Του Αντώνη Ρουπακιώτη
1 Ως κόμμα της λεγόμενης τρικομματικής κυβέρνησης η ΔΗΜΑΡ προώθησε σημαντικές, όπως πιστεύω, νομοθετικές ρυθμίσεις ή άφησε έτοιμα νομοσχέδια για τον επόμενο υπουργό και γενικότερα εφάρμοσε μια άλλη αντίληψη στην άσκηση εξουσίας.
Παράλληλα, η ΔΗΜΑΡ αντέκρουσε σχέδια νόμων ή ΠΝΠ (π.χ. ιδιωτικοποίηση ΕΥΔΑΠ, ΕΥΑΘ, ΑΔΜΗΕ) ή ρυθμίσεις που γύριζαν την κοινωνία στο δικαιοπολιτικό περιβάλλον της δεκαετίας 1950.
Αυτά παρά την ιστορικά εξηγήσιμη ενοχικότητα που συνόδευσε συγκεκριμένες επιλογές της, κυρίως όμως παρά τις αντιδράσεις από παράγοντες του πρωθυπουργικού περιβάλλοντος, που αρνούνταν ή υπονόμευαν την προώθηση νομοθετικών ή άλλων πρωτοβουλιών.
Οι σχετικές παρεμβάσεις του προέδρου της ΔΗΜΑΡ, Φ. Κουβέλη, ήταν αλλεπάλληλες, η κουλτούρα όμως συνεργασίας νομίζω ότι ηττήθηκε από τον επεκτατικό–συντηρητικό παλαιοκομματισμό.
2 Οι συνθήκες για τη «συγκυβέρνηση» γίνονταν ασφυκτικές -κυρίως μετά τους πρώτους μήνες του 2013- επειδή, όπως πιστεύω, το ίδιο πρωθυπουργικό περιβάλλον έκρινε ότι δεν έχει πλέον ανάγκη από τη συμμετοχή της ΔΗΜΑΡ ή τουλάχιστον συγκεκριμένων εκπροσώπων της στην κυβέρνηση.
Η ΔΗΜΑΡ, αν και είχε πολλούς λόγους για να αποχωρήσει από την κυβέρνηση, δεν ανέδειξε αυτούς με την αναγκαία ένταση και σαφήνεια, αλλά την αποχώρησή της συνέδεσε –στο αρχικό τουλάχιστον στάδιο– με το κλείσιμο της ΕΡΤ, ζήτημα αυτό καθεαυτό σημαντικό, πλην όμως όχι ικανό για να πείσει μέρος των ψηφοφόρων αλλά και στελεχών της.
3 Η ΔΗΜΑΡ τόσο κατά τη διάρκεια της συγκυβέρνησης όσο και μετά την αποχώρησή της και μέχρι τις ευρωεκλογές επιχειρούσε, αλλά δεν κατόρθωσε -και παρά την αποτελεσματική κοινοβουλευτική ομάδα της- να προωθήσει, οργανωμένα και με συνεχιζόμενη ένταση, πολιτικό λόγο στιβαρό και ευθύβολο, που να μην αφήνει αμφισβητήσεις και να ακουμπάει τους δεινά δοκιμαζόμενους πολίτες, χωρίς βέβαια να εξαντλείται σε εύκολες καταγγελίες ή υποσχέσεις, όπως επέλεγαν άλλα κόμματα της Αριστεράς και όχι μόνο.
Ετσι, έγινε αποδέκτης της δυσαρέσκειας των ψηφοφόρων της του Ιουνίου 2012, οι οποίοι μετακινήθηκαν προς άλλους χώρους, οδηγώντας την σε δεινή ήττα και στη δημιουργία οξύτατου προβλήματος εσωτερικής συνοχής.
4 Την ίδια ώρα στην Ελλάδα, χώρα καθημαγμένη από την κρίση, ο ΣΥΡΙΖΑ, κόμμα της ιστορικής Αριστεράς, καταγράφεται πρώτο στον εκλογικό χάρτη στην Ευρώπη, όπου αυτός βάφεται με βαθύ μπλε και σε έναν ανησυχητικό βαθμό με μαύρους ακροδεξιούς ή φιλοναζιστικούς χρωματισμούς.
Ιδιαίτερη δυναμική επέδειξαν και τα κόμματα της Αριστεράς στην Ισπανία και Πορτογαλία.
Ωστόσο, και στην Ιταλία -χώρα διαφορετική βέβαια ως προς την οικονομική και κοινωνική διάρθρωση και την εξέλιξη του πολιτικού της βίου- η κεντροαριστερή παράταξη υπό τον Μ. Ρέντσι συγκέντρωσε κατά τις τελευταίες εκλογές ποσοστό άνω του 40%. Οι δέσμες ιδεών των σχηματισμών αυτών θα κριθούν στο μέλλον, ωστόσο πρέπει να αξιολογηθούν οι πρώτες επιλογές του Μ. Ρέντσι ως θετικές.
5 Το ιστορικό αυτό αποτέλεσμα του ΣΥΡΙΖΑ που τον φέρνει στη φιλόδοξη θέση διεκδίκησης της κυβερνητικής εξουσίας -και δεν είναι βέβαια το 4% της εποχής που η Ανανεωτική Πτέρυγα αποχώρησε από τον ΣΥΡΙΖΑ- υποχρεώνει τη ΔΗΜΑΡ να αναζητήσει τις αναγκαίες συγκλίσεις με αυτόν, τόσο για την αντιμετώπισή της κρίσης όσο και για την ανάγκη δημιουργίας πρόσφορου κλίματος, απ’ όπου θα μπορούσε να προκύψει προοπτική κυβέρνησης συνεργασίας μετά τις επόμενες εκλογές.
Στην κεντρική αυτή επιλογή θα δοκιμαστεί βέβαια η στάση και άλλων δυνάμεων της Αριστεράς και Κεντροαριστεράς όσο και η στάση του ΣΥΡΙΖΑ προς αυτές.
Προβάλλονται, βέβαια, έντονες αντιρρήσεις από το εσωτερικό της ΔΗΜΑΡ για την έναρξη διαλόγου με τον ΣΥΡΙΖΑ, χρεώνοντάς τον για δογματισμό ή υποστηρικτή συντεχνιών ή για εθνικολαϊκισμό κ.ά.
Οι αντιρρήσεις αυτές δεν στερούνται βασιμότητας –κυρίως οι δύο πρώτες– ωστόσο, χρήσιμο θα ήταν, για την πειστικότητα του πολιτικού λόγου, και όχι για συμψηφισμό, να μη λησμονείται, μεταξύ άλλων:
Ποιες ήταν οι κυβερνήσεις που: α. υπέταξαν στην κομματική ιδιοτέλειά τους και δημιούργησαν συνθήκες διαφθοράς συνδικαλιστικών ηγεσιών, ή ικανοποίησαν, χωρίς να λογαριάζουν τις δημοσιονομικές επιβαρύνσεις, τις κάθε λογής απαιτήσεις τους, β. σπατάλησαν τεράστιες οικονομικές δυνατότητες σε μη παραγωγικού χαρακτήρα επιλογές, οργανώνοντας έναν πλαδαρό κρατικό μηχανισμό με χιλιάδες ρουσφετολογικών προσλήψεων και εξακόντισαν στα ύψη τον εξωτερικό δανεισμό, οδηγώντας έτσι τη χώρα στη μέγιστη κρίση που βιώνουν ιδιαίτερα τα αδύναμα στρώματα της κοινωνίας μας, γ. ή η τύχη του νομοσχεδίου για το Ασφαλιστικό Τ. Γιαννίτση δ. ή οι λαϊκιστικές προβολές που εκπέμπονται τα τελευταία χρόνια από τα κόμματα της συγκυβέρνησης ως προς τον χρόνο εξόδου από την κρίση. Οσο για τη διασπάθιση του δημόσιου χρήματος, ας μιλήσουν τα δικαστήρια.
6 Ωστόσο ο ΣΥΡΙΖΑ στην πορεία ωρίμανσής του πιστεύω ότι πρέπει να επιλέξει κοινωνικές και πολιτικές συμμαχίες και να απομακρυνθεί από εύκολες υποσχέσεις προς πάντες αλλά και από διχαστικά διλήμματα – μνημονιακό / αντιμνημονιακό ή ποιος είναι από εδώ και ποιος από εκεί (περίπτωση «μικρή ΔΕΗ»). Να απαλλαγεί επιτέλους από ιδεοληψίες και βουλησιαρχικές πρακτικές περασμένων δεκαετιών, που αυτοϋπονομεύουν τη δυναμική του, αλλά και από σταθερές αρνήσεις σε κάθε πρωτοβουλία ή σκληρές καταγγελίες εντός ή εκτός του Κοινοβουλίου κ.α., με συνέπεια, πέραν των άλλων, οι πολίτες να μην μπορούν να διακρίνουν το καλό από το κακό ή και από το χειρότερο και έτσι στην απογοήτευσή τους να αναζητούν άλλους φορείς πολιτικής έκφρασης.
7 Καθημερινά γίνεται λόγος για την αυτοπροσδιοριζόμενη Κεντροαριστερά (απολίτικος και τεχνητός όρος κατά τον Αλ. Παπαδόπουλο ή απολίτικος κατά τον Γ. Σιακαντάρη), η στάση όμως μεταξύ των στελεχών της ΔΗΜΑΡ είναι έντονα διαφοροποιημένη, αντικατοπτρίζοντας την εσωτερική κρίση που ταλανίζει το κόμμα, όπως:
*Η ΔΗΜΑΡ, διατηρώντας την αυτονομία της, να ανοίξει διάλογο με τα κόμματα της Κεντροαριστεράς, αναζητώντας συγκλίσεις στα μείζονα κοινωνικά και πολιτικά ζητήματα.
*Η ΔΗΜΑΡ να αγωνιστεί για την ανασυγκρότηση ως «επισπεύδουσα» ή «συμπράττουσα» μάλιστα δύναμη της Κεντροαριστεράς.
Είναι προφανές ότι μεταξύ του «με» και του «για» χάνεται η αυτονομία της ΔΗΜΑΡ και τέμνεται ο λόγος της. Διάλογος σημαίνει μεταξύ δύο τουλάχιστον πολιτικών χώρων που διατηρούν την αυτονομία τους. Ανασυγκρότηση σημαίνει συμμετοχή στις αρχικές προεργασίες και ένταξη στη συνέχεια. Τι επιτέλους θέλει η ΔΗΜΑΡ;
8 Προσωπικά, πιστεύω ότι η ΔΗΜΑΡ, κόμμα δημοκρατικών μεταρρυθμίσεων και σταθερού ευρωπαϊκού προσανατολισμού, σε συνθήκες αναμφισβήτητα πολύ δύσκολες γι’ αυτήν, πρέπει να παραμείνει ως αυτόνομη δύναμη της ανανεωτικής Αριστεράς -αυτό σημαίνει ακόμα πολλά- και να επιμείνει στη διεύρυνση της οργανωτικής και πολιτικής ανάπτυξής της με τις δυνάμεις που συγκρότησαν την προοδευτική συνεργασία στις τελευταίες εκλογές – και άλλες.
Με το σχήμα αυτό να αναπτύξει διάλογο με τον ΣΥΡΙΖΑ αλλά και με δυνάμεις της Κεντροαριστεράς –όσο δύσκολος και αν είναι–, με δύο κυρίως στόχους:
* Την αντιμετώπιση των συνεπειών της μέγιστης κρίσης (δημόσιο χρέος – σταδιακή αποκατάσταση των κοινωνικών δικαιωμάτων κ.α.) και
* Την εν τοις πράγμασι υπεράσπιση της συνταγματικής τάξης και την ανάγκη αναβάθμισης της κοινοβουλευτικής διαδικασίας – την οποία πολλοί ως να λησμονούν. Η πρόσφατη πρόταση 12 σημείων του Φ. Κουβέλη προς τους αρχηγούς των κομμάτων, υποδηλώνοντας ότι η ΔΗΜΑΡ δεν είναι κόμμα ανάδελφο, νομίζω ότι είναι μια καλή αρχή.
Από τον διάλογο αυτό, θα φανούν και οι δυνατότητες διαμόρφωσης προοπτικής προοδευτικής διακυβέρνησης της χώρας μεταξύ ΣΥΡΙΖΑ, ΔΗΜΑΡ και όσων δυνάμεων της Αριστεράς ή και της Κεντροαριστεράς επιχειρήσουν την επιλογή αυτή.
Ειδικότερα όμως η ΔΗΜΑΡ οφείλει, νομίζω, να υπερασπιστεί τη βασική θέση της, ότι είναι «Κυβερνώσα Αριστερά», όχι βέβαια μόνο με τη Ν.Δ. και το ΠΑΣΟΚ, όπως το 2012.
Αθήνα, Ιούλιος 2014
Via : www.efsyn.gr