του Μελέτη Ρεντούμη
Είναι γεγονός πως ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα, από άποψη οικονομικής πολιτικής, που αντιμετωπίζει τόσο το καταναλωτικό κοινό όσο και η κυβέρνηση την περίοδο της κρίσης είναι οι αυξημένες τιμές, γεγονός αρκετά παράδοξο.
Αναφέρω την λέξη παράδοξο, γιατί θα περίμενε κανείς σε καθεστώς αποπληθωρισμού όταν για εικοστό συνεχόμενο μήνα ο δείκτης τιμών καταναλωτή παρουσιάζει αρνητικό πρόσημο, οι τιμές πολλών αγαθών να έχουν υποχωρήσει σημαντικά, διευκολύνoντας την απόκτηση βασικών ειδών για το καλάθι της νοικοκυράς και εξασφαλίζοντας μεγαλύτερη αγοραστική δύναμη.
Δυστυχώς όμως τα πράγματα είναι διαφορετικά και οι τιμές πολλών ειδών αυξάνονται, με αποτέλεσμα το κόστος διαβίωσης να παραμένει στα ύψη σε πολλές περιπτώσεις.
Σύμφωνα μάλιστα με μια μελέτη της Παγκόσμιας Τράπεζας, το κόστος ζωής στην Ελλάδα βρίσκεται κοντά με τις αναπτυγμένες χώρες όπως η Γερμανία, η Ιταλία, η Μ. Βρετανία και οι ΗΠΑ, που διαθέτουν πολύ υψηλότερα κατά κεφαλή εισοδήματα.
Επίσης, ενώ οι μισθοί την τελευταία πενταετία μειώθηκαν περίπου 23% κατά μέσο όρο στην Ελλάδα, οι τιμές σε 43 προϊόντα αυξήθηκαν κατά 3% περίπου την ίδια περίοδο, σύμφωνα με στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ.
Η πραγματική αιτία λοιπόν της παραπάνω στρέβλωσης και της μη κανονικοποίησης των τιμών, έγκειται στο εμπορικό ισοζύγιο της χώρας, Συγκεκριμένα, παρατηρούμε μεγάλη εξάρτηση της Ελλάδας από εισαγωγές, τόσο πρώτων υλών όσο και τελικών προϊόντων. Μάλιστα αν αυτό το συνδυάσουμε με τα υψηλά ενεργειακά κόστη που δεν αφήνουν τη βιομηχανία να είναι ανταγωνιστική, τότε εμποδίζεται η προσαρμογή και η πτώση των τιμών.
Μάλιστα, είναι αξιοσημείωτο ότι η μεγάλη πλειοψηφία των εμπορεύσιμων βασικών καταναλωτικών αγαθών, ενσωματώνει ελάχιστη υπεραξία στη χώρα μας. Αυτό σημαίνει ότι τα περισσότερα αγαθά, εισάγονται έτοιμα προς τον τελικό καταναλωτή με συγκεκριμένες προδιαγραφές χωρίς να γίνεται κάποια επεξεργασία, προσθήκη ή μετατροπή στο εσωτερικό.
Συμπεραίνουμε, λοιπόν, ότι το τελικό κόστος των εισαγόμενων αγαθών, επηρεάζεται κυρίως από την εξωτερική τους υπεραξία στη χώρα προέλευσης και όχι από την εγχώρια μείωση των μισθών.
Παρατηρούμε, επίσης, ότι σε πολλές περιπτώσεις, οι τιμές εισαγόμενων αγαθών είναι από 2 έως 20 φορές υψηλότερες από αντίστοιχες χώρες της Ε.Ε., δημιουργώντας ένα διαρκές κύμα ακρίβειας στη χώρα μας.
Δεν θα πρέπει φυσικά να παραγνωρίσουμε και την συνήθη χειραγώγηση των τιμών, μέσω της δημιουργίας άτυπων συμφωνιών μεταξύ επιχειρήσεων και πολυεθνικών, δημιουργώντας καρτέλ, ώστε να μεγιστοποιήσουν τα κέρδη τους μέσω ελέγχου και αύξησης των τιμών ταυτόχρονα ή με μικρές διακυμάνσεις.
Αυτή η δημιουργία του ατελούς ανταγωνισμού και των ολιγοπωλίων, καταστρατηγεί τη λειτουργία της αγοράς με αποτέλεσμα να απαιτείται η παρέμβαση της όποιας ρυθμιστικής αρχής και της Επιτροπής Ανταγωνισμού, η οποία βέβαια δεν έχει αποδειχθεί πολύ αποτελεσματική στον έλεγχο και αποκατάσταση του ανταγωνισμού σήμερα.
Ένας άλλος σημαντικός λόγος είναι ότι οι μεγάλες εταιρίες που διαθέτουν τα προϊόντα τους σε πολλές διεθνείς αγορές, προτιμούν να έχουν χαμηλές και ανταγωνιστικότερες τιμές με σημαντικές προσφορές, σε χώρες με μεγάλο πληθυσμό, αναπτυγμένες και με ισχυρή ζήτηση. Αυτό σημαίνει όμως ότι για να αντισταθμίσουν τις απώλειες και να διατηρήσουν ένα σταθερό ποσοστό κέρδους, αυξάνουν τις τιμές σε άλλες περιφερειακές χώρες, όπως η Ελλάδα, ανεξάρτητα από την αγοραστική ικανότητα των καταναλωτών.
Αν τα παραπάνω συνδυαστούν με την υπερβολική αύξηση της φορολογίας, τόσο της άμεσης και όσο της έμμεσης, αντιλαμβάνεστε για τι επίπεδο τιμών μιλάμε στην Ελλάδα.
Ο μόνος τρόπος για να τιθασεύσουμε την ακρίβεια είναι αφενός ο συστηματικός έλεγχος των τιμών και η επιβολή πραγματικών προστίμων, ώστε να μην την πληρώνουν οι συνεπείς, και αφετέρου η έμφαση στην εξωστρέφεια ώστε να αυξήσουμε την εγχώρια παραγωγή μας σε πολλά και βασικά είδη, τα οποία θα συγκρατήσουν τις εισαγωγές και θα αυξήσουν ταυτόχρονα τις εξαγωγές μας.
Τα παραπάνω βέβαια απαιτούν αποκλιμάκωση της φορολογίας όσο θα σταθεροποιούνται τα δημοσιονομικά έσοδα, ώστε να έχουν κίνητρα οι επιχειρήσεις να παράγουν περισσότερο αλλά και οι τιμές των εισαγόμενων να συγκρατούνται σε λογικότερα επίπεδα.
*Ο Μελέτης Ρεντούμης είναι οικονομολόγος τραπεζικός, μέλος της Πολιτικής Γραμματείας της Δυναμικής Ελλάδας.
Via : www.protagon.gr