Ο Κώστας Ρομποτής ήταν ο οικονομικός διευθυντής του θρυλικού περιοδικού που πούλαγε 380 χιλιάδες τεύχη την εβδομάδα.
από την ΦΙΛΙΠΠΑ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗ
Ο Κώστας Ρομποτής υπήρξε οικονομικός διευθυντής του περιοδικού Ρομάντσο για τριάντα συνεχή χρόνια. Ξεκίνησε ως λογιστής στην αρχή του περιοδικού, όταν τα περιουσιακά στοιχεία της επιχείρησης ήταν μονάχα μια γραφομηχανή, ανήλθε σε οικονομικό διευθυντή και διευθύνων σύμβουλο και απήλθε πέντε χρόνια πριν το κλείσιμο της έκδοσης. Τον γνώρισα μια μέρα που είχε επισκεφθεί με τη γυναίκα του, την κυρία Μαργαρίτα, την θερμοκοιτίδα του Ρομάντσο. Καθίσαμε στο ισόγειο και κανονίσαμε να επαναλάβουμε μια μέρα αυτόν τον καφέ, καθώς ο κύριος Ρομποτής, έχει τόσα πολλά να πει, σαν να έχει ζήσει δέκα ζωές.
Ένα μήνα μετά του τηλεφώνησα, κι εκείνος, πρόθυμος, μας άνοιξε το σπίτι του. Πάνω από ένα ζεστό φλιτζάνι καφέ συζητήσαμε για τα χρόνια στο Ρομάντσο, τα μεγάλα ονόματα που πέρασαν από την οδό Αναξαγόρα, αλλά και για το χρονικό του έρωτά του με την κυρία Μαργαρίτα.
«Όταν απολύθηκα απ’ το στρατό το ’54, πήγα να πιάσω δουλεία σαν λογιστής στα Εριοκλωστήρια Χολαργού, του Πανάγου. Έβγαζε μαλλιά, τα μετάξια Ελέφαντος –θα τα ξέρει η γιαγιά ή μαμά σας– και τα υφάσματα ΕΤΑΜΙΝ. Εκεί δούλευε η γυναίκα μου και πήγα σε αυτή τη δουλειά για οκτώ μήνες. Έπαιρνα 810 δρχ. το μήνα. Με πολλούς που μιλάω σήμερα μού λένε πως ήταν γερά λεφτά. Δεν ήταν τα λεφτά πολλά, οι ανάγκες ήταν λίγες. Τότε δεν είχαμε ρεύμα ή τηλέφωνο εδώ, στην Παλλήνη. Δεν είχαμε τηλεόραση ή αυτοκίνητο.
Ο γαμπρός μου ήταν υπάλληλος της τράπεζας Χίου –δεν υπάρχει σήμερα, τότε ήταν στην Αριστείδου– και γνώριζε τον Θεοφανίδη που ήταν πελάτης της τράπεζας. Έφυγε λοιπόν για κάποιους λόγους ένας λογιστής που είχε τότε ο Θεοφανίδης και ο γαμπρός μου τού πρότεινε εμένα, που είχα βγάλει και την Ανωτάτη Εμπορική. Έτσι γνωριστήκαμε και εκεί αντί για 810 δρχ. μού έδωσε 2.600. Τριπλάσια λεφτά και πολύ μεγάλος μισθός για τα τότε δεδομένα. Το ’56 σου λέω τώρα. Οι πιο καλοπληρωμένοι τότε ήταν οι υπάλληλοι της ΔΕΗ που έπαιρναν 1.500 δρχ. Ανέβηκα απότομα.
Όταν πήγα ως λογιστής στον Θεοφανίδη είχε μόνο έξι υπαλλήλους η επιχείρηση. Μετά από λίγα χρόνια είχε 250. Καταλαβαίνετε άνοδο που είχε ξαφνικά. Διάβασα πρόσφατα σε μια εφημερίδα, τώρα που ασχολήθηκαν όλοι με την καινούρια ταυτότητα του κτιρίου του Ρομάντσο, ότι η έκδοση έβγαζε κάποτε 800.000 φύλλα. Δεν υπάρχει αυτό το νούμερο. Είναι φανταστικό. Το Ρομάντσο έφτασε να τυπώνει 380.000 φύλλα, που ήταν ένα νούμερο τρομερό για την εποχή. Όλα τα υπόλοιπα περιοδικά μαζί δεν το έφταναν αυτό το νούμερο.
Υπήρξαν τρεις αιτίες για την πτώση του Ρομάντσο. Η μία ήταν ο γηρασμός του Θεοφανίδη. Η δεύτερη ήταν ο γηρασμός του εντύπου. Στα μέσα του ’80 το Ρομάντσο αποτελούσε πια ένα αρχαίο περιοδικό, με ένα κοινό που σιγά-σιγά πέθαινε, καθώς η θεματολογία του απευθύνονταν σε μεγαλύτερες ηλικίες. Η τρίτη αιτία ήταν ο Κοσκωτάς.
Πήγα 1η Μαρτίου του 1956 και τότε τα γραφεία ήταν στο 29 της οδού Λέκκα. Ήταν ένα γραφείο ενοικιασμένο και στην πρώτη απογραφή που έκανα τα περιουσιακά στοιχεία της επιχείρησης ήταν μόνο μια γραφομηχανή (γέλια). Οι καρέκλες που είχαμε ήταν δανεικές από το απέναντι καφενείο. Ούτε δικά της τυπογραφεία είχε, ούτε τίποτα. Τα περιοδικά τότε είχαν 6 δρχ. Το Μπουκέτο, ο Θησαυρός… Τότε λοιπόν ο Θεοφανίδης έκανε μια σοφή σκέψη. «Θα κάνω ένα «μπουμ», μού είπε, «και ή θα πλουτίσουμε ή θα βουλιάξουμε». Τότε έβγαζε μόνο 11.000 φύλλα. Ο Θησαυρός έβγαζε 100.000, αλλά μετά εμείς τριπλασιάσαμε το τιράζ και τον καθηλώσαμε. Κάνει λοιπόν μια προδιαφήμιση ο Θεοφανίδης που έλεγε «Τι παίρνετε με ένα τρίδραχμο;», δίχως να λέει τι. Ο κόσμος άρχισε να αναρωτιέται τι μπορεί να είναι αυτό και μετά από λίγο καιρό αποκαλύφθηκε με διαφήμιση ότι μπορείς να πάρεις ένα περιοδικό ποικίλης ύλης. Στις 4 Σεπτεμβρίου του 1956 βγήκε το πρώτο φύλλο με 3 δραχμές. Έγινε ένα μπουμ στην αγορά τρομερό, δεν έχει ξαναγίνει στα ελληνικά χρονικά. Εκεί που βγάζαμε 11.000 φύλλα, τυπώσαμε 50.000 και αρχίζουν απ’ την επαρχία να μας τηλεγραφούν «Στείλτε κι άλλα!». Κάναμε ανατύπωση του πρώτου φύλλου και ξαναστείλαμε. Στο δεύτερο φύλλο τυπώσαμε 80.000, στο τρίτο 100.000 και με έναν καλπασμό πωλήσεων τρομερό, φτάσαμε στα 380.000 φύλλα με ελάχιστες επιστροφές.
Καταλαβαίνετε ότι υπήρχαν πια σοβαρά κέρδη. Έκανε και την εξής έξυπνη κίνηση ο Θεοφανίδης, πέραν της μείωσης της τιμής. Το έκανε καλύτερο το περιοδικό, αντί να το υποβαθμίσει. Πήρε το καλύτερο team δημοσιογράφων. Μέχρι πριν είχε κάτι δημοσιογράφους της πυρκαγιάς. Πήρε τον Τσιφόρο, το βαρύ πυροβολικό της εποχής. Πήρε τον Αρχέλαο, που ήταν σκιτσογράφος [ ο Αντώναρος, ο πολιτικός, είναι γιός του], τον Χριστοδούλου που ήταν εξαιρετικός γελοιογράφος, την Μπουκουβάλα-Αναγνώστου που ήταν απ’ τις καλύτερες συγγραφείς της εποχής. Είχε τους καλύτερους δημοσιογράφους της αγοράς, κατεβάζοντας την τιμή του περιοδικού στο μισό. Τρομερό τόλμημα. Ευτυχώς πέτυχε, αλλιώς σε δύο βδομάδες θα βουλιάζαμε. Αυτή η άνοδος μας δημιούργησε πρόβλημα χώρου.
Από τη Λέκκα φύγαμε το ’63. Η Αναξαγόρα ήταν πάντα χάλια. Το Γεράνι ήταν μια υποβαθμισμένη περιοχή και είχε ελάχιστα μαγαζιά, πολλά εκ των οποίων κακόφημα. Το μόνο ζωντανό στοιχείο της οδού ήταν το Ρομάντσο, όπου μπαινόβγαινε πολύς κόσμος μέσα στη μέρα. Αυτό και το πρακτορείο Αθηναϊκού Τύπου στη Σωκράτους.
Το κτίριο που βρίσκεται σήμερα η θερμοκοιτίδα του Ρομάντσο ανήκε στους αδερφούς Πετσόπουλους. Ήταν μεγαλοεπιχειρηματίες, έμποροι χάρτου, αλλά είχαν πέσει έξω. Το κτίριο ήταν χωρισμένο κάθετα. Το μισό ήταν του Γιάννη Πετσόπουλου και το άλλο μισό του Γιώργου Πετσόπουλου. Το ’59 με ’60 χτυπήσαμε σε πλειστηριασμό της Εθνικής Τράπεζας το μισό ακίνητο, του Γιάννη Πετσόπουλου και την άλλη χρονιά πήραμε το άλλο μισό και το ενοποιήσαμε. Χτίσαμε δύο ορόφους ακόμα, γιατί ήταν πιο χαμηλό και το ισόγειο, εκεί που είναι τώρα το café, γκρεμίστηκε όλο και έγινε από ειδικούς μηχανικούς ένα πάτωμα από μονωτικό υλικό, όπου μπήκε μια μεγάλη διώροφη μηχανή, ένα ταχυπιεστήριο που τύπωνε 30.000 16σέλιδα την ώρα. Είχε έναν ψυκτικό μηχανισμό που όταν έμπαινες μέσα πάγωνες. Τεράστια εγκατάσταση. Εκεί τυπώναμε το Ρομάντσο, το Πάνθεον, τη Βεντέτα, τη Μάσκα και το Μυστήριο, που ήταν δικά μας περιοδικά. Κατά καιρούς είχαμε τυπώσει Τα Νέα, τη Βραδυνή, την Ελευθεροτυπία για πολύ καιρό και πάντοτε την Ραδιοτηλεόραση. Η Ραδιοτηλεόραση είχε πολύ μεγάλο τιράζ. Κάποτε τυπώναμε μάλιστα συγχρόνως τον Ελεύθερο Κόσμο –την εφημερίδα της Χούντας- και το Ριζοσπάστη. Το πιεστήριο είχε την ικανότητα να τυπώνει απ’ τη μια πλευρά τη μια εφημερίδα κι απ’ την άλλη πλευρά, την άλλη. Έλεγα λοιπόν, ότι «Παιδιά, έτσι και πέσει στη διπλωτική μηχανή η μία μέσα στην άλλη, χαθήκαμε. Θα γίνει έκρηξη!» (γέλια).
Η τεχνολογία άλλαξε, ήρθαν οι Offset μηχανές και τότε ο Θεοφανίδης πήρε ένα εργοστάσιο στο Μοσχάτο. Ήταν τέτοιος ο καλπασμός όμως, που σε λίγο φάνηκε ότι ούτε αυτό έφτανε. Αγοράσαμε και δεύτερο πολύ μεγαλύτερο εργοστάσιο, επίσης στο Μοσχάτο. [Αυτά μετά τα πήρε ο Λαμπράκης.] Ο κάθε χώρος είχε σάλα 1800 τ.μ., κοντά στα δύο στρέμματα! Εκεί κάναμε και βιβλιοδετείο. Ήταν το μεγαλύτερο βιβλιοδετείο των Βαλκανίων. Μπορούσαμε να βιβλιοδετούμε περίπου 750.000 περιοδικά τη βδομάδα. Πήραμε μηχανές Offset, κι εγκαταλείφθηκε μερικώς το ταχυπιεστήριο της Αναξαγόρα. Το κυλινδρικό πιεστήριο, βέβαια, έμεινε και μέρος του περιοδικού τυπώνονταν εκεί.
Εκτός από οικονομικός διευθυντής της επιχείρησης, έγινα διευθύνων σύμβουλος και πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου. Όταν ο Θεοφανίδης γέρασε και άρχισε να επιβαρύνεται η υγεία του, όλες οι ευθύνες έπεσαν πάνω μου. Δεν κοιμόμουν τη νύχτα. Έπρεπε να μπορώ να τα βγάζω πέρα με χοντρές υποχρεώσεις. Άντε τώρα να μαζεύεις χρήματα να πληρώνεις όλες αυτές τις υποχρεώσεις, με την πτώση που είχε αρχίσει να μαστίζει την επιχείρηση. Παίρναμε 6.000 τόνους χαρτί από τη Φιλανδία. Είκοσι εκατομμύρια δραχμές το γραμμάτιο. Υπήρχαν και κάποια δάνεια.
Υπήρξαν τρεις αιτίες για την πτώση του Ρομάντσο. Η μία ήταν ο γηρασμός του Θεοφανίδη. Η δεύτερη ήταν ο γηρασμός του εντύπου. Όλα έχουν μια άνθιση και μια πτώση. Στα μέσα του ’80 το Ρομάντσο αποτελούσε πια ένα αρχαίο περιοδικό, με ένα κοινό που σιγά-σιγά πέθαινε, καθώς η θεματολογία του απευθύνονταν σε μεγαλύτερες ηλικίες. Ή έπρεπε να γίνει μια ανανέωση του περιοδικού, οπότε έχανε όλοι την παλιά πελατεία –πολύ επικίνδυνο αυτό– ή έπρεπε να μείνει ως έχει, για να διατηρήσει το κοινό του. Έτσι, εκμοντερνίσαμε την ύλη ελάχιστα. Βάλαμε σινερομάντσα, καινούριους και καλούς συνεργάτες, αλλά τα μοντέρνα περιοδικά μας έπαιρναν την πελατεία. Η τρίτη αιτία ήταν ο Κοσκωτάς. Ήρθε απ’ την Αμερική με κάποια λεφτά, είχε την τράπεζα Κρήτης –το γνωστό μυστήριο του Κοσκωτά– κι έπαιρνα τα λεφτά απ’ το κοινό και τα έριχνε στα περιοδικά του. Είχε αγοράσει ένα εργοστάσιο στην Παλλήνη και έβγαζε τις εφημερίδες και τα περιοδικά του, το Πρώτο και κάτι άλλα. Ο Κοσκωτάς είχε πολλά λεφτά για να διαθέσει στις διαφημίσεις, μπορούσε να δίνει 1 εκατομμύριο το μήνα. Εμείς μπορούσαμε να δίνουμε μόνο 300.000 δρχ. Όλα αυτά, όπως καταλαβαίνεις, μας έκαναν να μαζευόμαστε. Μετά έφυγαν και οι καλοί δημοσιογράφοι από μας και πήγαν εκεί που πληρωνόντουσαν καλύτερα.
Μια άλλη σοβαρή αιτία επίσης, ήταν οι απεργίες του προσωπικού. Όταν έχεις ένα τόσο εξειδικευμένο προσωπικό, χειριστές μηχανών Offset, λινοτύπες, πιεστές, βιβλιοδέτες, πρέπει να τους πληρώνεις και καλά και εμείς πληρώναμε καλύτερα σε όλη την πιάτσα. Είχαν μάθει λοιπόν σε ένα πακτωλό χρημάτων, οπότε με τις πρώτες δυσκολίες, έκαναν απεργίες με απίθανα αιτήματα, για να παίρνουν ακόμα περισσότερα.
Τις απεργίες τις αντιμετώπιζα εγώ. Ο Θεοφανίδης είχε μια περίεργη ψυχραιμία σε αυτές τις καταστάσεις. Εγώ ήμουν πάντα μεταξύ αφεντικού και προσωπικού. Ευτυχώς με αγαπούσαν και οι μεν και οι δε, αλλά όπως και να το κάνεις είναι δύσκολο πράγμα να συνδυάσεις αυτά τα δύο. Είχαμε απεργία ένα μήνα. Αναγκαστήκαμε και στείλαμε στην Κωνσταντινούπολη τα χρωμοφάν, τυπώνανε το περιοδικό εκεί και μας το στέλνανε πίσω με τρένο για να μη χάσουμε την κυκλοφορία. Γιατί το περιοδικό δεν είναι μπισκότα που έχεις μια παραγωγή άλφα και υπάρχουν αρκετά ακόμα στο ράφι. Το περιοδικό έπρεπε να βγαίνει κάθε Τρίτη. Αν δεν έβγαινε, θα αγόραζε ο κόσμος το άλλο περιοδικό που τυπώνονταν κανονικά. Έτσι, μίλαγα με το προσωπικό και τους έλεγα ότι με αυτό το πράγμα που κάνετε η επιχείρηση θα πέσει έξω και θα μείνετε στο δρόμο. Πού θα πάτε μετά; Τελικά την πάτησαν. Έκλεισε επιχείρηση και πολλοί έμειναν στο δρόμο. Μερικούς τους πήρε ο Λαμπράκης, βέβαια, αλλά οι περισσότεροι έμειναν στο δρόμο.
Οι δημοσιογράφοι ήταν είτε υπάλληλοι μες στο γραφείο, είτε εξωτερικοί συνεργάτες που πληρώνονταν με το κομμάτι. Ο Αρχέλαος, ας πούμε, ήταν υπάλληλος. Τον είχαμε στο γραφείο. Πληρώνονταν λοιπόν ανάλογα με την ποσότητα και την ποιότητα του κειμένου, αλλά και ανάλογα με την αξία τους, δηλαδή με το πόσο καλοί ήταν. Ξέραμε ότι, ό,τι γράψει ο Τσιφόρος, διαβάζεται. Ήταν ο πολυγραφότερος συγγραφέας. Βλέπετε πολλές φορές στις ταινίες, υπογραφή Τσιφόρος-Βασιλειάδης. Και τον Βασιλειάδη είχαμε. Έγραφε λοιπόν ο Τσιφόρος κινηματογραφικά έργα, θεατρικά έργα, έγραφε στο Βήμα, στο Ρομάντσο και έβγαζε πολλά και αξιόλογα βιβλία. Θυμάμαι ερχόταν στο γραφείο –ήμαστε φίλοι– και μου έλεγε, «Κώστα, τι να γράψουμε;». Ήταν πάντα έτοιμος. Έγραφε πάντα σε γραφομηχανή [τότε είχαμε παραπάνω από μια πια (γέλια)] και μέσα σε είκοσι λεπτά είχε έτοιμο το κομμάτι. Έπαιρνε τις 200 ή 500 δρχ., δε θυμάμαι και έφευγε.
Ο γελοιογράφος ο Κώστας ο Βλάχος ξεκίνησε από μας και έγινε μεγάλος, ο Αναστασόπουλος, ο οποίος ήταν και καλλιτέχνης, επίσης ξεκίνησε από μας [θυμάμαι ότι είχε κάνει και τις μπομπονιέρες στη βάφτιση και των δύο παιδιών μου], τον Κυρ είχαμε για ένα μικρό διάστημα επίσης, είχαμε πάει μαζί και στην Ιαπωνία. Είχαμε ένα πολύ ωραίο team ανθρώπων. Είχαμε σχέσεις επίσης με όλα τα έντυπα. Μόνο με τον Κοσκωτά είχαμε πάντα αντιδικία. Με τον Μπόμπολα, ας πούμε, βρισκόμαστε τακτικά. Κάναμε συμβούλια για κοινά προβλήματα του Τύπου.
Ένα άλλο σημαντικό team συνεργατών μας ήταν οι διαφημιστές. Το κέρδος των περιοδικών τότε ήταν από τις διαφημίσεις. Παραδόξως, βέβαια το Ρομάντσο ‘έβγαινε’ από την κυκλοφορία. Θυμάμαι όμως ισολογισμούς που το κέρδος ήταν ακριβώς ή λίγο παραπάνω από το σύνολο της ετήσιας διαφήμισης. Μεγάλοι διαφημιστές τότε ήταν ο Σκυλίτσης, ο παράξενος εκείνος άνθρωπος που διατέλεσε και Δήμαρχος Πειραιά. Ο Χοχλακίδης, με τον οποίο μας συνδέει μια φοβερή φιλία μέχρι και σήμερα. Ο Αλέκτωρ Θεοφιλόπουλος. Ο Γεωργιάδης. Με όσους ζουν ακόμα, γιατί πολλοί δυστυχώς δεν ζουν πια, είμαι φίλος. Ο Θεοφανίδης δεν πήγαινε ποτέ σε όλες αυτές τις κοινωνικές εκδηλώσεις για να κάνει τις απαραίτητες δημόσιες σχέσεις. Ενώ ήταν ένας πολύ έξυπνος άνθρωπος, απέφευγε αυτές τις επαφές. Έτσι μοιραία έστελνε εμένα. Ήμουν καλεσμένος τουλάχιστον πέντε φορές την εβδομάδα σε Χίλτον, Μίλτον και μυστήρια για την τάδε δεξίωση, του τάδε διαφημιζόμενου. Κάθε βράδυ έλεγα στη Μαργαρίτα, απόψε έχουμε να πάμε εκεί. «Μα πάλι;», μου έλεγε (γέλια).
Η διαφήμιση τότε γίνονταν με κλισέ. Ξέρετε τι ήταν το κλισέ; Ήταν μια τσίγκινη πλάκα, στο σχήμα ενός ολοσέλιδου του Ρομάντσο. Αυτή μας την έφερναν οι διαφημιστές. Ξέραμε τι θα βάλουμε και πού θα το βάλουμε και, ανάλογα με το πώς πλήρωνε ο καθένας, το βάζαμε στην κατάλληλη θέση. Το κασέ, βέβαια, ήταν το πιο δύσκολο. Έπρεπε να ταιριάξουμε την ύλη με τις διαφημίσεις με τέτοιο τρόπο έτσι ώστε να μην προσβάλλεται και η εικόνα του περιοδικού.
Ο Θεοφανίδης ήταν πολύ ταπεινός άνθρωπος. Μερικοί εκδότες είχαν καβαλήσει καλάμι. Για να μπεις, ας πούμε, στο γραφείο του Παπαγεωργίου του Θησαυρού και της Αθηναϊκής έπρεπε να περάσεις απ’ την πρώτη ιδιαιτέρα, απ’ τη δεύτερη ιδιαιτέρα και από την ειδική ιδιαιτέρα για να σε δεχθεί -και αν σε δέχονταν. Ή ήθελε η κόρη του να αγοράσει γυαλιά, έπαιρνε το αεροπλάνο και πήγαινε στο Παρίσι.
Ο Θεοφανίδης δεν έκανε τέτοιες βλακείες, γι’ αυτό έκανε και προκοπή. Είχε ένα γραφείο ανοιχτό και ο καθένας μπορούσε να μπαίνει. Είχαμε ενδοεπικοινωνία και δεν με πήρε ποτέ στο τηλέφωνο. Και με ήθελε κάτι κάθε τρεις και λίγο. Έβγαινε στην πόρτα και φώναζε «Κώσταααα» (γέλια). Τέτοιος απλός άνθρωπος ήταν. Πολύ καλός άνθρωπος. Μόλις ανέβαινε το περιοδικό, με φώναζε και μου έλεγε. «Κώστα να κάνουμε μια αύξηση στο προσωπικό. Να δώσουμε στους λινοτύπες 200 δρχ. αύξηση την εβδομάδα». Πληρώναμε εβδομαδιαίως, εφόσον ήταν και το περιοδικό εβδομαδιαίο. Βγάζαμε λοιπόν τον κατάλογο και σύμφωνα με το ποιος ήταν πιο εργατικός δίναμε την ανάλογη αύξηση. Μόνο για ‘μενα δεν έλεγα. «Εσύ δε θα βάλεις ;», μου ‘λεγε. «Εγώ τι να βάλω κύριε Νίκο; Ό,τι θέλετε». Και κάθε τόσο έπαιρνα αύξηση».
Ζητάω και απ’ τους δύο να μου διηγηθούν την ιστορία του έρωτά τους, που κρατά μέχρι σήμερα. Όταν μιλούν, συμπληρώνουν ο ένα, τη φράση του άλλου. Αγγίζονται, κρατιούνται χέρι-χέρι. Θα μπορούσαν να δηλώνουν 65 χρόνια ευτυχισμένου έγγαμου βίου, αλλά το να αγαπιούνται έτσι μέχρι σήμερα είναι πολύ σπάνιο. Τους ρωτώ λοιπόν, το μυστικό. Πώς έκαναν την αγάπη να κρατήσει για πάντα, που έλεγε και η Λη-Τσέρι στον Τρυποκάρυδο του Ρόμπινς.
«Και οι δύο γεννηθήκαμε εδώ στην Παλλήνη. Ο πατέρας μου ήταν απ’ τη Λευκάδα, ο πατέρας της απ’ την Άνδρο. Νησιώτες είμαστε, γι αυτό δεν είμαστε Αρβανίτες. Ο πατέρας μου ήταν χημικός οινολόγος, έφτιαχνε τα κρασιά όλης της περιοχής και στο κτήμα του Καλιφρονά, πριν την απαλλοτρίωση ήταν διευθυντής ο πατέρας μου. 16.000 στρέμματα. Είχε πάρει διεθνή βραβεία για τα κρασιά του.
Δεν ακολούθησα τη δουλεία του πατέρα μου. Ήθελα να γίνω γιατρός. Αλλά υπήρχε τόση φτώχια… Εμείς ζήσαμε κατοχή και εμφύλιο. Κάναμε οικογενειακό συμβούλιο και δε έβγαιναν τα λεφτά, τότε μόνο η εγγραφή στην Ιατρική Σχολή ήταν τρεις μισθοί. Τυχαία βρέθηκα στην Ανωτάτη Εμπορική. Σχεδόν χωρίς καθόλου φροντιστήριο, ένα μήνα έκανα μόνο, μπήκα στη σχολή 23ος στους 2600. Έγιναν όμως και τα δυο μου παιδιά γιατροί κι έτσι έφυγε το απωθημένο μου. (γέλια) Δεν τα πιέσαμε καθόλου τα παιδιά, μόνα τους αποφάσισαν.
Ο γιος μας, σε ηλικία 15 χρονών μας είπε ότι θέλει να γίνει ψυχίατρος και όντως έγινε και είναι και καταξιωμένος. Έχει πολύ δουλειά. Αν τον πάρεις τηλέφωνο θα βρεις ραντεβού για τον άλλο μήνα. Η κόρη μας είναι επίσης είναι καταξιωμένη ενδοκρινολόγος».
«Όταν πηγαίναμε στο σχολείο με το λεωφορείο καθόμαστε μαζί. Το λεωφορείο έκανε μια ώρα ταξίδι για να μας πάει. Κάτι έπρεπε να κάνω κι εγώ όλη αυτή την ώρα», λέει η κυρία Μαργαρίτα, «οπότε ή διάβαζα ή έπλεκα». Κι όταν έπλεκε εγώ της κράταγα το κουβάρι μη φύγει», συμπληρώνει ο κύριος Κώστας. (γέλια)
«Της έκανα την ερωτική μου εξομολόγηση 21 Μαρτίου του 1949. Πηγαίναμε στην 7η γυμνασίου. Είναι και η εαρινή ισημερία εκείνη την μέρα. Η πρώτη μέρα της άνοιξης. Την κάναμε κοπάνα απ’ το σχολείο –εγώ πήγαινα στο 1ο πρότυπο γυμνάσιο Αθηνών, κι εκείνη στο 1ο Θηλέων, ήμαστε απέναντι δηλαδή και κοιταζόμαστε απ’ τα παράθυρα (γέλια). Και την πάω που; Στην Ακρόπολη. Δεν είχε ξανανέβει στο βράχο. Ήταν μια μέρα συννεφιασμένη, έριχνε κι ένα ψιλόβροχο. Ήμαστε με κάτι βαριά παλτά. Εκεί της είπα «Εγώ θέλω να σε κάνω γυναίκα μου. Αλλά, πρέπει να περιμένεις οκτώ με εννιά χρόνια. Διότι, πρέπει να βγάλουμε το γυμνάσιο, να πάω στρατιώτης -που τότε δεν ήταν τόσο λίγο όσο σήμερα– και μετά να βρω μια δουλειά». Ε, στα οκτώμισι χρόνια παντρευτήκαμε. Ξέραμε τι θέλαμε. Αυτά τα 8μιση χρόνια βλεπόμαστε στο αυτοκίνητο, μη φανταστείς. Αλλά δε διανοηθήκαμε ποτέ ότι εμείς οι δύο δεν θα γίνουμε ανδρόγυνο. Το πιστεύαμε. Όταν αρραβωνιαστήκαμε, βέβαια, δούλευα ακόμα στου Πανάγου με 810 δρχ. μισθό. Πού να ανοίξεις σπίτι; Όμως δε μας ένοιαζε. Εμείς αυτό θέλαμε να κάνουμε, να είμαστε μαζί, έτσι λέγαμε ότι θα τα καταφέρουμε. Παντρευτήκαμε το ’57. Σκεφτήκαμε ότι η μεγαλύτερη επένδυση της ζωής μας θα ήταν να μορφώσουμε σωστά τα παιδιά μας και, ευτυχώς, τα καταφέραμε.
Είχαμε πείσμα να μάθουμε γράμματα. Κάναμε μετά την κατοχή 2 ώρες να πάμε στο σχολείο. Από εδώ στο Χαλάνδρι με τα πόδια κάθε πρωί, καθώς δεν υπήρχε λεωφορείο. Ήταν μεγάλη η λαχτάρα μας όμως
Λεφτά πολλά δεν αποκτήσαμε ποτέ, γιατί με τις σπουδές των παιδιών, το ένα, το άλλο φεύγανε. Αλλά δεν πήραν και τα μυαλά μας αέρα. Φαντάσου ότι με τα λεφτά που έπαιρνα από το Ρομάντσο το ’65 θα μπορούσα να έχω πάρει Mercedes. Ξέρεις τι πήρα; 2CV. Γιατί υπολόγιζα ότι θα πρέπει να σπουδάσω τα παιδιά αξιοπρεπώς. Όταν έφυγα απ’ το Ρομάντσο και έμεινα χωρίς δουλειά, ήταν συγκινητικό το ότι με έπαιρναν τηλέφωνο και με παρακάλαγαν να πάω οικονομικός διευθυντής σε διαφημιστικές, στο πρακτορείο Τύπου, διάφοροι πελάτες μας που με θέλανε στις εταιρίες τους. Εγώ όμως έλεγα «Παιδιά, δε θέλω να δουλέψω!», είχα απηυδήσει, δεν ήθελα άλλο να την κάνω αυτή τη δουλεία. Φτάνουν 30 χρόνια. Κάνανε και τα παιδιά μου το αγροτικό τους και ήταν πιο ανεξάρτητα πια. Οπότε λέω τέρμα. Φαντάσου ότι όσο δούλευα, το μεσημέρι ερχόμουν από το κέντρο στην Παλλήνη, έτρωγα, ξάπλωνα στον καναπέ, αλλά δεν προλάβαινα να κοιμηθώ, παρόλο που τον θέλω λίγο τον μεσημεριανό ύπνο. Μπορεί να με έπαιρνε κάνα πεντάλεπτο, ενώ διάβαζα την εφημερίδα μου κι έφευγα πάλι πίσω στο Ρομάντσο. Έφευγα το πρωί στις 7 και γύριζα στο σπίτι στις 11 το βράδυ.
Τότε ήρθε ένας συνεργάτης του Ρομάντσο [είχε ένα βιβλιοδετείο] και μου λέει θέλω να σου προτείνω να κάνουμε μια δουλειά. Λέω κι εγώ, κανένα περιοδικό θα θέλει να κάνουμε. Όταν μου πε για πολυκατοικίες τρελάθηκα. Του λέω, «Τι ξέρω εγώ απ’ αυτά;». Ήθελε όμως ένα κεφάλαιο και ένα μυαλό. Με κυνήγαγε τρεις μήνες και της Αγίας Αικατερίνης δώσαμε τα χέρια να κάνουμε μαζί πολυκατοικίες. Κάναμε τέσσερεις-πέντε πολυκατοικίες και είδα πως βγαίνουν λεφτά. Κάναμε λοιπόν και αυτή εδώ την πολυκατοικία που μένουμε. Νοικιάζω τον πρώτο όροφο για γραφεία κι εμείς κρατήσαμε 80 τ.μ. Θέλαμε να ‘ναι μικρό το σπίτι, να μην έχει και πολλές δουλειές. (γέλια) Έτσι φτιαχτήκαμε και είμαστε εντάξει με τα ενοίκια και μια συνταξούλα και τώρα κάνουμε τα ταξίδια μας και όλα όσα δε μπορούσαμε να κάνουμε όσο δούλευα. Μέχρι που έκανα ράφτινγκ στα Τζουμέρκα. Κατέβηκα τον Άραχθο και είχε πολύ νερό, ήταν τέτοια εποχή σαν τώρα. Ήταν πολύ ωραία εμπειρία.
Έχουμε γυρίσει την Ευρώπη 25-30 φορές, μόνοι μας, με το αυτοκίνητο. Δεν μας αρέσει με γκρουπ. Φτάσαμε μέχρι το Βόρειο Ακρωτήρι, 3000 χλμ. πάνω απ’ το Όσλο. Αυτό το ταξίδι το ετοιμάζαμε δύο χρόνια. Ήμαστε διαβασμένοι. Ξέραμε σε όποια πόλη πάμε τι πρέπει να δούμε. Έχω πάει στο Τόκιο χωρίς τη Μαργαρίτα, αλλά μαζί έχουμε πάει μόνο Ευρώπη, Αίγυπτο και Μαρόκο από Αφρική και στην Τουρκία έχουμε πάει τρεις φορές. Φέτος πήγαμε στην Καππαδοκία. Θέλαμε πολλά χρόνια να πάμε.
Για τη νέα φάση του Ρομάντσο διάβασα στις εφημερίδες και συγκινήθηκα πολύ. Όταν το διάβασα πήρα και την κόρη του Θεοφανίδη και μου το βεβαίωσε. Έχω πάει ήδη δυο φορές και θα ξαναπάω. Έχει αλλάξει τελείως η δομή μέσα, αλλά ο χώρος παραμένει ίδιος. Πολύ με συγκίνησε που ξαναείδα τον όροφο που ήταν το γραφείο μου. Και εξωτερικά η πινακίδα που ανακαινίστηκε είναι τόσο ωραία. Το Ρομάντσο άφησε μια εποχή. Είναι παράδοση και ιστορία αυτή η ταμπέλα.
Θυμούνται τα δύσκολα χρόνια της νιότης τους και άπειρες ιστορίες.
«Στην κατοχή βλέπαμε τις φωτιές που είχαν βάλει στο Κορωπί και πήραμε δρόμο και φύγαμε. Εγκαταλείφθηκε όλη η Παλλήνη. Ανεβήκαμε στα βουνά και χωνόμαστε στους θάμνους με μια κουβέρτα, να περάσει το βράδυ.», λέει κυρία Μαργαρίτα.
«Είχα φάει ξύλο από Γερμανό γιατί κουβάλαγα χαλκό μ’ ένα γαϊδούρι για να ραντίσω τ’ αμπέλια του πατέρα μου» λέει ο κύριος Κώστας. Με βλέπει ο Γερμανός, με σταματάει και μου δίνει κάτι κλωτσιές, γιατί τυραννάω, λέει, το ζώο. Μια άλλη φορά γλίτωσα από βέβαιο θάνατο. Ο αδερφός μου ήταν αντιστασιακός και δούλευε στον ασύρματο εδώ πιο πάνω, που ήταν τότε αγγλικός. Είχε λοιπόν μια αντιστασιακή ομάδα μαζί με άλλους 6 -7. Υπεύθυνος στον ασύρματο ήταν ο Σμιτ, οποίος μάλιστα μας είχε βγάλει και μια φωτογραφία με μια γειτόνισσα κι ένα άλλο παιδί. Ήταν καλός άνθρωπος μπορώ να πω αυτός ο Γερμανός. Κάποια στιγμή πρόδωσαν τον αδερφό μου και ο Γερμανός αυτός τον ειδοποίησε από το προηγούμενο βράδυ ότι την επομένη θα εκτελούσε το ένταλμα σύλληψης που είχε εκδοθεί εις βάρος εκείνου και της ομάδας του. Του είπε «Πάρε μαζί σου όμως και τον μικρό, μη τυχόν και δε βρουν εσένα και σκοτώσουν αυτόν». Όταν φεύγαμε, μας σταμάτησε ένα μπλόκο Γερμανών. Ο αδερφός μου είχε ταυτότητα, εγώ όμως μικρός, δεν είχα ακόμα. Με κράτησαν, λοιπόν, προς εξέταση δύο Γερμανοί με τ’ αυτόματα. Ο αδερφός μου δεν έφυγε, φυσικά. Χωρίς να ξέρουμε πώς θα γλιτώσουμε απ’ την κατάσταση, για καλή μας τύχη περνάνε δύο φορτηγά –το ένα με λιγνίτη– και καθώς οι Γερμανοί ασχολούνται με το πρώτο, πώς μου κόβει και χώνομαι σε αυτό με το λιγνίτη, κάνω νόημα και στον αδερφό μου να ανέβει κι έτσι γλιτώσαμε. Ένας θεός ξέρει αν θα είχαμε ζήσει, γιατί ήμουν χωρίς ταυτότητα εγώ και εκκρεμούσε και ένα ένταλμα σύλληψης εις βάρος του αδερφού μου. Είχαμε περάσει λαχτάρες. Τα λέμε και μας απαντάνε ότι τώρα είναι δύσκολα, και μην κοιτάς στην κατοχή… Τι μην κοιτάς; Κάθε μέρα ήταν ένας αγώνας για τη ζωή σου.
Μετά βέβαια απ’ το περιστατικό έγινα κι εγώ αντιστασιακός. Έγραφα και στους τοίχους συνθήματα κατά των Γερμανών, φώναζα και με το χωνί, οπότε μου κάνανε φάκελο. Θα μπορούσα μετά τη σχολή να διδάξω, αλλά είχα «αριστερά πλευρίτιδα», καθώς τότε ακόμα κι αν δεν ήσουν αντιστασιακός, αν δεν ήσουν δεξιός, σε θεωρούσαν αριστερό.
Είχαμε πείσμα να μάθουμε γράμματα. Κάναμε μετά την κατοχή 2 ώρες να πάμε στο σχολείο. Από εδώ στο Χαλάνδρι με τα πόδια κάθε πρωί, καθώς δεν υπήρχε λεωφορείο. Ήταν μεγάλη η λαχτάρα μας όμως».
«Μεγαλύτερος ακόμα, όμως, ήταν ο έρωτας», λέει η κυρία Μαργαρίτα, «γιατί όταν μου είπε να σταματήσω στο γυμνάσιο, είπα ναι. Ήθελα να πάω πάνω απ’ το γυμνάσιο, αλλά μου λέει «Αν πας παραπάνω μπορεί οι γονείς σου να μη με θέλουν». (γέλια) «Ήθελα Νομική, Φιλοσοφία. Αλλά δε βαριέσαι». Ο κύριος Ρομποτής λέει με θαυμασμό, «Έκανε την καλύτερη δουλειά. Μεγάλωσε δύο εξαιρετικά παιδιά». « Αυτό που έχει σημασία είναι ότι εμείς είμαστε μαζί 65 χρόνια και είμαστε αγαπημένοι ακόμα. Δεν έχουμε μαλώσει ποτέ. Αφού λέμε πώς τσακώνονται οι άνθρωποι, να το κάνουμε κι εμείς! (γέλια). Ίσως αγαπιόμαστε ανιδιοτελώς. Όπως αγαπάς το παιδί σου. «Είναι και πολύ υποχωρητικός εδώ που τα λέμε», λέει πειραχτικά η κυρία Ρίτα. (γέλια) «Δεν έχουμε ανταγωνισμό μεταξύ μας, ίσως αυτό να είναι το μυστικό και έχουμε ισότητα».
Via : m.lifo.gr