Οταν το τέρας ξυπνά στο σαλόνι, στην κουζίνα, στην κρεβατοκάμαρα και στα παιδικά δωμάτια, τα παραθυρόφυλλα είναι κλειστά. Οι γείτονες κουφοί. Οι συγγενείς βουβοί. Ενδοοικογενειακή βία. «Αθέατη» τη χαρακτηρίζουν οι ψυχολόγοι. Ζει μέσα στα παιδικά άλμπουμ της 24χρονης Κατερίνας, στην ήσυχη γειτονιά της Ελπίδας, στην κλειστή αγροτική κοινωνία της γιαγιάς Αγγελικής. Κι ενώ τα τηλέφωνα στο 15900, στη γραμμή SOS της Γενικής Γραμματείας Ισότητας των Φύλων, δεν σταματούν να χτυπούν και το Καταφύγιο Γυναίκας στη Θεσσαλονίκη δέχεται καθημερινά κλήσεις από νέα θύματα, τρεις γενιές εξομολογούνται στην «Κ.Ε.» σιωπηλά εγκλήματα εντός του σπιτιού.
«Αλλα παιδιά φοβούνται το δράκο, εγώ φοβόμουν τον πατέρα μου»
Τα περισσότερα παιδιά φοβούνται το δράκο, το λύκο, το σκοτάδι. Εγώ φοβόμουν τον πατέρα μου -το πατέρας να το βάλεις σε εισαγωγικά. Στα 24 μου, ξέρω ότι υπάρχει χειρότερο από έναν βίαιο σύζυγο που δέρνει τη γυναίκα του: βίαιος πατέρας. Τα έζησα και τα δύο ως κόρη.
Ανοίγω τα άλμπουμ με τις παιδικές φωτογραφίες. Πρωτομαγιά στο χωριό: ο αδερφός μου κι εγώ, η μαμά και μια μουτζούρα. Θυμάμαι πότε το έκανα: μετά το σκηνικό με το αυτί. Είχε γεμίσει αίματα η κουρτίνα. Τράβηξε τον αδερφό μου από το αυτί και τον έφερε από το σαλόνι σηκωτό στον αέρα, στο δωμάτιό μας. Πέντε χρονών παιδί ήταν, ο λοβός του αυτιού του σκίστηκε σαν χαρτί. Ο λόγος; «Τα ορνιθοσκαλίσματα». Είχε την απαίτηση να μάθουμε να γράφουμε πριν πάμε σχολείο -εγώ ξεκίνησα να γράφω όταν ήμουν τεσσάρων. Κι αν τα γράμματα δεν ήταν ολοστρόγγυλα όπως τα ήθελε, γινόταν χαμός.
Σάπιζε τον αδερφό μου
Μεγάλωσα σε μια πατριαρχική οικογένεια. Μια «ηθική» οικογένεια, όπως έλεγε ο πατέρας μου. Η μητέρα μου ήταν τοίχος. Διακοσμητικό στοιχείο που λένε. Αν δεν μας άφηνε χρόνους ο μαλάκας, θα ήταν ακόμα μαζί του. Εμεινε χήρα, ξαναπαντρεύτηκε και έχει άλλα δύο παιδιά, με έναν ήρεμο και καλό άνθρωπο. Δεν τη βλέπω συχνά αλλά χαίρομαι που είναι καλά και ευτυχισμένη. Καμία γυναίκα δεν αξίζει έναν βίαιο άντρα. Αν τον παντρευτείς όμως έχεις το δικαίωμα επιλογής. Αν είναι πατέρας σου, όχι.
Πάντα υπήρχε μια αφορμή για νεύρα, για να αρχίσει να φωνάζει. Πιο πολύ ξύλο έτρωγε ο αδερφός μου. Τον σάπιζε κανονικά. Τον έδερνε επειδή έπεσε παίζοντας και έσκισε το παντελόνι στο γόνατο ή επειδή υπονόησε ότι δεν του αρέσει το φαγητό. Αργότερα γιατί άργησε 10 λεπτά να γυρίσει. Μας χτυπούσε πάντα για τους βαθμούς στο σχολείο που δεν ήταν «καθαροί». Καθαρό, για εκείνον, ήταν μόνο το 20. Εχουμε φάει πολύ ξύλο για 18άρια και 19άρια. Το 17 δεν υπήρχε, ήταν σαν να του έλεγες έμεινα στην ίδια τάξη.
Η χειρότερη φορά, όπως τη θυμάμαι τώρα, ήταν το 2004. Μεσημέρι, με 40 βαθμούς, ξεκινήσαμε με τους συμμαθητές μου να πάμε να δούμε βόλεϊ. Πήγαινα Β’ Γυμνασίου, φορούσα κοντό σορτσάκι και αθλητικά. Στην τσάντα μου είχα και μια φόρμα για να αλλάξω πριν γυρίσω το βράδυ. Για να μη με δει. Γυρίζοντας, σταματήσαμε για παγωτό, στην πλατεία της Αγίας Παρασκευής, δίπλα στο σπίτι. Κι εκεί άκουσα τη φωνή του να λέει το όνομά μου. Πάγωσα. Ηξερα τι με περιμένει. «Προχώρα», μου είπε ήρεμα μπροστά στους συμμαθητές μου. Μόλις απομακρυνθήκαμε λίγο, μου πέταξε το παγωτό στο πρόσωπο και άρχισε να μου τραβάει τα μαλλιά και να με χαστουκίζει.
Μαστίγωμα για το σορτσάκι
«Με ρεζίλεψες στην κοινωνία!», φώναζε. Με χτύπησε τόσο δυνατά που σκίστηκε το δάχτυλό του στα σιδεράκια των δοντιών μου. Οταν γυρίσαμε σπίτι, έβγαλε τη ζώνη του και άρχισε να με μαστιγώνει στα πόδια. «Να δούμε αν θα ξαναβάλεις σορτσάκι», φώναζε. Η μητέρα μου έκλαιγε στην κουζίνα.
Το μαξιλάρι της ήταν πάντα βρεγμένο. Εκείνη τη φορά την είχε χτυπήσει στο πρόσωπο. Γιατί συνήθως τη βάραγε σε σημεία που δεν φαίνονται τα σημάδια. Ο αδερφός μου κόντευε τα 17. «Ή θα φύγουμε ή θα τον σκοτώσω», της είπε. Μας κοίταζε, ανήμπορη. Σαν να του έλεγε «σκότωσέ τον».
Εκλαψα πολύ στην κηδεία του. Οχι που πέθανε, όχι για εκείνον. Για μένα και τον αδερφό μου έκλαιγα. Ο αδερφός μου δεν πάτησε. Προτίμησε να πάει στο γήπεδο. Εξι και επτά χρόνων παιδιά, νομίζαμε ότι ο Αγιος Βασίλης φέρνει χαστούκια αντί για δώρα. Ανήμερα Χριστούγεννα ανοίξαμε τα δώρα μας και είδαμε από ένα λεξικό και ένα μίζερο σχολικό σετ με χάρακες. Δεν είπαμε κουβέντα. Η σιωπή μας τον εξαγρίωσε. «Κωλόπαιδα γαμημένα», φώναξε και άρχισε να μας χαστουκίζει και να μας κοπανάει στο κεφάλι με το λεξικό. Το ίδιο βράδυ, δήθεν μετανιωμένος, μας είπε ότι ο Αγιος Βασίλης του είχε δώσει εντολή να μας δείρει και ότι η αχαριστία πληρώνεται. Αυτό λέω κι εγώ σήμερα. Πληρώνεται και μάλιστα ακριβά.
ΑΓΓΕΛΙΚΗ
«Δεν θα ξημερώσεις εδώ, έτσι και γεννήσεις κορίτσι»
Δεκάξι χρόνων χελιδονάκι, μ’ αρραβωνιάσανε. Από άντρες δεν ήξερα, έτσι ήταν εκείνα τα χρόνια. Από τα χέρια του πατέρα μου, πήγα κατευθείαν στα άγρια χέρια του πεθερού. Είχε ζώα κι ένα τυροκομείο. Την εποχή εκείνη έτσι ήταν ο καλός γάμος.
Ξύλο δεν είχα φάει ποτέ, μέχρι που με περιέλαβε ο πεθερός. Ενας αγροίκος -για να τα λέμε καθαρά- που δεν φερόταν στις γυναίκες καλύτερα από ό,τι στις κατσίκες. Ηξεραν όλοι ότι όταν η γυναίκα του έμεινε έγκυος δεύτερη φορά, την κλοτσούσε στην κοιλιά. Γιατί δεν ήταν μυτερή η κοιλιά και εκείνος είχε υποψίες πως δεν θα κάνει αγόρι.
Η δεύτερη αδερφή του άντρα μου γεννήθηκε πρόωρη, με κινητικά προβλήματα. Κανείς ποτέ δεν τον κατηγόρησε.
Εγώ ήμουν ομορφούλα και καλομαθημένη από τη μάνα μου, γιατί ήμουν και το στερνοπούλι. Στο σπίτι μας δεν σήκωνε χέρι κανείς. Ηταν ο παππούς μου γραμματιζούμενος από την Πόλη και τον πατέρα τον μεγάλωσαν οι δύο μεγάλες αδερφές του.
Ημουν φρεσκοπαντρεμένη και πήγαινα στον άντρα μου στο χωράφι, για να κολατσίσει, όταν μ’ έπιασε ο πεθερός. Με πέταξε κάτω και άρχισε να μου ρίχνει γερές. Είχε κόψει ένα μάτσο από μια πουρναριά και με χτυπούσε με λύσσα. Οσο φώναζα «γιατί;» τόσο με χτυπούσε. Μου ξέσκισε τα δέρματα. Οταν ξεθύμανε, μ’ άφησε κι έφυγε.
Το βράδυ που γύρισε ο άντρας μου με βρήκε να κλαίω, ματωμένη από τις πληγές και με τα πόδια γεμάτα αγκάθια. «Τι έχεις, Αγγελική;». Το και το, του λέω. Δεν είπε τίποτα. Μοναχά το άλλο βράδυ, ήρθε και μου είπε πως ο πατέρας ήξερε τι έκανε. Γιατί ακούστηκαν λόγια για μένα στο χωριό και πρέπει να συνετιστώ. Εκείνη την εποχή δεν μπορούσες να βρεις το δίκιο σου. Το δίκιο ήταν το δίκιο του άντρα.
Τηλέφωνο δεν υπήρχε. Περίμενα να έρθουν τα Χριστούγεννα, να δω τη μάνα μου, να την πιάσω να της τα πω. Αλλες δυο φορές με έπιασε και μου τις έβρεξε για τα καλά. Τσιμουδιά ο άντρας μου. Με είδε η γειτόνισσα που είχαν μπλαβιάσει τα χείλη μου, «μη μιλάς, Αγγελική», μου είπε. Ηταν συνήθειο τότε η γυναίκα να τις τρώει και να κρατάει τον πόνο της βουβό.
Στον πατέρα μου δεν πρόλαβα να τα πω, γιατί τον πήρε ο Θεός πριν ξανανταμωθούμε. Οταν τα είπα στη μάνα, έγινε έξω φρενών. Τους απείλησε πως θα με πάρει πίσω.
Οταν έμεινα έγκυος έτρεμα μην τυχόν βγει κορίτσι. Μου το ‘χε πει κι ο άντρας μου: «Δεν θα ξημερώσεις εδώ αν βγει κορίτσι».
Εβγαλα με τη μία δυο αγόρια δίδυμα κι από τότε ηρεμήσανε κάπως τα πράγματα. Γέρασε και κείνος, ανδρώθηκαν και τα παιδιά μου, να ‘μαι κι εγώ τώρα γριούλα. Σ’τα λέω και περιμένω αύριο και τα εγγονάκια μου.
Ενας παλικαράκος του δημοτικού και μια κοπελάρα μέχρι εκεί πάνω, πάει στην Α’ Λυκείου. Της λέω: «Για κοίτα μη σου πετύχει κανάς νταής και σου το παίξει μπόλικος, γιατί θα σηκωθώ από τον τάφο και θα του φάω τα αρχ…».
**ΕΛΠΙΔΑ
«Εξω από το σπίτι μου, θα σε τελειώσω απόψε»
Δύο μέρες πριν από την τελετή του γάμου, μου είχε πει ότι θα κόψει τις φλέβες του, για έναν κουτό λόγο. Εγώ υπέκυψα τότε στο οριστικό λάθος. Δεν ήθελα να χαλάσω το γάμο και ήλπιζα ότι κάτι θα αλλάξει. Με το που παντρευτήκαμε έδειξε το πραγματικό του πρόσωπο. Και είπα στον εαυτό μου «τώρα έχεις μπλέξει». Εμεινα παντρεμένη 13 χρόνια.
Αν δεν γινόταν το δικό του, με απειλούσε ότι θα κάνει κακό στον εαυτό του. Είχε χρησιμοποιήσει και το υπηρεσιακό του περίστροφο για να το πετύχει αυτό. Ηταν αστυνομικός. Κάθε φορά που είχαμε πρόβλημα, έβγαζε το όπλο και το καθάριζε. Τρόμος. Είμαι αργυροχρυσοχόος και είχα δικό μου κατάστημα στη Θεσσαλονίκη. Με παρακολουθούσε συνεχώς, όποτε είχα ανοιχτό το μαγαζί. Επειτα από 1,5 χρόνο έμεινα έγκυος. Μου ξεκαθάρισε ότι το μαγαζί τέλος. Επεσα σε κατάθλιψη. Εχασα την επιχείρηση που είχα φτιάξει μόνη μου.
Αρχίζει ο εγκλεισμός. Χάνω φίλους, γνωστούς, αρχίζει να μη θέλει τους γονείς μου, κλείνομαι σπίτι με το μωρό. Δεν ήξερε κανείς τι περνούσα.
Οταν ο κόμπος έφτασε στο χτένι, είχα ήδη δεύτερο παιδί. Του λέω «δεν γίνεται να συνεχίσουμε μαζί». Το δούλευα στο κεφάλι μου καιρό. Αλλά επειδή είχε ξεσπάσματα βίας, είχε σπάσει μια πόρτα, φοβόμουν μη χρησιμοποιήσει τη σωματική του δύναμη για να μου επιβληθεί. Οταν είδε ότι ήμουν ανένδοτη, σκλήρυνε η κατάσταση. Κι ενώ στην αρχή συμφώνησε για συναινετικό διαζύγιο, τρεις μέρες μετά το πήρε πίσω. Αρχισε να μου στερεί χρήματα, να μου στερεί τρόφιμα, θέρμανση. Κι εδώ είμαστε βόρεια Ελλάδα, με έναν σκληρό και αμείλικτο χειμώνα. Μαζί μου υπέφεραν και δύο παιδιά. Επαιρνε απ’ έξω φαγητό για να φάνε τα παιδιά και εγώ έμενα νηστική. Ετοίμαζα τότε διαδικασίες με το δικηγόρο. Μέχρι να ετοιμάσω τα ασφαλιστικά μέτρα, έγινε η ζωή μου κόλαση.
Κανείς δεν βγήκε να με βοηθήσει
Επλενα τα πιάτα στην κουζίνα, εκείνος είχε πάει να ξυριστεί. Υποτίθεται ότι εγώ τράβηξα νερό, αυτός κάηκε, «έξω από το σπίτι μου» φωνάζει, με πιάνει και με πετάει από τον καναπέ στον τοίχο, από τον τοίχο στο καλοριφέρ, πέφτω στο δάπεδο, ουρλιάζει «έξω από το σπίτι μου, θα σε τελειώσω απόψε». Ανοίγει την εξώπορτα, κρατιέμαι από την πόρτα. Σπρώχνει την πόρτα και μου μαγκώνει τα χέρια. Κι έπεφτε με το σώμα του για να μου σπάσει τα χέρια. Με διέλυσε. Να ουρλιάζω, ζω σε γειτονιά με μονοκατοικίες. Δεν βγήκε κανείς από τους γείτονες. Κανείς δεν βγήκε να με βοηθήσει. Ολοι τον φοβούνται εκεί. Είναι ο τραμπούκος της γειτονιάς. Αποδέσμευσε τα χέρια μου μόνο όταν τον απείλησα ότι «θα φωνάξω την αστυνομία».
Ορκίστηκα ότι δεν θα υπάρξει δεύτερη φορά. Κι όμως, δύο μέρες πριν εκδικαστεί η προσωρινή διαταγή, υπήρχε δεύτερο κρούσμα. Πάλι για ασήμαντη αφορμή. Μου τραβάει ένα σπρώξιμο, με ξαπόστειλε στην κυριολεξία. Με έσωσε ο κότσος που είχα και λειτούργησε σαν μαξιλάρι. Στο αστυνομικό τμήμα της περιοχής μου, μου έλεγαν «τι πας να κάνεις, έχεις δύο παιδιά, σκέψου τα παιδιά σου, θα χάσει τη δουλειά του». Εκείνος πάντα φρόντιζε να γίνονται όλα όταν δεν ήταν μπροστά τα παιδιά. Ευτυχώς.
Αυτά έγιναν το 2011-2012. Από τότε είμαστε στις απειλές. «Θα σε καταστρέψω». Απειλεί και τα παιδιά τώρα, ότι θα φύγει και δεν θα τον ξαναδούν. Με τα παιδιά δεν ήταν βίαιος σωματικά, ήταν ψυχολογικά. Τα παιδιά και εγώ ζούμε όλοι μαζί στους γονείς μου, περιμένω το διαζύγιο, με στηρίζει ψυχολογικά και μου παρέχει νομικές συμβουλές το «Καταφύγιο Γυναίκας» στη Θεσσαλονίκη. Η ψυχολογική βία είναι πολύ σημαντικό πράγμα. Αυτή σε κρατάει πίσω. Τελικά τα κατάφερα. Ολα γίνονται.
Via : www.enet.gr