του Σάββα Ρομπόλη
Οι δυσμενείς και σοβαρές οικονομικές και κοινωνικές επιπτώσεις της πολιτικής της εσωτερικής υποτίμησης στην Ελλάδα και σε άλλα κράτη – μέλη της Ευρωζώνης αποδεικνύουν ότι η ύφεση (-25%) και η ανεργία (28%) στην Ελλάδα δεν αποτελούν παράπλευρες απώλειες της οικονομικής κρίσης. Αντίθετα, συνιστούν αναμενόμενα αρνητικά χαρακτηριστικά των ασκούμενων πολιτικών, οι οποίες ουσιαστικά μεταφέρουν τους πόρους της οικονομίας στο έλλειμμα και το χρέος. Το αποτέλεσμα συνίσταται στη στέρηση της ελληνικής οικονομίας από πόρους για επενδύσεις, ανάπτυξη και απασχόληση και στην τροφοδότηση της αργής και βασανιστικής για τους πολίτες αποκλιμάκωσης του ελλείμματος (λήψη μέτρων λιτότητας 63 δισ. ευρώ για μείωση του δημόσιου ελλείμματος κατά 28 δισ. ευρώ), καθώς και στην αύξηση του χρέους (2009 129% του ΑΕΠ και 2014 175% του ΑΕΠ).
Παράλληλα, η πτώση (2009-2013) των ακαθάριστων επενδύσεων παγίου κεφαλαίου στον δημόσιο και ιδιωτικό τομέα στα επίπεδα του 1994 δημιούργησε ανησυχητικές συνθήκες αποεπένδυσης, με την έννοια της απώλειας σημαντικού τμήματος του παραγωγικού δυναμικού της ελληνικής οικονομίας. Με άλλα λόγια, όσο αποδομείται και απαξιώνεται το παραγωγικό και τεχνολογικό υπόβαθρο της ελληνικής οικονομίας τόσο θα σπανίζει η δημιουργία νέων θέσεων εργασίας και η παραγωγική ανασυγκρότηση της οικονομίας. Ταυτόχρονα, στις συνθήκες αυτές, η κατάσταση στην αγορά εργασίας προβλέπεται δυσμενέστερη, δεδομένου ότι οι πιέσεις στην ανεργία, εκτός από την ύφεση, θα ασκούνται και από τις εξελίξεις της νέας τεχνολογίας (τεχνητή νοημοσύνη, ψηφιακές τηλεπικοινωνίες, ρομποτική).
Οι εξελίξεις αυτές προδιαγράφουν την επαλήθευση της εμπειρικής έρευνας ότι η αναιμική ανάκαμψη της ελληνικής και ευρωπαϊκής οικονομίας κατά τα επόμενα χρόνια δεν θα είναι ικανή σημαντικής απορρόφησης της ανεργίας [στην Ελλάδα η μείωση του ΑΕΠ κατά 1% αυξάνει την ανεργία κατά 1% (50.000 άτομα) και η αύξηση του ΑΕΠ κατά 1% μειώνει την ανεργία κατά 0,30% (15.000)]. Κατά συνέπεια, εκτιμάται ότι το πρόβλημα της απασχόλησης θα είναι καθοριστικό τις επόμενες δύο δεκαετίες τόσο από την πλευρά της αποτελεσματικής καταπολέμησης της ανεργίας, όσο και από την πλευρά των επενδύσεων και της ανάπτυξης για τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας. Με άλλα λόγια, διαπιστώνεται ότι η ανάπτυξη και η απασχόληση αποτελούν τις νέες προκλήσεις όχι μόνο του παρόντος, αλλά πολύ περισσότερο του μέλλοντος.
Από την άποψη αυτή η ελληνική οικονομία δεν θα επιστρέψει σε διαρκή ανάπτυξη εάν δεν ρυθμίσει την αγορά εργασίας και δεν διαμορφώσει το επίπεδο των μισθών μέσω ελεύθερων συλλογικών διαπραγματεύσεων και συλλογικών συμβάσεων εργασίας (πολιτικές ζήτησης). Αυτό σημαίνει θεσμική περιθωριοποίηση της ευελιξίας της εργασίας και των μισθών (πολιτικές προσφοράς), η οποία εκ του αποτελέσματος επιδείνωσε τους όρους κατανομής των πόρων και διεύρυνε τις ανισορροπίες και τις αντιφάσεις στην αγορά εργασίας, χωρίς, όπως υποστηρίζονταν από τους φορείς άσκησης της οικονομικής πολιτικής, να συμβάλλει στην αύξηση της απασχόλησης, παρά την εξαφάνιση των λεγόμενων «δυσκαμψιών» (ρυθμίσεις) της αγοράς εργασίας. Επίσης όπως απέδειξε η εμπειρική έρευνα (Revue Alternatives Economiques, Décembre 2013), τα κράτη – μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης που καθυστερούν να εξέλθουν από την κρίση είναι αυτά στα οποία η αγορά εργασίας και οι μισθοί είναι περισσότερο απορρυθμισμένα και ευέλικτα.
Με αυτά τα δεδομένα, είναι πλέον επιβεβλημένο σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης και κρατών – μελών να ενταχθεί η πολιτική καταπολέμησης της ανεργίας στη μακρο-οικονομική πολιτική (προσθήκη τέταρτου κριτηρίου στην Ευρωπαϊκή Συνθήκη με το επίπεδο της απασχόλησης ή της ανεργίας). Αυτό σημαίνει την εγκαθίδρυση της στρατηγικής της ισομερούς ανάπτυξης μεταξύ των κρατών – μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και την οργανική ενότητα των πολιτικών απασχόλησης με τις ανάγκες της οικονομικής και κοινωνικής πραγματικότητας της αναπτυξιακής πολιτικής στην Ε.Ε. και την Ελλάδα.
Ειδικότερα στην Ελλάδα, απαιτείται για την ενδυνάμωση των ρυθμών ανάπτυξης αναδιάρθρωση του χρέους, ενίσχυση της ρευστότητας της οικονομίας από την ΕΚΤ, άμεση σύζευξη της επενδυτικής προτεραιότητας στις αναπτυξιακές, κοινωνικές υποδομές και υπηρεσίες με τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας και την αύξηση του εισοδήματος, σύνδεση των δημόσιων χρηματοπιστωτικών πολιτικών και των ιδιωτικών επενδύσεων με τη διάρθρωση του παραγωγικού συστήματος της χώρας και του πλέγματος των αλληλεξαρτήσεων των ηγετικών, των συμπληρωματικών κλάδων παραγωγής και των ΜΜΕ επιχειρήσεων για τη βραχυπρόθεσμη αύξηση της απασχόλησης. Έτσι δημιουργούνται οι αναγκαίες συνθήκες μεταμόρφωσης και ανασυγκρότησης της παραγωγικής βάσης (clusters), που μονοκαλλιεργείται από τις υπηρεσίες και τον τουρισμό με τη δημιουργία δικτύων συνεργιών και συμπληρωματικότητας μεταξύ των τομέων και των κλάδων παραγωγής σε περιφερειακό και τοπικό επίπεδο, προκειμένου να συντελεσθεί σε παραγωγικούς όρους, μεσοπρόθεσμα, η αύξηση της παραγωγής, της απασχόλησης, της παραγωγικότητας, του εισοδήματος και του βιοτικού επιπέδου των πολιτών της χώρας.
*Ο Σάββας Ρομπόλης είναι καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και επιστημονικός διευθυντής ΙΝΕ/ΓΣΕΕ
Via : www.avgi.gr