του Νίκου Ξυδάκη
Η μεθαυριανή ψήφιση του πολυνομοσχεδίου με τα προαπαιτούμενα μέτρα φέρνει στο νου τη μέρα της μαρμότας: όλα έχουν ξαναγίνει με τον ίδιο ή παρόμοιο τρόπο. Η κατεπείγουσα εισαγωγή ενός πολυνομοσχεδίου 191 σελίδων με εκατοντάδες νομοθετικές ρυθμίσεις που αλλάζουν ριζικά τη διοίκηση, την εργασία, την αγορά· η ζητούμενη ψήφισή του εντός 48 ωρών χωρίς διαβούλευση· η σχεδόν καθολική άγνοια των βουλευτών για το περιεχόμενο τόσο σημαντικών νόμων· το θρίλερ για την εξασφάλιση των 151 ψήφων. Ολα έχουν ξανασυμβεί: ακόμη και η υπόσχεση ότι αυτό είναι το τελευταίο μαζικό νομοθέτημα που δοκιμάζει το κύρος του κοινοβουλίου και την υπόσταση των βουλευτών.
Μερικές παρατηρήσεις. Του πολυνομοσχεδίου προηγήθηκε μια διαβούλευση για ένα μόνο θέμα, από τα εκατοντάδες που μεταρρυθμίζονται: για το γάλα. Το γάλα είναι η καθημερινότητα, η ζωή· η δημόσια συζήτηση άρα ευκόλως στράφηκε στο γάλα. Η μεταρρύθμιση των ονομασιών και των λήξεων υποτίθεται γίνεται για να διευκολύνει τον αναταγωνισμό και να πέσουν οι τιμές προς όφελος του καταναλωτή. Από Δευτέρα θα ξέρουμε· εντούτοις, ήδη γνωρίζουμε ότι το υψηλής παστερίωσης, με πολλές ημέρες ζωής, συχνά εισαγόμενο, δεν πωλείται φθηνότερα από το χαμηλής παστερίωσης, εγχώριο, βραχείας διαρκείας.
Εν πάση περιπτώσει, μεταρρυθμίσεις και απορρυθμίσεις σαν του γάλακτος, σαν τις 250 που περιέχονται στην περίφημη εργαλειοθήκη του ΟΟΣΑ, μπορεί να είναι απαραίτητες, χρήσιμες, αδιάφορες ή περιττές, πάντως δεν απαντούν στο αγωνιώδες αίτημα για επανεκκίνηση της οικονομίας και ανακούφιση της κοινωνίας. Η βαριά ύφεση και η εφιαλτική ανεργία δεν θεραπεύονται με το άνοιγμα του επαγγέλματος του αναλογιστή ή του εκτιμητή. Τέτοιες μεταρρυθμίσεις δεν έχουν καν άμεσο δημοσιονομικό όφελος, πολύ περισσότερο δεν παράγουν νέο πλούτο και δεν δημιουργούν θέσεις εργασίας· στην καλύτερη περίπτωση αναδιατάσσουν και εξορθολογίζουν το υπάρχον παραγωγικό πλαίσιο, το ασθενές ή αδρανές.
Αλλά η χώρα χρειάζεται επειγόντως τρόπους να παράγει αγαθά και υπηρεσίες με υψηλή προστιθέμενη αξία, με υψηλή εμπορευσιμότητα, με δυναμικό εξαγωγών, με αξίωση να καλύψουν την εσωτερική ζήτηση. Αυτή είναι η μεγάλη πρόκληση και η κατεπείγουσα ανάγκη: η παραγωγή και η απασχόληση. Και μόνο αυτά μπορούν να αποφέρουν έσοδα στο κράτος, μαζί βεβαίως με την είσπραξη των παγίως διαφευγόντων πόρων από τους θλιβερά γνωστούς τομείς: το εμπόριο καυσίμων, τις τριγωνικές συναλλαγές, τις ασύμφορες ή ύποπτες αναθέσεις και προμήθειες του δημοσίου.
Μια ακόμη παρατήρηση: ο μετασχηματισμός του τραπεζικού συστήματος, μέσω συγχωνεύσεων, θραύσεων και εξαγορών, οδήγησε σε εντυπωσιακή ελάττωση του αριθμού των πιστωτικών ιδρυμάτων: ουσιαστικά απομένουν τέσσερις συστημικές τράπεζες και δύο μικρές. Ας παραμερίσουμε προσώρας τους όρους ανακεφαλαιοποίησης και αν θα βγει ζημιωμένο το δημόσιο που έβαλε τα 50 δισ. Ας δούμε πώς καταλήξαμε να έχουμε γιγάντιες τράπεζες μετά την πτώχευση, δυσανάλογα μεγάλες για τις αντοχές της εθνικής οικονομίας, πολύ λίγες ώστε να ελπίζουμε βάσιμα σε γόνιμο ανταγωνισμό. Ας δούμε ποια άλλη χώρα αναλόγου πληθυσμιακού και οικονομικού μεγέθους μετά την κρίση βρέθηκε με τρεις μεγάλες τράπεζες, μία προβληματική (ανακεφαλαιοποιημένες με δημόσιο χρήμα) και δύο μικρές. Τυπικά έχει δημιουργηθεί περιβάλλον για ολιγοπώλιο.
Ο τέτοιος τραπεζικός μετασχηματισμός υποβοηθείται από το πολυνομοσχέδιο: δεκάδες σελίδες του ρυθμίζουν τις περαιτέρω δράσεις του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας. Είναι πράγματι κορυφαίας σημασίας ζήτημα. Καμία διαβούλευση όμως δεν θα διεξαχθεί εντός του κοινοβουλίου· η συζήτηση εξαντλήθηκε στα μήντια, για την παστερίωση. Αλλο ένα πλήγμα για τον ήδη τραυματισμένο κοινοβουλευτισμό.