του Νίκου Ξυδάκη
Μια δεκαετία πέρασε από τη συγγραφή του Συντάγματος της Ευρωπαϊκής Ενωσης και τους κλυδωνισμούς που υπέστη. Πρώτα αφαιρέθηκε από την τελική μορφή του προοιμίου, ο σαφής ορισμός των πολιτισμικών θεμελίων της Ευρώπης: η ελληνορωμαϊκή παράδοση, ο χριστιανισμός, ο ιουδαϊσμός. Οι τρεις λόφοι δηλαδή, που ανέφερε ο πρόσφατα ο Γερμανός Πρόεδρος Γιόακιμ Γκάουκ, αντικρίζοντας την Ακρόπολη: οι λόφοι της Αθήνας, της Ρώμης, της Ιερουσαλήμ.
Στη δεκαετία που πέρασε πολλά συνέβησαν. Το Ευρωπαϊκό Σύνταγμα συρρικνώθηκε ιστορικο-ιδεολογικά, με απαλοιφή των τριών προειρηθέντων πυλώνων, ώστε να μην αποκλείονται ή προσβάλλονται άλλες δοξασίες και καταγωγές. Το μοντάζ όμως δεν ήταν ικανό για να υπερψηφιστεί το Σύνταγμα από τους Ευρωπαίους πολίτες· ο φιλόδοξος καταστατικός χάρτης ατύχησε όταν εξετέθη στην καθολική λαϊκή ψήφο, και πέρασε μόνο με τις ψήφους των πειθαρχημένων εθνικών κοινοβουλίων.
Εν τω μεταξύ συνέβη η μεγάλη κρίση του 2008, όταν η φούσκα της χρηματοπιστωτικής απληστίας εξερράγη στα χέρια των κυβερνήσεων που υμνούσαν την ελεύθερη-αυτορυθμιζόμενη αγορά, με βαρύ ή και αβάστακτο κόστος για τους ευρωπαϊκούς λαούς. Η κρίση, μεταξύ άλλων, έδειξε τα όρια αντοχής της νομισματικής ένωσης, έδειξε το κενό της ανύπαρκτης πολιτικής ένωσης, και έδειξε επίσης ότι ο φεντεραλισμός ήταν απλώς ένα κενό γράμμα, η ομοσπονδία ελευθέρων κρατών ήταν μια ξεχασμένη διακήρυξη· η κρίση ρευστότητας, η κρίση χρέους, η κρίση του χρηματοπιστωτικού τομέα, κάθε πτυχή της κρίσης αντιμετωπίστηκε διακυβερνητικά, όχι φεντεραλιστικά, με γνώμονα τον συσχετισμό ισχύος των κρατών-μελών και όχι τις παλαιές διακηρύξεις πίστης σε κοινά ιδεώδη σύγκλισης και συνοχής. Υπό μία έννοια, η πολιτική έπαιρνε την εκδίκησή της, απέναντι σε μια κενή περιεχομένου ρητορική και σε μια τεχνοκρατική διαχείριση της εξουσίας.
Πριν από μερικές ημέρες, η Πολιτισμική Επιτροπή της Ε.Ε., αποτελούμενη από είκοσι επιφανείς Ευρωπαίους του πνεύματος και των τεχνών, παρουσίασε ένα σύντομο πλην φιλόδοξο κείμενο, τη «Νέα αφήγηση για την Ευρώπη». Η παρουσίαση έγινε στο Βερολίνο, ενώπιον του προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Χ. Μπαρόζο και της Γερμανίδας καγκελαρίου Ανγκελα Μέρκελ.
Το καλογραμμένο, καίτοι επιφανειακό, κείμενο φιλοδοξεί προφανώς να καλύψει το πνευματικό και ιδεολογικό κενό που καθίσταται όλο και εμφανέστερο στη συζήτηση περί Ευρώπης. Προσπαθεί να απαντήσει στις ανησυχίες των όλο και περισσότερων ευρωσκεπτικιστών πολιτών, να διασκεδάσει τους φόβους, να τονώσει τον καχεκτικό φεντεραλισμό έναντι του αναζωπυρωμένου εθνικισμού, και δη του ακροδεξιού. Εξ ου και οι συντάκτες του εντοπίζουν τα ιστορικά ορόσημα της μεταπολεμικής Ευρώπης, στα οποία πλάι στον μη πόλεμο και την Πτώση του Σιδηρού Παραπετάσματος (sic), εντάσσουν την έκρηξη της χρηματοπιστωτικής φούσκας· εκεί επισημαίνεται και μια υπόρρητη αντίφαση της σύγχρονης Ευρώπης: αφενός η μεσσιανική υποδοχή της ελεύθερης αγοράς, αφετέρου, η δραματική σύγκρουση της ελεύθερης αγοράς με την κοινωνική πραγματικότητα.
Οι συντάκτες της Νέας Αφήγησης δεν διστάζουν να αναφέρουν τους τρεις λόφους του Προέδρου Γκάουκ, αλλά η ρητορική τους κορυφώνεται με το διφυές όραμα «Αναγέννηση – Κοσμοπολιτισμός». Εδώ όμως διαφαίνονται οι περιορισμοί της ρητορικής τους. Οπως ευλόγως αναρώτηθηκε ο Γιώργος Πρεβελάκης, καθηγητής γεωπολιτικής στη Σορβόννη, κάθε άλλο παρά ευρωσκεπτικιστής: «Οι Αναγεννήσεις συμβαίνουν, δεν διατάσσονται άνωθεν. Ο Κοσμοπολιτισμός δεν μονοπωλείται. Τι διακρίνει τον Ευρωπαίο κοσμοπολίτη από τον Αμερικανό;» Και τον Αυστραλό και τον Βραζιλιάνο και τον Ιάπωνα κ.ά. θα προσθέταμε.
Η Νέα Αφήγηση περιέχει αδυναμίες και αντιφάσεις. Πολλές. Εντούτοις και μόνη η γέννησή της δείχνει ότι η συζήτηση για την Ευρώπη δεν μπορεί πια να εξαντλείται σε ανακύκλωση τεχνοκρατικών δοξασιών, ενώ σωρεύονται πολιτικά και κοινωνικά ερείπια. Οι πνευματικές και πολιτισμικές προϋποθέσεις συγκρότησης μιας ευρωπαϊκής ταυτότητας παίρνουν επιτέλους τη θέση τους πλάι στους εμφανέστερα ταλαιπωρημένους κοινωνικούς και πολιτικούς όρους.