του Νίκου Ξυδάκη
Υποκειμενικό πάντα, το βλέμμα σαρώνει το αθηναϊκό κέντρο τις τελευταίες νύχτες του Αυγούστου, τις πρώτες του Σεπτεμβρίου. Η πόλη είναι μουδιασμένη ακόμη, άδεια, σαν παρατημένη, ακόμη και τα φώτα φαίνονται λίγα, αδύναμα να φωτίσουν το αστικό κενό, το διαρκώς εκτεινόμενο. Τα καφέ και τα μπαρ ανοιγοκλείνουν διαδοχικά, λειτουργούν σαν μικροεστίες κίνησης, σποραδικά, προσωρινά, οι πιάτσες μετακινούνται, τίποτε όμως δεν μπορεί να ανασχέσει τη βουβή εντροπία που κυριεύει σιγά σιγά το ιστορικό κέντρο.
Στους ήσυχους σκοτεινούς δρόμους αφουγκράζεσαι κάτι να σιγοβράζει. Ισως ο φόβος να αναδεύεται στα σπλάχνα και να ξεδιπλώνεται, να αλλάζει θέση. Ισως να παίρνει τη θέση του η οργή. Ίσως να προσπαθεί να βγει μπροστά η ελπίδα. Πίσω από την ερημία των δρόμων κάτι σαλεύει.
Όταν φωτίζει η μέρα, διακρίνεις κάτι. Ένα χάσμα. Η κρίση αναδεικνύει κρυμμένες χαράδρες, και ανοίγει καινούργιες: ταξικές, πολιτικές, πολιτισμικές, ανθρωπολογικές. Οι αδύναμοι, οι πεπτωκότες, μένουν πίσω, άλλοτε φανερά, και το συχνότερο σιωπηλά: γέροντες αδυνατούν να πληρώσουν τους φόρους τους και να επιζήσουν με τα απομεινάρια σύνταξης, παιδιά που αδυνατούν να συνδράμουν αποτελεσματικά τους γονείς τους, γονείς που δυσκολεύονται να στηρίξουν τα παιδιά τους. Η ταξική χαράδρα είναι η πιο βαθιά και η πιο αποτρόπαιη. Το περιλάλητο λίπος κάηκε, τόσο επιπολής που ήταν, και τώρα σιγοσβήνουν ζωές και αξιοπρέπειες, κοινωνικές αρθρώσεις.
Στη σιγαλιά της νύχτας έως όρθρου βαθέος, στους αθόρυβους πλην πυρακτωμένους δρόμους των δικτύων, ακούγεται υπόκωφη η οργή, η ματαίωση, κοχλάζουν βαριές κουβέντες, ορίζονται διαχωριστικές γραμμές. Ο,τι ελάνθανε μισοσκεπασμένο από τη δάνεια ημιχλιδή τα χρόνια του 1990 και του 2000, ό,τι ψευδοενοποιούσε ο φενακισμός της ισχυράς Ελλάδος, τώρα προβάλλει γυμνό και γωνιώδες, τροχισμένο από τη σπάνη και την ανάγκη, φλογισμένο από την ανισότητα. Η ανοχή περιορίζεται, ακόμη και η αδιαφορία, το «εντάξει, μωρέ, και τι έγινε» τέλειωσε. Η ψευδοευφορία του λαϊφστάιλ, ο εξισωτισμός της κατανάλωσης και του ομοιόμορφου στυλ τελειώνουν με γδούπο και λυγμό. Κάθε κακομοίρης στη μοίρα του.
Και να, μέσα απ’ τα αποκαΐδια του παλιού κόσμου, ένα αναποδογύρισμα. Οι πρώην φλύαροι γελωτοποιοί του λαϊφστάιλ, τα ρουλεμάν ολιγαρχών και φυλάρχων, οι παπαγάλοι τοπαρχών και κομματαρχών ξεμυτίζουν σαν αρχάγγελοι της νέας εποχής και της δίκαιης τιμωρίας, σαν τιμητές: κουνάνε το δάχτυλο στον τζίτζικα λαουτζίκο τον εκμαυλισμένο, τον μέγα συνυπεύθυνο, τον ένοχο αμέριμνο. Φταίει ο άρρωστος για την αρρώστια, ο φτωχός για τη φτώχεια. Έπιασε. Για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα έπιασε· η γιγάντια επιχείρηση ενοχοποίησης και χειραγώγησης θυμικού και λογικού λειτούργησε. Θα ’λεγες ότι εφαρμοζόταν μάνιουαλ κοινωνικής ψυχολογίας, με οδηγίες βήμα βήμα για τον έλεγχο των μαζών, για τη διάχυση και εμπέδωση ενός new speak και την πειθήνια συμμόρφωση των νεοπληβείων κατά την προσγείωσή τους στις πίστες του κάτω κόσμου.
Το σοκ της κρίσης αμβλύνει τη μνήμη. Πολλοί απ’ όσους σήμερα καταριούνται τα λαμόγια, την ασωτία και την ανομία, τω καιρώ εκείνω, της ασωτίας και της γκλαμουριάς, ήσαν συναυτουργοί τους, ιεροφάντες, συνδαιτυμόνες και αυλικοί. Γλεντούσαν στα ίδια μαγαζιά, έπαιρναν δημόσιες θέσεις και κρυφά πέι-ρολ, συμμετείχαν και συναινούσαν. Χαχάνιζαν στα ράδια με μπιτάκια και ποζάριζαν στα γκλόσι εξώφυλλα. Ή σιωπούσαν.
Η φρενίτις του χρηματιστηρίου, ο παροξυσμός των εθνικών εργολάβων και των εθνικών προμηθευτών, η θρησκεία του real estate, η επέλαση των ξέκωλων, τα όπα στα σκυλοβαρελάδικα, τυλίγονταν όλα με αποδοχή, θαυμασμό, συγκατάθεση, ανοχή. Ή ηχηρή σιωπή.
Speak, memory. Εζήσαμε τα χρόνια του ’70 και του ’80 των αρχομένων μετασχηματισμών, θυμόμαστε λόγια μεγάλα μ-λ και ιδεολαγνίες, αυθάδειες και αλαζονείες, κωλοπαιδισμούς. Διαπλεύσαμε ευδαίμονες και μελαγχολικοί μαζί τα χρόνια του ’90, την υπερδιαστολή του φαντασιακού και των προσδοκιών, τη γενικευμένη χυδαιότητα, την αλήθεια ως μία μόνο στιγμή του ψεύδους. Διαβάσαμε εντιτόριαλ και ακκισμούς, δημόσιες καταθέσεις, εζήσαμε στο πλάι και σε κρυμμένα κέντρα, ήμαστε εκεί, όλο τον καιρό, παντού. Μερικοί, καμπόσοι, δεν σιώπησαν, ούτε το ’80, ούτε το ’90, ούτε το 2000. Και θυμούνται πρόσωπα, πράγματα, καταστάσεις. Ετσι, ώστε η μνήμη να λειτουργεί ανακουφιστικά και δημιουργικά, ηρεμιστικά και διασωστικά. Και αυστηρά και δίκαια «και φοβηθήσονται αι νήσοι από ημέρας πτώσεώς σου». Speak, memory.
Via : www.kathimerini.gr