Τάνια Γεωργιοπούλου
Δραστική επίδραση στη δομή της αγροτικής οικονομίας της χώρας είχαν οι τρεις δεκαετίες εφαρμογής της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής (ΚΑΠ) της Ευρώπης στην Ελλάδα.
Οι αγρότες στράφηκαν σαφώς προς τα επιδοτούμενα προϊόντα εγκαταλείποντας ακόμα και παραδοσιακές ελληνικές καλλιέργειες όπως τα όσπρια ή τα κτηνοτροφικά φυτά, με αποτέλεσμα οι διατροφικές ανάγκες του πληθυσμού να καλυφθούν με μεγάλη αύξηση των εισαγωγών. Χαρακτηριστικά, στη Θεσσαλία ξεριζώθηκαν πολλές εκτάσεις με αμυγδαλιές προκειμένου να φυτευτεί βαμβάκι, το βασικό προϊόν του οποίου η καλλιέργεια αυξήθηκε δραματικά μετά το 1981 λόγω φυσικά της μεγάλης επιδότησης που έφτανε τρεις φορές πάνω από την εμπορική τιμή του προϊόντος.
«Η εφαρμογή της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής στην Ελλάδα είχε επιπτώσεις στη δομή της γεωργικής παραγωγής με αποτέλεσμα να υστερεί η χώρα σε επάρκεια τροφίμων και να αναγκάζεται να κάνει μεγάλες εισαγωγές. Παράλληλα, υποχώρησε το θέμα της ποιότητας των παραγόμενων προϊόντων και δεν υπήρξε χωροταξικός σχεδιασμός των εκτάσεων που χρησιμοποιούνται για καλλιέργεια», λέει ο κ. Σταμάτης Σεκλιζιώτης, διδάκτωρ γεωπόνος, βοηθός ακόλουθου γεωργικών θεμάτων στην αμερικανική πρεσβεία.
«Αφησαν» τα όσπρια
Χαρακτηριστικά, τα όσπρια που καλλιεργούνταν παραδοσιακά στην Ελλάδα σιγά σιγά εγκαταλείφθηκαν καθώς η καλλιέργειά τους δεν επιδοτούνταν από την Ε.Ε. Ετσι ενώ το 1961 παράγονταν 12.586 τόνοι φακές και το 1981 8.451 τόνοι, το 2011 η παραγωγή έπεσε στους 2.856 τόνους. Και το 1961 αντίστοιχα παράγονταν 13.365 τόνοι ρεβίθια, το 1981 12.694 τόνοι και το 2011, 2.200 τόνοι. Από τα πέρατα της Γης εισάγουμε όσπρια για να φτιάξουμε παραδοσιακές ελληνικές συνταγές. Φασόλια από την Κίνα, μαυρομάτικα από το Περού και τη Μαδαγασκάρη, φακές από τον Καναδά, ρεβίθια από το Μεξικό και την Τουρκία, κουκιά από τη Συρία.
Ακόμα ένα παραδοσιακό ελληνικό προϊόν, ο χαλβάς -όπως και το ταχίνι- παράγεται κυρίως με εισαγόμενο σουσάμι. Μόλις 33 τόνοι ήταν η παραγωγή ελληνικού σουσαμιού το 2011 σε σύγκριση με το 1981 (1.572 τόνοι) και το 1961 (6.374 τόνοι).
Και η παραγωγή ξηρών καρπών όμως σιγά σιγά έφθινε, καθώς αμύγδαλα, φουντούκια, φιστίκια Αιγίνης κ.ά. έμειναν εκτός επιδότησης. Ενδεικτικά, σήμερα εισάγουμε καρύδια από την Καλιφόρνια, τη Γεωργία αλλά και τη Μολδαβία, αν και τα καρύδια είναι η μόνη καλλιέργεια ξηρών καρπών που έχει σημειώσει αύξηση τα τελευταία χρόνια.
«Είναι επίσης προβληματικό ότι εισάγουμε το μεγαλύτερο ποσοστό των ζωοτροφών που χρησιμοποιούμε, κυρίως σόγια. Αν σκεφτούμε ότι η ζωοτροφή αποτελεί το 80% του κόστους της παραγωγής κρέατος καταλαβαίνουμε τι σημαίνουν όλες αυτές οι εισαγωγές για την κτηνοτροφία μας», τονίζει ο κ. Σεκλιζιώτης. Ενα από τα βασικά κτηνοτροφικά φυτά (που καλλιεργείται δηλαδή για ζωοτροφή) είναι ο σόργος και μόνο 84 τόνοι σόργου καλλιεργήθηκαν το 2011 σε σχέση με 1.198 τόνους το 1981 και 8.775 τόνους το 1961. «Την ίδια στιγμή που τα αποξηραμένα φρούτα παγκοσμίως είναι περιζήτητα, εμείς έχουμε πολύ μικρή παραγωγή αφήνοντας την Τουρκία να κυριαρχεί», προσθέτει ο γεωπόνος.
Μειώθηκαν τα λεμόνια
Σημαντικότατη πτώση έχει και η εγχώρια παραγωγή λεμονιών, που από 216.874 τόνους το 1981 έπεσε στους 70.314 το 2011. Φυσικά, οι ανάγκες καλύπτονται με εισαγωγές. Η συνολική παραγωγή εσπεριδοειδών της χώρας δεν έχει μειωθεί ιδιαίτερα (997.205 τόνοι το 1981 και 938.866 τόνοι το 2011), αλλά όπως εξηγεί ο κ. Σεκλιζιώτης, οι ποικιλίες πορτοκαλιού που καλλιεργούμε αφορούν κυρίως την εσωτερική αγορά και δεν είναι κατάλληλες για εξαγωγές.
Η παραγωγή ντομάτας, από την άλλη, δείχνει να έχει μια σημαντική αύξηση, αλλά πρόκειται κυρίως για ποσότητες βιομηχανικής ντομάτας που επίσης ήταν επιδοτούμενο προϊόν.
Ο κ. Σεκλιζιώτης τονίζει ότι η Ελλάδα διαθέτει πολλά διαφορετικά μικροκλίματα και θα μπορούσε να έχει ένα μωσαϊκό πολλών μικρών καλλιεργειών εφόσον όμως κάποιος έκανε τον κόπο να ασχοληθεί και να δώσει κατευθύνσεις.
Στροφή των νέων στη γεωργία
Τα τελευταία χρόνια καταγράφεται ένα αυξημένο ενδιαφέρον για την αγροτική παραγωγή, κυρίως από νέους ανθρώπους που αναζητούν μια διέξοδο στην ανεργία και την οικονομική κρίση.
Σε δημοσκόπηση του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης, το 19,3% των ερωτώμενων είχε απαντήσει ότι έχει προχωρήσει σε συγκεκριμένες ενέργειες προκειμένου να μετοικήσει από τα αστικά κέντρα (Αθήνα – Θεσσαλονίκη) στην επαρχία.
Το 43,5% όσων σχεδιάζουν να εγκαταλείψουν Αθήνα και Θεσσαλονίκη έχει πτυχίο Πανεπιστημίου, το 25,9% έχει κάνει μεταπτυχιακό και το 4,1% έχει και διδακτορικό τίτλο.
Περίπου οι μισοί (ποσοστό 47,6%) από εκείνους που σχεδιάζουν την αποχώρησή τους από την πόλη θα ήθελαν να δουλέψουν στον αγροτικό τομέα, όμως όχι μόνο στο επίπεδο της παραγωγής αλλά και σε όλη την αλυσίδα, στη συσκευασία και τη διάθεση των προϊόντων.
Η ελιά και το ελαιόλαδο είναι η πρώτη επιλογή όσον αφορά τη γεωργία, πιθανότατα γιατί μεγάλο ποσοστό των κατοίκων των πόλεων διαθέτει ακόμα ελαιόδεντρα. Αντίστοιχα μεγάλο ποσοστό ενδιαφερομένων προτιμά τις βιολογικές καλλιέργειες, καθώς θεωρεί ότι θα έχουν ένα αυξανόμενο ποσοστό πωλήσεων.
Via : www.kathimerini.gr