ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΤΣΙΑΚΑΛΟΥ
ομότιμου καθηγητή Παιδαγωγικής ΑΠΘ
Ηταν μόλις δεκαοχτώ χρονών. Ετοιμος να ξεκινήσει από το σπίτι του για τη «μάχη των μαχών»: τις πανελλαδικές εξετάσεις. Με μοναδικό εφόδιο, που επιτρέπεται, ένα μπουκάλι νερό. Με μοναδική εξάρτυση, που επιτρέπεται, ένα στυλό χρώματος μπλε. Με τις αμέτρητες πληροφορίες, που είχε αποθηκεύσει στο μυαλό του σε χιλιάδες ώρες σχολείου και φροντιστηρίου, να προσπαθούν να συμπτυχθούν μέσα σε κουτάκια που ονομάζονται «θέματα εξετάσεων». Λίγο πριν βγει από την πόρτα λύγισε κάτω από το βάρος της αμφιβολίας, της ανασφάλειας και της απελπισίας. Πήδηξε στο κενό κι έδωσε τέλος στα νιάτα του και στη ζωή του. Κρατώντας με τα δόντια του την αστυνομική του ταυτότητα, που υποχρεωτικά έπρεπε να έχει μαζί του στις εξετάσεις.
Κάποιοι είπαν ότι ήταν ένα μεμονωμένο περιστατικό, γι’ αυτό δεν πρέπει να του δώσουμε υπερβολική σημασία, κι ας εμφανίζεται πια σχεδόν σε κάθε εξεταστική περίοδο. Αλλά η ταυτότητα στο στόμα στοιχειώνει στις σκέψεις μου και μου επιβάλλει μια άλλη ανάγνωση -την πραγματική και αφτιασίδωτη- του τραγικού συμβάντος: οι εικόνες, τα τελευταία χρόνια, από τους πιο βάρβαρους πολέμους δείχνουν αιχμαλώτους να οδηγούνται στο αβέβαιο μέλλον τους με δεμένα τα χέρια στην πλάτη και την ταυτότητα στο στόμα. Ομως, ποιου εχθρού αιχμάλωτοι πολέμου είναι τα παιδιά μας και πώς είναι δυνατόν να μην ευθύνεται κανείς για το βίαιο θάνατο ενός αιχμαλώτου αυτού του ιδιότυπου κοινωνικού πολέμου;
Κάθε χρόνο τέτοια εποχή περισσεύουν τα μεγάλα λόγια για το μέλλον των παιδιών, που είναι «ανοιχτό μπροστά τους και δεν περιορίζεται στο πανεπιστήμιο». Κάθε χρόνο άπειρες είναι οι δημόσιες παραινέσεις και οι συμβουλές, που φορτώνουν με τύψεις τους γονείς για ευθύνες που δεν μπορούν να αποσείσουν γιατί στην πραγματικότητα δεν τις έχουν, καθώς οι ίδιοι είναι δέσμιοι ενός παράλογου συστήματος. Κάθε χρόνο αναμασιούνται οι υποσχέσεις για «αλλαγές στο άδικο σύστημα» από όσους εκείνη τη στιγμή τυχαίνει να μη βρίσκονται στην εξουσία. Ενα μόνο δε λέγεται: ότι αυτή η χώρα έχει ανεπίτρεπτα μικρό αριθμό θέσεων στα ιδρύματα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και ότι, αρνούμενη να αντιμετωπίσει το πρόβλημα με αύξησή του και ορθολογική ανάπτυξη, εξαντλεί την κοινωνία υποβάλλοντας τη νέα γενιά, όχι σε εξέταση της ετοιμότητάς της για επιτυχείς σπουδές, αλλά σε διαγωνισμό από τον οποίο υποχρεωτικά, λόγω της φύσης κάθε διαγωνισμού, ένα ποσοστό υποψηφίων θα βγει να είναι «αποτυχημένο», κι ένα, ακόμη μεγαλύτερο, θα βγει απογοητευμένο από το «δώρο» που τελικά κέρδισε με τη συμμετοχή του.
«Μα γίνεται αλλιώς;», ακούω εδώ και δεκαετίες από ανθρώπους, ιδιαίτερα των προνομιούχων τάξεων, και το ερώτημα υπονοεί ότι δε γίνεται αλλιώς. Ε, λοιπόν, γίνεται! Και γνωρίζουμε τα εμπόδια που δεν επιτρέπουν μέχρι σήμερα να γίνει αλλιώς: άγνοια, προκαταλήψεις, συντηρητικές ιδεολογικές αγκυλώσεις, προοπτική άντλησης κέρδους από την ύπαρξη μιας κουτσουρεμένης τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, έλλειψη πραγματικού ενδιαφέροντος όσο «τα δικά μας παιδιά» έχουν άριστες πιθανότητες επιτυχίας ή έχουν στη διάθεσή τους εναλλακτικές λύσεις. Με όλα αυτά να κυριαρχούν, είναι αυτονόητη και η αποδοχή του παραλογισμού που αφορά στις δαπάνες για τα φροντιστήρια, οι οποίες ξεπερνούν κατά πολύ κάθε «κοινωνικό μέρισμα»: σε 952,6 εκατομμύρια ευρώ ανέρχονταν οι δαπάνες των ελληνικών νοικοκυριών για τα νόμιμα -δηλωμένα- φροντιστήρια το έτος 2008 (σύμφωνα με στοιχεία της ΕΕ) και παρ’ όλη τη σημερινή ανέχεια το συνολικό ποσό ελάχιστα μόνον έχει μειωθεί.
Αναρωτιέμαι: Πόσο καιρό θ’ αντέξουν οι άνθρωποι αυτής της χώρας να θυσιάζουν τη νεότητα, την ψυχική ισορροπία και το μέλλον των παιδιών τους, αιχμάλωτοι οι ίδιοι ενός ακήρυχτου αλλά υπαρκτού κοινωνικού πολέμου; Δε γνωρίζω την απάντηση. Αυτό που γνωρίζω όμως είναι ότι όσο δεν αλλάζουμε την κατάσταση, θα είμαστε συνένοχοι στην τραγωδία κάθε παιδιού που, αιχμάλωτο με την ταυτότητα στο στόμα, βρίσκει τόσο νωρίς το θάνατο.
Via : www.agelioforos.gr