του Νίκου Ξυδάκη
Θα ήταν 1985, λίγο πριν, λίγο μετά. Στο μπαρ Βιτόφσκι, στις παρυφές του λόφου Στρέφη, άκουσα μια κουβέντα: Προτιμώ έναν υγιή ηδονισμό από τη μίζερη άρνηση της υλικής ευημερίας. Τη θυμάμαι ακόμη αυτή την κουβέντα· ο άνθρωπος που την έλεγε ήταν διανοούμενος, αντικομφορμιστής, με συγκροτημένη σκέψη. Εξέφραζε με ενάργεια το πνεύμα της εποχής: οι Ελληνες έπλεαν στην ευημερία και στην προσδοκία, στην ακλόνητη πίστη ότι όλα θα είναι διαρκώς καλύτερα, πίστευαν ότι τα φαντάσματα της φτώχειας χάνονταν μαζί με τις μνήμες της Κατοχής.
Για τα επόμενα πολλά χρόνια η εκτίμηση-προτίμηση του συνομιλητή μου εκπληρώθηκε. Η ελληνική κοινωνία βούτηξε στον ευδαιμονισμό, στην κατανάλωση, στον υλισμό, στην αυτοπραγμάτωση. Βούτηξε βαθιά. Τρεις δεκαετίες αργότερα, διαπίστωσε ότι είχε κολλήσει στον βούρκο του πυθμένα.
Η σημαντικότερη ίσως επίπτωση του σοκ της πτώχευσης σε ατομικό επίπεδο είναι η κατακρήμνιση των υλικών συνθηκών της ζωής, η μετάβαση από την υλική κατάσταση του μικρομεσαίου στην κατάσταση του νεόπτωχου ή του νεοπληβείου. Ο υποβιβασμός δεν είναι μόνο υλικός, συνοδεύεται από μια οδυνηρή διάψευση των προσδοκιών, από το γκρέμισμα της πίστης στη διαρκή πρόοδο, στην εξασφαλισμένη ευημερία. Το σοκ είναι υλικό και ψυχικό.
Ο υγιής ηδονισμός, που υποδεχόμασταν το μακρινό 1985, στα χρόνια που ακολούθησαν έγινε νοσηρός καταναλωτισμός, έγινε εκβιασμένη χλιδή με δανεικά, έγινε υποταγή σε έναν τρόπο ζωής που αποθέωνε την ατσιδοσύνη και την κερδοσκοπία, έγινε λατρεία μιας κοσμοαντίληψης που απαξίωνε το εργασιακό ήθος και την ολιγάρκεια. Ιδίως στα χρόνια της πιστωτικής επέκτασης, όταν το δανεικό χρήμα έρρεε άφθονο από τις τράπεζες προς τους Ελληνες, τους Ευρωπαίους με τον χαμηλότατο δείκτη ιδιωτικού δανεισμού έως τότε. Με αυτή την ψυχοπνευματική σκευή και με αυτό το έθος μάς βρήκε η πτώχευση. Την απώλεια του εισοδήματος συνοδεύει η απώλεια του βολέματος σε έναν ορισμένο τρόπο ζωής, η συντριβή των προσδοκιών, η προσγείωση σε μια άλλη υπαρξιακή συνθήκη.
Η ανάταξη δεν θα είναι εύκολη ούτε σύντομη· και σε κάθε περίπτωση δεν θα είναι επιστροφή στα πρότερα, αλλά μετάβαση σε άλλη κατάσταση, για την οποία απαιτούνται ριζικά άλλες προσεγγίσεις και παραδοχές. Απαιτείται να ιεραρχήσουμε διαφορετικά τις ανάγκες και τις αξίες· απαιτείται να κάνουμε την αναγκαία διάκριση μεταξύ βιώσιμης ανάπτυξης και ποσοτικής μεγέθυνσης, μεταξύ ευημερίας και σπατάλης, μεταξύ αυτάρκειας και απληστίας. Να επιλέξουμε μεταξύ κοινόχρηστου δημόσιου πλούτου και ιδιωτικής χλιδής.
Εδώ πρέπει να κάνουμε επίσης μία διάκριση μεταξύ της επιβαλλόμενης άνωθεν νεοφιλελεύθερης λιτότητας και μιας αυτόβουλης ενεργητικής εγκράτειας, όπως τη χαρακτήριζε ο Ενρίκο Μπερλινγκουέρ προφητικά το 1977, πολλά χρόνια πριν από την καπιταλιστική κρίση του 2008: «Ο άκρατος ατομικός καταναλωτισμός παράγει μόνο διασπάθιση πλούτου και στρεβλώσεις της παραγωγής, αλλά πέραν αυτών και δυσφορία, αποπροσανατολισμό, δυστυχία».
Στο ίδιο μήκος κύματος, τα ίδια χρόνια, οι Εναλλακτικοί και οι Πράσινοι προέκτειναν τα κινήματα του ’68 στην πολιτική σφαίρα προτάσσοντας έννοιες όπως βιώσιμη ανάπτυξη, αποανάπτυξη, βιοσυμβατές καλλιέργειες, αντικαταναλωτισμός. Η τότε μετασοβιετική αριστερά εισήγαγε ανανεωμένες έννοιες του ρομαντικού και του ελευθεριακού κινήματος, ποικιλοτρόπως εκφρασμένες ιστορικά από διαφορετικούς στοχαστές όπως ο Henry Thoreau, o R. Waldo Emerson, το κίνημα Arts and Crafts, ο Lewis Mumford, ο Η. Μarcuse, o J. Κ. Galbraith, o Jacques Ellul, ο Μurray Bookchin, o Cristopher Lasch, o Claude Lévi-Strauss, ο Μ. Foucault και πολλοί άλλοι, όσοι ασκούσαν κριτική στο δόγμα της αιωνίας προόδου, στη λατρεία της τεχνολογίας και της κατανάλωσης, στον μετανεωτερικό ναρκισσισμό, στον κοινωνικό ντετερμινισμό και στην κοινωνική μηχανική.
Ακούγονται ίσως σαν σκέψεις πολυτελείας αυτά, σε μια συγκυρία κοινωνικού σοκ, αλλά δεν είναι. Η ανακούφιση του πλήθους των πληγέντων και των σιωπηλών αποκλεισμένων είναι βεβαίως το πρώτο καθήκον της δημοκρατικής κοινωνίας. Ταυτοχρόνως, όμως έχουμε κατά νου τι είδους κοινωνία ανασυγκροτούμε, με ποιες αξίες, σε ποια θεμέλια: ασφαλώς όχι στα σαθρά θεμέλια της ατομικής αυτοπραγμάτωσης εκτός κοινότητας, της καταναλωτικής κατασπατάλησης, της λεηλασίας των φυσικών πόρων και της πολιτιστικής κληρονομιάς – όλα όσα γεννούν ακαταπαύστως ανισότητα, αδικία, δυσφορία. Η ανασυγκρότηση με δημοκρατία και δικαιοσύνη, με αυτάρκεια, προϋποθέτει πνευματική αναδιάταξη, αναθεώρηση αξιών, διαπαιδαγώγηση και άσκηση. Για να φτάσουμε σε ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο για τον 21ο αιώνα.
Via : www.kathimerini.gr