Του Δημήτρη Α. Σεβαστάκη
«Δεν έχει συλληφθεί απ’ το πολιτικό σύστημα η πολιτική, παραγωγική, οικονομική κατεύθυνση που πρέπει να ακολουθήσει η χώρα». Μια τέτοια πρόταση, τόσο γενική, τόσο κοινότοπη, γίνεται αδιάφορη και υπονομεύει ένα κείμενο ιδρυτικά. Εν τούτοις είναι τόσο αληθινή όσο και αναπάντητη.
Κοινοβουλευτικές και εξωκοινοβουλευτικές δυνάμεις, οργανωμένες ή όχι, εναλλακτικές δομές, πολίτες κ.λπ. δεν έχουμε συγκροτημένη σύλληψη της κατεύθυνσης. Πού πρέπει να πάει η χώρα, τι δουλειά θα κάνει, πώς θα υπάρχουμε εμείς οι ίδιοι; Έτσι, η νομοθετική εργασία έχει τους εσωτερικούς κλυδωνισμούς και τις αναπόφευκτες αντιφάσεις αυτού του ασύντακτου και αναποφάσιστου κοινωνικού σώματος. Η δε έκφραση των συλλογικών επιθυμιών, ακριβώς επειδή κυριαρχεί αυτή η συλλογική αναποφασιστικότητα, είναι ορμική και συγχρόνως ιδιοτελής.
Το πρώτο χαρακτηριστικό είναι ανοϊκό, το δεύτερο ανόητο. Και τα δυο οδηγούν στο τίποτα, που μεταμφιέζεται σε κάτι. Τα πολλά προηγούμενα χρόνια, πριν την έκρηξη της κρίσης, υπήρχε μια γενική αρχή πλουτισμού, που εγκιβώτιζε τα πάντα. Ολόκληρη η πολιτική, συνδικαλιστική λειτουργία, ολόκληρο το συλλογικό φαντασιακό, ήταν αγκιστρωμένο στο ιδανικό αύξησης του εισοδήματος. Περισσότερα χρήματα στην τσέπη σήμαιναν καλύτερους πολιτικούς, καλύτερη χώρα. Πάνω σ’ αυτό το ιδανικό κάθε πολιτική κομματική συνδικαλιστική στρούγκα θεμελίωνε την ταυτότητά της.
«Η χρήση της πολιτικής εξουσίας για τον προσδιορισμό της αγοράς (…) η αντικατάσταση της αγοράς εργασίας με διαπραγματεύσεις μεταξύ μονοπωλιακών ομάδων που πολιτικοποιούν την εξέλιξη των μισθών» θεωρεί μεταξύ άλλων ο Sergio Fabbrini ως ώριμα χαρακτηριστικά του νέου καπιταλισμού.
Όταν πριν από πέντε χρόνια εισήλθαμε στον αστερισμό της δανειοληπτικής δουλείας, και συντρίφτηκε η νεοπλουτίστικη υστερία, μπερδεύτηκαν όλα. Χάθηκαν οι ταυτότητες, τα κέντρα με τα οποία αναγνώριζε η κοινωνία το ωφέλιμο, το χρήσιμο, το ιδανικό. Καμιά πολιτική επικράτεια δεν μπορούσε να αποτελέσει το όχημα πλουτισμού, αφού ο τελευταίος εξατμίστηκε. Ούτε η αριστερά, ούτε η δεξιά, ούτε η κεντρώα αφήγηση μπόρεσαν να ανασυγκροτηθούν, αφού τους λείπει αυτή η βολική γεωμετρία του πλουτισμού. Έτσι όλα εξαντλούνται σε έναν γενικό αμυντισμό. Μη χάσουμε ακόμα ένα μέρος εισοδήματος, μη διαρρεύσει ένα ακόμα δικαίωμα.
Έτσι η μεν δεξιά αφήγηση εγκλωβίζεται σε μια κοντόφθαλμη και ανορθολογική αυστηροφάνεια (πρέπει να κάνουμε αυτό που μας λένε γιατί δεν μπορούμε να διακινδυνεύσουμε την ευρωπαϊκή μας πορεία), η δε δικαιωματική Αριστερά βολεύεται σε μια ρηχή και τρυφηλή εναλλακτικότητα ή σε έναν εγωιστικό διεκδικητισμό. Απέναντι στην προφανή αδυναμία να χαραχθεί πορεία αλλαγής παραγωγικού και κοινωνικού προτύπου, έχουν όλοι να αντιτάξουν το πόσο κακός είναι ο Σόιμπλε. Είναι προφανής αδυναμία το να κρύβεσαι πίσω από το αποκρουστικό πρόσωπο του δανειστή. Να προσπαθείς να θεμελιώσεις την ταυτότητά σου στην τερατωδία του άλλου.
Η βιομηχανική παραγωγή δεν υπάρχει, η αγροτική παραγωγή είναι ισχνή, επιδοματική, ο τουρισμός βρίσκεται σε ομηρεία από τους τουρ οπερέιτορς, το πολιτικό σύστημα είναι απασχολημένο με το κορμί του και τις αλληλοσφαγές των αυλικών του. Σιωπή λοιπόν. Πάει όπως πάει. Περιμένουμε νωθρά μια συμφωνία, αγωνιούμε για την αργοπορία της, αλλά δεν είμαστε διατεθειμένοι να δεχτούμε τους όρους της. Ό,τι γίνεται συγκεκριμένο, είναι επώδυνο. Σαν να μας βολεύει, ακόμα μια φορά, η μετάθεση. «Τον χρόνο εκείνον βρέθηκε χωρίς δουλειά και συνεπώς ζούσεν απ‘ τα χαρτιά, από το τάβλι και τα δανεικά» λέει ο Καβάφης στο ποίημά του «Μέρες του 1908».
Via : www.avgi.gr