικοποιούμε στις θεμελιώδεις αρχές: «δημοκρατικός σοσιαλισμός – αριστερός ευρωπαϊσμός – μεταρρυθμιστική στρατηγική –οικολογική εγρήγορση» είναι και παραμένει στοιχείο της ταυτότητάς μας. Οι ιδέες αυτές εξακολουθούν να είναι ενεργές και να τροφοδοτούν τους προβληματισμούς μας για το μέλλον της αριστεράς. Γιατί ο χώρος της ανανεωτικής και διαρκώς ανανεούμενης αριστεράς είναι και πρέπει να είναι ένα ζωντανό κύτταρο υπεύθυνης στάσης, επίκαιρου λόγου, προγραμματικών θέσεων για την προοδευτική διακυβέρνηση της χώρας.»
Να θυμηθούμε και να θυμίσουμε ότι:
Η πολιτική διεύρυνση του κόμματος γίνεται ή τουλάχιστον πρέπει να γίνεται σε καθορισμένο πλαίσιο. Πλαίσιο που έχει τεθεί από την ΚΕ όταν πήρε τη σχετική απόφαση:
«Αναδεικνύουμε την ανάγκη για την ανασυγκρότηση του δημοκρατικού σοσιαλιστικού χώρου.
Απευθυνόμαστε στους πολίτες του ευρύτερου χώρου της αριστερής σοσιαλδημοκρατίας, και του δημοκρατικού σοσιαλισμού, της πολιτικής οικολογίας, σε όλες τις δημοκρατικές δυνάμεις ενταγμένες σήμερα σε σχηματισμούς ή ανένταχτες, σε όλους τους προοδευτικούς πολίτες.
Τους καλούμε να οικοδομήσουμε σχέσεις διαλόγου, ανταλλαγής απόψεων, ανοιχτής πολιτικής επικοινωνίας.
Να αναθερμάνουμε την ελπίδα για τη χώρα, για τη κοινωνία, για το δημοκρατικό σοσιαλισμό.
Μπορούμε να πετύχουμε την ανασυγκρότηση και ανασύνθεση ενός πολιτικού χώρου ο οποίος θα καθορίσει τις πολιτικές εξελίξεις.
Γνωρίζουμε τις διαφορές, τις δυσκολίες, τις υποκειμενικές δεσμεύσεις.
Είναι όμως επείγουσα ανάγκη η σοσιαλιστική δημοκρατική Αριστερά να γίνει φορέας πολιτικών ανακατατάξεων, πέρα από το συντηρητικό νεοφιλελεύθερο περιβάλλον, τις αδιέξοδες και αντικοινωνικές επιλογές του Μνημονίου και του Μεσοπρόθεσμου προγράμματος, υπέρ ενός προγράμματος ριζοσπαστικών μεταρρυθμιστικών αλλαγών.
Η ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΗ ΑΡΙΣΤΕΡΑ θα εργαστεί αποφασιστικά γι αυτό το πολιτικό σχέδιο με βάση προγραμματικές συμφωνίες, κοινή δράση στα μεγάλα κοινωνικά ζητήματα και αναζήτηση ενός νέου μεταρρυθμιστικού ορίζοντα για το μέλλον της χώρας.
Για τη μετακίνηση της πολιτικής από τη συντηρητική θέση που σήμερα βρίσκεται προς ουσιαστικά προοδευτική κατεύθυνση.
Εκείνο που σήμερα προέχει, είναι η αλλαγή του περιεχομένου της ασκούμενης πολιτικής, η οποία σήμερα καταγράφεται αδιέξοδη.» (ΚΕ 20-9-11)
Αντί για τα παραπάνω η ΔΗΜΑΡ σήμερα, στρέφεται ολοένα και περισσότερο, ιδεολογικά και πολιτικά προς τον χώρο μιας κεντρώας ανακατάταξης. Τις τελευταίες μέρες παρουσιάζεται μια έντονη κινητικότητα στον χώρο που αυτοαποκαλείται κεντροαριστερός, ή χώρος της σοσιαλδημοκρατίας ή και εκσυγχρονιστικός. Αυτό όλο στο όνομα των ιδρυτικών διακηρύξεων της ΔΗΜΑΡ για την συγκρότηση του χώρου του δημοκρατικού σοσιαλισμού. Αυτή κινητικότητα είχε το αποκορύφωμα της στην συνάντηση της Τετάρτης που μας πέρασε.
Από θέσεις ανανεωτικής αριστεράς και με δεδομένες τις κατά καιρούς αποφάσεις της ΔΗΜΑΡ για τον χώρο του δημοκρατικού σοσιαλισμού πρέπει να τονίσουμε ότι τόσο ο εκσυγχρονισμός των δομών του κράτους, των παραγωγικών διαδικασιών αλλά και οι βαθιές μεταρρυθμιστικές τομές που έχει ανάγκη δεν η χώρα δεν μπορεί να προωθηθούν χωρίς αναφορά στη κοινωνία, στα κοινωνικά κινήματα, δεν μπορεί να μην έχουν πρόσημο θεωρητικής και πολιτικής προσέγγισης και δεν μπορεί να μην είναι σε ευθεία σύγκρουση με τις ασκούμενες πολιτικές των μνημονίων που έχουν αποδιαρθρώσει τον κοινωνικό ιστό, έχουν δημιουργήσει την κρίση και οδηγούν στο κοινωνικό και οικονομικό περιθώριο και την ανέχεια εκατομμύρια συμπολίτες μας.
Οι πρωτοβουλίες που σήμερα αναπτύσσονται μέσα σε ένα θολό τοπίο εκσυγχρονισμού και ευρωπαικών προτύπων περισσότερο προσομοιάζουν με μια συντηρητική μεταστροφή της ΔΗΜΑΡ σε κεντρώες κατευθύνσεις. Αυτή η επιλογή πρέπει να ανατραπεί και να προσαρμοστεί με όλες τις διακηρυγμένες θέσεις του κόμματος.
Να θυμηθούμε και να θυμίσουμε, όμως, ότι ο φυσικός χώρος της ΔΗΜΑΡ είναι η Αριστερά, γιατί μόνο μέσα από αυτόν μπορούν να πραγματοποιηθούν οι αλλαγές με προοδευτικό πρόσημο που ευαγγελιζόμαστε.
Να θυμηθούμε και να θυμίσουμε ότι ισχύει στο ακέραιο η δέσμευσή μας για ένα κόμμα των μελών, πλουραλιστικό, ανεκτικό στην διαφορετική άποψη, ένα κόμμα που επιδιώκει συναινέσεις στο εσωτερικό του, που επιδιώκει τη συνειδητή και όχι την επιβαλλόμενη με διοικητικό τρόπο πειθαρχία. Ένα κόμμα δημοκρατικό και όχι απλά δημοκρατικότερο από τα υπόλοιπα.
Όλοι εμείς, μέλη και στελέχη της ΔΗΜΑΡ, στη βάση των παραπάνω κατευθύνσεων θα συμβάλουμε με πρωτοβουλίες, πρωτοβουλίες που δεν θα απευθύνονται μόνο στο εσωτερικό της ΔΗΜΑΡ αλλά και στην κοινωνία, διατυπώνοντας συλλογικά τους προβληματισμούς και τις απόψεις μας, αξιοποιώντας την προσφορά και τις ιδέες φίλων της ΔΗΜΑΡ και ανένταχτων αριστερών και άλλων συλλογικοτήτων, στην προσπάθειά μας να ανανεώσουμε την ελπίδα για ένα δημοκρατικό, μεταρρυθμιστικό κόμμα της Αριστεράς.
* Εισήγηση του Ανδρέα Νεφελούδη, μέλος της Κεντρικής επιτροπής της Δημοκρατικής Αριστεράς, στη συζήτηση«Υπάρχει ελπίδα;», στο πλαίσιο της Παναθηναϊκής σύσκεψης μελών, στελεχών και φίλων της ΔΗΜΑΡ, που έχουν δυσαρεστηθεί από την πολιτική που έχει ακολουθηθεί.
Via : tvxs.gr