του Παντελή Μπουκάλα
Λιγοστεύουν χρόνο το χρόνο, μοιραίο είναι, όσοι έζησαν στα χρόνια του πολέμου, της Κατοχής και της Αντίστασης· όσοι πολέμησαν, μάτωσαν, ελπίσανε. Λιγοστεύουν οι άνθρωποι που με εφόδιο τη μνήμη τους, παρά τα αναπόφευκτα κενά ή την επιλεκτικότητά της, θα μπορούσαν να μας φωτίσουν λέγοντάς μας με τον ήρεμο τρόπο της ωριμότητας πώς ένιωσαν τότε και πώς τώρα· και αν το τώρα ανταποκρίνεται στον πόνο κατ’ αρχάς του τότε κι ύστερα στις ελπίδες που γέννησε, με το δεύτερο έπος, του αντικατοχικού αγώνα. Αν στηριχτούμε ωστόσο στις γραπτές μαρτυρίες, στις ιστορικές μελέτες, στις λογοτεχνικές αναδιφήσεις της δεκαετίας του ’40 από όσους βρίσκονταν τότε στα είκοσι ή στα τριάντα τους, καθώς και στις προφορικές εξιστορήσεις που τυχαίνει να έχουμε ακούσει, μπορούμε να υποθέσουμε με αρκετή ασφάλεια ποια είναι τα αισθήματα των επιζώντων. Αλλά και ποια λόγια θα απηύθυναν σ’ εμάς τους επιγενόμενους, που σχηματίζουμε τη γνώμη μας μέσα από διαβάσματα και ακούσματα· είναι δηλαδή εκ προοιμίου μερική και διαμεσολαβημένη, κυρίως δε επηρεασμένη από τις ιδεολογικές επιλογές του καθενός και από τη μέθοδο «ερμηνείας» της ιστορίας που του προσφέρουν.
Πιθανότατα, το πρώτο που θα μας έλεγαν οι εναπομένοντες, ακόμα κι εκείνοι ανάμεσά τους που η κρίση εξανέμισε τα ήδη περιορισμένα οικονομικά τους και τους στέρησε έναν στοιχειωδώς αξιοπρεπή βίο, το πρώτο που θα μας παρακαλούσαν ή μάλλον θα απαιτούσαν να κάνουμε θα ήταν να μη μιλάμε για «δεύτερη Κατοχή» και «νέους Χίτλερ». Τέτοιοι χαρακτηρισμοί, θα μας έλεγαν αυστηρά, αποκαλύπτουν τερατωδώς επιπόλαιη γνώση της Ιστορίας. Και επιπλέον αδικούν βάναυσα όσους μαρτύρησαν στην πραγματική Κατοχή, είτε πέθαναν είτε άντεξαν.
Οποια κι αν είναι σήμερα η ανέχεια που πλήττει τα λαϊκά στρώματα, αλλά και η μείωση της εθνικής κυριαρχίας, επίσημα ομολογημένη, η Κατοχή παραμένει μία και μόνη· δεν συγκρίνεται με οτιδήποτε οικείο μας. Οπως και ο Χίτλερ βέβαια, και η μηχανή εξολόθρευσης εθνών, φυλών και πολιτικών αντιπάλων που έθεσε σε λειτουργία. Κατά συνέπεια, επιπόλαιη και ανιστόρητη είναι και η ταύτιση της σημερινής γερμανικής ηγεσίας -όποια κι αν είναι η ηγεμονική αλαζονεία της και ο μικρόνους συμφεροντολογισμός της, καταστροφικός για τους τύποις εταίρους της- με τη ναζιστική.
Θα μας έλεγαν επίσης οι επιζώντες πως είναι αναμενόμενη και ώς έναν βαθμό λογική η ενοτητολογία που διακρίνει εθιμικά τους πανηγυρικούς και τα επετειακά «μηνύματα», η ενότητα, πάντως, που παρουσιάζεται ως απαραίτητη προϋπόθεση κάθε εθνικής επιτυχίας, δεν υπήρξε ούτε το ’40, ιδίως μετά την εισβολή των Γερμανών. Η Κατοχή, αφόρητη για τη συντριπτική πλειονότητα των Ελλήνων, στάθηκε ευκαιρία για ορισμένους, τους συνήθεις μηδίζοντες· ευκαιρία ωμού μαυραγορίτικου πλουτισμού (που έφτιαξε κάμποσα «τζάκια» για τις επόμενες δεκαετίες) ή επωφελούς εθελόδουλης συνεργασίας με τους δυνάστες. Το τρίτο λοιπόν που θα μας έλεγαν οι επιζώντες: Να φυλαγόμαστε από τους επιγόνους των εθελόδουλων· από τους ναζιστές της σήμερον σε μια χώρα που μάτωσε από τον ναζισμό και τον πολέμησε όσο λίγες.
Via : www.kathimerini.gr