του Στάθη Λουκά
Από την θεωρητική ανάλυση των ενεργειακών συστημάτων και από την πρακτική των τελευταίων εκατό χρόνων προκύπτει ότι υπάρχει μια διαδικασία με σχετική περιοδικότητα που χαρακτηρίζει την αλληλουχία αντικατάστασής τους.
Από αυτή την θεώρηση δεν ξεφεύγουν τα συστήματα παραγωγής της ηλεκτρικής ενέργειας. Τα οποία εξελίχθηκαν σαν αποτέλεσμα αλλαγών που χαρακτηρίζονται από παρόμοια σχηματοποιημένη διαδικασία. Μιά τεχνολογική εξέλιξη, που σε συνδυασμό με μια, νέα η όχι, ενεργειακή πηγή, καθιστά ακόμα πιό αποδοτικό, ανταγωνιστικό και με μειωμένες αρνητικές επιπτώσεις έναν καινούργιο τρόπο παραγωγής της ηλεκτρικής ενέργειας.
Για σημαντικό χρονικό διάστημα ο καινούργιος τρόπος πρέπει να ξεπεράσει καταστάσεις που χαρακτηρίζονται από δυνάμεις αδράνειας και αντίστασης απέναντι στην αλλαγή. Πράγμα που συνήθως ακολουθείται από μια μεγαλύτερη χρονική περίοδο που διαδέχεται και συντροφεύει τις προϋπάρχουσες, για να καταλήξει σε περίοδο που προχωράει στην αντικατάστασή τους, γιατί για διαφόρους λόγους (τεχνικούς, κοινωνικούς, περιβαλλοντικούς) καθίστανται ξεπερασμένες. Την τελευταία εικοσαετία γινόμαστε μάρτυρες της τελευταίας από αυτές τις περιοδικές αλλαγές.
Η οικονομική κρίση, η εξοικονόμηση και η καλυτέρευση της παραγωγικότητας της ενέργειας και η επακόλουθη πτώση της κατανάλωσης της ηλεκτρικής ενέργειας, σε συνδυασμό με την έκρηξη της ανταγωνιστηκότητας των ΑΠΕ (Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας) και την αύξηση της παραγωγής τους, έχουν μια συγκεκριμένη συνέπεια που δημιουργεί τάση. Η τάση αυτή δεν είναι αλλο παρά η ώθηση – όχι μόνο σε ευρωπαϊκό επίπεδο – για το μετασχηματισμό του προτύπου παραγωγής της ηλεκτρικής ενέργειας, στην κατεύθυνση του νέου προτύπου που είναι εκείνο της διάχυτης στον χώρο παραγωγής.
Η διάχυτη αυτή παραγωγή θα βασίζεται στην εκμετάλλευση των ΑΠΕ, στην μικροσυμπαραγωγή, στην εξοικονόμηση, στην αποτελεσματικότητα και στην αλλαγή της αρχιτεκτονικής του συστήματος μεταφοράς. «Τα σπασμένα» αυτής της αλλαγής – σε εξέλιξη – του ενεργειακού παραδείγματος θα τα πληρώσει η παραδοσιακή συγκεντρωποιημένη παραγωγή από ορυκτά καύσιμα. Εκ των πραγμάτων, η παραδοσιακή παραγωγή θα τείνει να παίζει ένα ρόλο «αναπληρωματικό», που θα εξασθενίζει με το πέρασμα του χρόνου. Και σταδιακά θα «αποβάλλονται» από την παραγωγή οι θερμοηλεκτρικοί σταθμοί από ορυκτά καύσιμα, πιό γηρασμένοι και με μικρότερο βαθμό απόδοσης.
Η τάση αυτή διαφαίνεται κάτω από διάφορες μορφές σε παγκόσμιο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο:
Το 79% της νέας ηλεκτρικής ισχύος που εγκαταστάθηκε στην Ευρώπη το 2014 ήταν από ΑΠΕ, ενώ αυτή που προέρχεται από Φ.Β. (Φωτοβολταϊκά) ξεπερνά αυτή που προέρχεται από θερμοηλεκτρικά με άνθρακα και φυσικό αέριο. Ενδεικτικό της τάσης που διαμορφώνεται είναι ότι στον κόσμο, για πρώτη φορά, η ηλεκτρική ισχύς που προέρχεται από ΑΠΕ (143.000 ΜW), ξεπέρασε εκείνη (141.000 ΜW) που προέχεται από ορυκτά καύσιμα. Ενώ η πρόβλεψη για το 2030 προβλέπει μια σχέση 4 προς 1, δηλ. 279.000 ΜW έναντι 64.000 ΜW. Σύμφωνα με τον ΙΕΑ (Ιnternational Energy Agency) για το 2040/2050 οι ΑΠΕ θα είναι βασικά η πρώτη πηγή παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας.
Εκείνο όμως που είναι ακόμη πιό ενδεικτικό, είναι οι αλλαγές που παρατηρούνται σε δύο από τις μεγαλύτερες ενεργειακές – ηλεκτρικές επιχειρήσεις της Ε.Ε.: την ιταλική ΕΝΕL, τρίτη σε μέγεθος στην E.E. και τη γερμανική E.OΝ, δεύτερη σε μέγεθος.
Η ΕΝΕL αποφάσισε να «αποσύρει» 23 θερμοηλεκτρικούς σταθμούς παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας – ορυκτών καυσίμων – συνολικής ισχύος 13.000 ΜW, δηλ. όσο εκείνη της ΔΕΗ . Οι αποσυρόμενοι σταθμοί θα χωρισθούν σε τρεις ομάδες ως εξής: μια ομάδα σταθμών που είναι μέσα σε αστικά κέντρα θα κλείσουν σα σταθμοί παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, μια δεύτερη ομάδα θα μετατραπεί σε σταθμούς παραγωγής με βιομάζα, ενώ η τρίτη ομάδα θα αξιοποιηθεί σε συνεργασία με την Τ.Α. και τις τοπικές κοινωνίες. Όλη αυτή η διαδικασία θα γίνει διαφυλάσσοντας το επίπεδο της απασχόλησης.
Η E.OΝ, η μεγαλύτερη ενεργειακή επιχείρηση της Γερμανίας, ανακοίνωσε ότι θα εγκαταλήψει όλες τις δραστηριότητές της που σχετίζονται με τις παραδοσιακές πηγές (ορυκτά καύσιμα, πυρηνικά και μεγάλα υδροηλεκτρικά) για να συγκεντρώσει τη δραστηριότητά της στις ΑΠΕ, στα δίκτυα, τη διανομή, πώληση και παροχή υπηρεσιών στους καταναλωτές. Πρακτικά η εταιρεία θα δαιρεθεί σε δύο: η μητρική που θα ασχολείται με τις νέες επιχειρησιακές και παραγωγικές δραστηριότητες και η θυγατρική newco που θα ασχολείται με τα «παραδοσιακά». Κατά τους ειδικούς, πρόκειται για ένα softlanding.(ξεφόρτωμα στα μαλακά).
Δεν πρόκειται για μια «επαναστατική οικολογική» στροφή της Ε.ΟΝ, όσο περισσότερο το αποτέλεσμα δύο διαφορετικών διαδικασιών:
Πρώτον, οι μεγάλες Εταιρίες παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας κατανόησαν ότι το μέλλον ανήκει στις ΑΠΕ και την εξοινόμηση ενέργειας. Δεύτερον έστησαν ευήκοον αυτί στις συμβούλες των μεγάλων Τραπεζών, ότι η συγκεντρωποιημένη παραγωγή θα είναι όλο και λιγώτερο ανταγωνιστική και ότι αν θέλουν να επιζήσουν πρέπει να στραφούν προς άλλες «ευκαιρίες», δηλ. ΑΠΕ, εξυπνες γραμμές μεταφοράς, εξυπηρετήσεις στους καταναλωτές, εξασφάλιση ευέλικτης ισχύος μέσω αποκεντρωμένων εγκαταστάσεων, κλπ.
Σε τελευταία ανάλυση στην κατανόηση με άλλον τρόπο αυτών που ζητά η «Διακυβερνητική του ΟΗΕ για τις Κλιματικές Αλλαγές» και που πρέπει να γίνουν όσο το δυνατόν γρηγορότερα, μια και αυτή βάζει σαν όριο το 2030.