του Γιώργου Ιωαννίδη
Γνωρίζουμε ότι η χώρα μας διατηρεί το θλιβερό πρωτείο του υψηλότερου ποσοστού ανεργίας στην Ευρωζώνη το οποίο προσεγγίζει το 30%. Δεν χρειάζεται, επίσης, να επιχειρηματολογήσουμε επί μακρόν για το ότι δεν υπάρχει οικονομία που να θεωρείται σταθεροποιημένη με τόσο υψηλό ποσοστό ανεργίας.
Παρά ταύτα, τα μέτρα που προτείνονται από την κυβέρνηση για την καταπολέμηση της ανεργίας δεν διαφέρουν σε τίποτα από όσα εφαρμόζονται τα τελευταία 15 χρόνια, δηλαδή δεν ανταποκρίνονται στην κατάσταση έκτακτης ανάγκης στην οποία βρίσκεται η ελληνική οικονομία και αγορά εργασίας.
Εξαιρώντας τις απόψεις των φονταμενταλιστών του ανύπαρκτου «τέλειου και ανόθευτου ανταγωνισμού», που θέλουν την ανεργία να μειώνεται μέσα από την αποδιάρθρωση των εργασιακών σχέσεων ή/και μέσω της περαιτέρω μείωσης των μισθών, όλοι οι υπόλοιποι συμφωνούν ότι η μείωση της ανεργίας απαιτεί επενδύσεις και υποστήριξη της επιχειρηματικότητας. Βέβαια, αν η διαπίστωση αυτή μοιάζει προφανής, δεν είναι καθόλου προφανές πώς η ελληνική δημόσια διοίκηση θα αποτελέσει στήριγμα για την κοινωνικά και περιβαλλοντικά υπεύθυνη επιχειρηματικότητα.
Δυστυχώς, όμως, τα προβλήματα σήμερα δεν σταματούν εκεί. Οι ιδιωτικές επενδύσεις δεν θα μπορέσουν να μειώσουν την ανεργία τόσο και όσο γρήγορα απαιτείται, αφενός διότι το εργασιακό τους αποτύπωμα παρουσιάζει πάντα μια χρονική υστέρηση, αφετέρου διότι οι ιδιωτικές επενδύσεις κατακρημνίστηκαν λόγω της ύφεσης και θα χρειαστούν χρόνο ώστε να ανακάμψουν (17,8 δις ευρώ το 2013 έναντι 44,2 δις το 2008). Μοιάζει να βρισκόμαστε μπροστά σε ένα αδιέξοδο. Δεν είναι όμως έτσι.
Την τελευταία διετία στο Παρατηρητήριο Οικονομικών και Κοινωνικών Εξελίξεων του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ δύο διαφορετικές ερευνητικές ομάδες έχουν καταπιαστεί με το ίδιο περίπου πρόβλημα: πώς μπορεί να μειωθεί γρήγορα το ποσοστό ανεργίας και τι απαιτεί μια τέτοια παρέμβαση; Η πρώτη ομάδα είναι εγχωρία, η δεύτερη εδρεύει στο διεθνώς αναγνωρισμένο Levy Institute της Νέας Υόρκης. Τα αναλυτικά αποτελέσματα της έρευνας θα παρουσιαστούν εντός των επομένων μηνών, αλλά κάποια προκαταρκτικά πορίσματα μπορούν να παρουσιαστούν από τώρα.[1]
Η απάντηση στο ερώτημα εάν η ανεργία μπορεί να μειωθεί άμεσα είναι ένα απερίφραστο «ναι». Ναι, είναι και οικονομικά εφικτό και ρεαλιστικό να τεθεί ως στόχος η μείωση του ποσοστού ανεργίας κατά δέκα ποσοστιαίες μονάδες εντός των επόμενων τριών ετών. Θα περιοριστώ στα οικονομικά στοιχεία της πρότασης.
Η μείωση του ποσοστού ανεργίας κατά δέκα ποσοστιαίες μονάδες απαιτεί τη δημιουργία περίπου 500.000 θέσεων εργασίας στο σύνολο της οικονομίας.
Δεδομένων των πολλαπλασιαστών απασχόλησης της ελληνικής οικονομίας, η επίτευξη του στόχου απαιτεί την ενεργοποίηση ενός προγράμματος απασχόλησης 350.000 θέσεων εργασίας. Οι υπόλοιπες 150.000 θέσεις θα δημιουργηθούν από τον ιδιωτικό τομέα ως αποτέλεσμα της αύξησης της ζήτησης που θα προκαλέσει το επιπλέον εισόδημα των νοικοκυριών (αυτή είναι η δευτερεύουσα απασχόληση του πολλαπλασιαστή απασχόλησης του προγράμματος). Επισημαίνεται ότι αυτή η εκτίμηση δεν περιλαμβάνει τις θέσεις εργασίας που θα δημιουργήσει ο ιδιωτικός τομέας ούτως ή άλλως (δηλαδή εάν δεν υπήρχε το πρόγραμμα).
Για τη χρηματοδότηση του προγράμματος απαιτούνται περίπου οκτώ (8) δις ευρώ σε βάθος πενταετίας. Τα τρία (3) δις θα προέλθουν από το ίδιο το πρόγραμμα, δηλαδή από τα αυξημένα φορολογικά έσοδα λόγω της ενίσχυσης οικονομικής δραστηριότητας που θα προκαλέσει το πρόγραμμα απασχόλησης (τα έσοδα αυτά αφορούν κυρίως έσοδα ΦΠΑ από την αυξημένη κατανάλωση και δευτερευόντως φορολόγηση κερδών). Επιπλέον δύο (2) δις θα προέλθουν από τα χρήματα που ούτως ή άλλως θα δαπανήσουμε για προγράμματα απασχόλησης την ίδια περίοδο (βάσει του νέου ΕΣΠΑ).
Για την κάλυψη των υπόλοιπων τριών (3) δις η βασική ιδέα είναι απλή. Να υπάρξει ρύθμιση βάσει της οποίας κάθε ευρώ που προέρχεται από την πάταξη της φοροδιαφυγής (περίπου 50-100 εκατ. το έτος) καθώς και τα έσοδα του ΤΧΣ από τόκους ή μερίσματα μετοχών (περίπου 250-300 εκατ. κατ’ έτος) να προσανατολιστούν στη χρηματοδότηση του προγράμματος. Είναι το ελάχιστο που μπορεί να κάνει η κυβέρνηση προκειμένου να «επιστρέψει» τους δημόσιους πόρους που χρησιμοποίησε για την αναγκαία διάσωση του τραπεζικού συστήματος.
Παραμένει ακόμα ένα κενό που αγγίζει τα 1,2 δις ευρώ σε βάθος πενταετίας. Ωστόσο, δεν έχουν εκτιμηθεί ακόμα οι δημοσιονομικοί φορολογικοί πολλαπλασιαστές, τα έσοδα από άλλες ευρωπαϊκές πηγές χρηματοδότησης, καθώς και οι συνέπειες της βελτίωσης της θέσης των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων στην εξυπηρέτηση «κόκκινων» δανείων που σχετίζεται άμεσα με την ενίσχυση του τραπεζικού δανεισμού (λιγότερα κόκκινα δάνεια σημαίνει αυξημένη προσφορά δανείων από τις τράπεζες).
Ακόμα όμως και στο απίθανο ενδεχόμενο που το κενό δεν καλυφθεί από τα παραπάνω, μιλάμε για ένα ποσό που ισούται με το 1/4 του ποσού που δανείστηκε πρόσφατα η χώρα από τις διεθνείς αγορές. Όλοι θα συμφωνήσουμε ότι ο στόχος της μείωσης της ανεργίας κατά 10% σε τρία χρόνια δικαιολογεί μια οριακή αύξηση του δημόσιου χρέους (0,6%). Πόσο μάλλον όταν αυτή η αύξηση θα αντισταθμιστεί (ως ποσοστό του ΑΕΠ) από την οικονομική μεγέθυνση που θα προκαλέσει το πρόγραμμα.
Ποιες είναι οι συνέπειες αυτού του προγράμματος στην οικονομία και την απασχόληση; Σύμφωνα με τα πρώτα αποτελέσματα του μακροοικονομικού μοντέλου και του οικονομετρικού υποδείγματος που το συνοδεύει, οι συνέπειες στην ανεργία είναι η μείωσή της στο 16,5% το 2017, ενώ το πραγματικό ΑΕΠ θα αυξάνεται περίπου κατά 2,5% σε ετήσια βάση ως αποτέλεσμα του προγράμματος. Σε αυτά πρέπει να συνυπολογιστούν οι θετικές επενέργειες της δραστηριότητας του ιδιωτικού τομέα, ο οποίος δεν περιορίζεται από το πρόγραμμα απασχόλησης διότι αυτό δεν στερεί ούτε πόρους ούτε άλλες εισροές.
Το επόμενο ερώτημα αφορά το πεδίο στο οποίο μπορούν να δημιουργηθούν οι αναγκαίες θέσεις. Η προσπάθεια πρέπει να επικεντρωθεί στην ανάπτυξη και επέκταση του «τρίτου τομέα» της οικονομίας. Δηλαδή στον τομέα που βρίσκεται ανάμεσα στο κράτος και στον ιδιωτικό τομέα: σχολικοί φύλακες, βοήθεια στο σπίτι, πρόσθετη διδακτική στήριξη, περιβαλλοντική αποκατάσταση, εξωραϊσμός των γειτονιών μας με μικρά έργα κατασκευών/αποκατάστασης, μαθήματα ελληνικών σε μετανάστες, δημοτικοί χώροι δημιουργικής απασχόλησης, απασχόληση ερευνητών στα πανεπιστήμια, πρόσληψη ατόμων για την εκτεταμένη λειτουργία αρχαιολογικών χώρων και μουσείων… Με άλλα λόγια, η πρόταση είναι να απασχολήσουμε ανέργους όχι για να «ανοίγουν και να κλείνουν τρύπες», αλλά σε εργασίες χρήσιμες για τους ίδιους και προωθητικές για την οικονομία.
Αντιλαμβάνομαι ότι οι επιφυλάξεις είναι πολλές, με σημαντικότερη εκείνη που σχετίζεται με τον βάσιμο φόβο το πρόγραμμα να εκφυλιστεί σε έναν τεράστιο πελατειακό μηχανισμό. Το μέγεθος επίσης του προγράμματος είναι πρωτόγνωρο για τα ελληνικά δεδομένα και η υλοποίησή του θα είναι πρόκληση για τη δημόσια διοίκηση. Ωστόσο, τα πρωτοφανή επίπεδα ανεργίας δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν με συμβατικές πολιτικές μικροοικονομικού χαρακτήρα όπως είναι οι σημερινές.
Απαιτείται μια έκτακτη παρέμβαση μεγάλης κλίμακας, η επιτυχία της οποίας θα εξαρτηθεί από την πολιτική βούληση να μην επαναληφθούν οι συνταγές του παρελθόντος.
Εν τέλει, η αισιοδοξία ή η απαισιοδοξία σε σχέση με το άμεσο μέλλον εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την υποκειμενική εκτίμηση του καθενός σχετικά με το κατά πόσο εκείνοι που (θα) έχουν την ευθύνη διαμόρφωσης και άσκησης πολιτικής θα σταθούν στο ύψος των περιστάσεων. Κάτι που γνωρίζουμε ότι προϋποθέτει την υπέρβαση του τρόπου με τον οποίο έχουν μάθει να κάνουν τα πράγματα.
Via : www.ananeotiki.gr