του Γιώργου Τσιάκαλου *

Τσιάκαλος

Σήμερα το πρωί έγιναν επαναπροωθήσεις στην Τουρκία (και) από τη Χίο. «Παράτυποι μετανάστες», είπαν.

Άνοιξα το βιβλίο που μου δώρισαν στη Χίο πριν δυο βδομάδες και ξαναδιάβασα:

«Περάσαμε το Χαλέπι, μεγάλες πόλεις είναι η Βηρυττός (το Βερούτι), η Δαμασκός, η Τρίπολη, το Χόμψο, το Μπαλμπέκ. Φτάσαμε εις κωμόπολιν λεγόμενη Ράκα. Και εκεί είχε μια γέφυρα, που από εκεί από κοντά ήταν οι Τούρκοι. Μάλιστα έλεγαν ότι από εκεί, από τον Ευφράτη ποταμό, πολλοί ελιποτάκτησαν προς την Τουρκία».

Καιρό τώρα ακούω τις ιστορίες των προσφύγων στην Ειδομένη και αλλού, κι έτσι εύκολα αναγνώρισα στην παραπάνω αφήγηση τις πόλεις, από όπου έφυγαν για να γλυτώσουν, και τους σημαντικούς σταθμούς στην προσφυγική πορεία τους.

«Είναι η ιστορία κάποιων από αυτούς που σήμερα στάλθηκαν πίσω», θα αποφαινόταν κάποιος, εάν δεν ακολουθούσε η επόμενη πρόταση: «Εις το Χαλέπι έμεναν πρόσφυγες οικογένειες εξ Ελλάδος».

Η ίδια διαδρομή, πράγματι, μόνον ανάποδα. Το βιβλίο που μου χάρισαν στη «Βιβλιοθήκη Κοραή» της Χίου δεν μιλούσε για πρόσφυγες που έφυγαν από τη Συρία και, διασχίζοντας την Τουρκία, πέρασαν στα ελληνικά νησιά για να ζητήσουν στη χώρα μας και στην Ευρώπη προστασία, αλλά, αντίθετα, μιλούσε για πρόσφυγες που έφυγαν από τα ελληνικά νησιά και, διασχίζοντας την Τουρκία, αναζήτησαν και βρήκαν προστασία στη Συρία, στο Λίβανο, στην Αίγυπτο, ακόμη και στο Κονγκό. Και αυτό, όχι στην εποχή της Μικρασιατικής καταστροφής, αλλά πιο πρόσφατα, στα χρόνια της Κατοχής.

Για τις χιλιάδες πρόσφυγες από τη Χίο, τους «Μεσανατολίτες», μιλάει το βιβλίο, με αναφορές σε ημερολόγια εκείνης της εποχής και σε κατοπινές αφηγήσεις αυτών που δεν δέχτηκαν ποτέ να σβήσουν απ’ τη μνήμη τους τη δική τους και των δικών τους την προσφυγική ιστορία.

Να, μερικά αποσπάσματα, που απαντούν τόσο στις αμνήμονες γουρουνοκεφαλές της χώρας μας όσο και στις πολιτικές ηγεσίες, για το τι (πρέπει να) μας διδάσκει τουλάχιστον η Ιστορία μας (αν άγνωστη και ξένη τους είναι η Ανθρωπιά).

Οικονομικοί μετανάστες;

«Κατόπιν της πείνης της πρωτοφανούς και της γύμνιας, από του Μαρτίου του 1942 και εντεύθεν μέχρι του Σεπτεμβρίου του 1943 πολλαί οικογένειαι ανεχώρησαν δια την Μέσην Ανατολήν».

«Όταν αποφασίσαμε να φύγουμε δεν γνωρίζαμε που πηγαίναμε και τι μας περίμενε. Εδώ υπήρχε κίνδυνος να μας πάρουν οι Γερμανοί εργάτες στη Γερμανία. Κάναμε λοιπόν το σταυρό μας και ξεκινήσαμε».

Δουλέμποροι;

«Η Καλλιμασιά κατέστη κέντρον διερχομένων προς αναχώρισιν. Την διεκπεραίωσιν εξετέλουν οι κάτωθι ιδιοκτήται λέμβων, τας οποίας ηγόρασαν δια κερδοσκοπικούς λόγους (ακολουθούν εννιά ονόματα)».

«Ξεκινήσαμε απ’ το Βότοπο με τα τρία παιδιά και τη γυναίκα μου. Η βάρκα του Μπελλέ ήταν γεμάτη. Για εισιτήρια έδωκα τα σπαρμένα χωράφια της Δωροθέας, που κρατούσα».

Πνιγμοί (από προσωπική ανευθυνότητα;)

«Οι νενητούσοι είχαν δυο βάρκες. Η μια βούλιαξε και πνίγηκαν οχτώ άτομα».

«Κατά την εις Μέσην Ανατολήν αναχώρισιν επνίγησαν αι κάτωθι (ακολουθούν τα ονόματα) Αύται κατά την αναχώρισιν του πλοίου (ιστιοφόρου) εκ Μ. Ασίας δια Κύπρον και μετ’ ολίγην ώραν, προσέκρουσεν επί βράχου και διερράγη. Άπαντες εβρέθησαν εις θάλασσαν».

«Φτάσαμε εις την Ατάλεια τούρκικη πολιτεία Εκεί ο καπετάνιος μας μοίρασεν από 3 σύκα εις τον καθένα. Η πείνα συνέχιζε γιατί κάναμε 12 ημερόνυχτα να φτάσουμε και φτάσαμε εξαντλημένοι. Της Αιμιλίας του Σακαδιού το μωρό, πέθανε μέσα στο καΐκι και έρκετε ένας Τούρκος με 1 σακκί με λιλάδια (βόλια) μέσα, το βάλει το μωρό και το ρίχνει εις την θάλασσα. Το καΐκι ποτέ δεν ταξίδεψε 24 ώρες στρέη (straight). Γιατί από τη μια φουρτούνα, από την άλλη φοβόμαστε τους Γερμανούς, από την άλλη χαλούσε η μηχανή και από την άλλη δεν ξέρανε να πάμε. Ίσως όλα αυτά να ήταν σκόπιμα. Τότες ένα άλλο καΐκι χάθηκε με τόσα άτομα 180 περίπου, μαζί και χωριανές του Κόκα η μάνα και η Αργυρώ η Πρόενα».

Συνεργασίες

«Καθώς πλησιάζαμε στην ακτή, ακούστηκαν πυροβολισμοί. Οι βαρκάρηδες που ήξεραν τι συνέβαινε, μας παράτησαν στα ρηχά. Βραχήκαμε ίσαμε τη μέση. Οι Τούρκοι που παίζανε διπλό παιχνίδι (φίλοι και με τους Άγγλους και με τους Γερμανούς) είπαν στον πρώτο ‘Γκιαούρ λαθρεκατσιρμά’ και τον κτύπησαν με τον υποκόπανο από πίσω. (…) Ενδιαφερόταν να μάθουν ποιοι ήταν οι βαρκάρηδες. Αν εύρισκαν κάποιον τον ξυλοκοπούσαν και τον παρέδιδαν στους Γερμανούς».

«Εκεί μας πήραν μυρωδιά οι Τούρκοι. Φώναξαν τους Λιθιμενούσους τους βαρκάρηδες, τους έβγαλαν τα παπούτσια και τους χτυπούσαν στις πατούσες. (…) Οι Τούρκοι μας ξανάβαλαν στις βάρκες για να γυρίσουμε πίσω. Έτσι έκαμναν».

«Ο ‘τελώνης’ διάλεξε τους νεώτερους και τους έβαλε σε μια βάρκα καινουργή για να γυρίσουν δήθεν στη Χίο, φωνάζοντας ‘γκι Χίο’. Εγώ τους παρότρυνα να μην πιάσουν τα κουπιά και αφεθήκαμε να μας παρασύρει το ρεύμα. Το κόλπο μας έπιασε, οι Τούρκοι φοβήθηκαν ότι θα πνιγούμε, έβαλαν τις σειρήνες και έπεσαν στη θάλασσα να μας γυρίσουν πίσω. Στην ακτή μας έβαλαν στην απομόνωση».

Αλληλέγγυοι

«Ξεκινήσαμε την ίδια μέρα για τον Τσεσμέν. Ήταν χωματόδρομος θυμάμαι. Το μόνο που φέρανε ένα γαϊδουράκι και κάθισε η Αμαλία του Σακαδιού η γυναίκα, γιατί είχε μωρό και ήταν έγγυος».

«Μετά από 12 ημερόνυχτα φτάσαμε εις το (δυσανάγνωστο) της Κύπρου, το Πάσχα που είχαμε 12 Απριλίου 1942. Εκεί οι Κυπραίοι μας έρριχναν τα ψωμιά και τα κουλούρια και τα αυγά μέσα εις το τραίνο για να φάμε. Μας έλεγαν, φάτε-φάτε πατριώτες».

«Σκέφτηκα πως θα μας ξαναγύριζαν πίσω. Όμως ευτυχώς. Μας έδωσαν λίγες πατάτες και ψωμί και φέραν γαδάρους, κάρα, μουλάρια, για να κουβαλήσουν τους αρρώστους, τους γέρους και τα παιδιά και μας έστειλαν στα Λίτζια. Μείναμε έξι μήνες εκεί κι ύστερα φύγαμε για τη Συρία και το Κονγκό. Εκεί μέναμε σε στρατόπεδα. Εξέχασα να σου πω πως ο Φούσκας για να μείνει και να μην τον στείλουν πίσω, μπήκε σ’ ένα ξεροπήδαγο. Εκεί κρύφτηκε. Φοβερά χρόνια σου λέγω».

Η φυγή από τη Χίο

«Αχ! Τι τρομακτικές στιγμές ήτο το βράδι εκείνο
Να ταξιδεύεις σκοτεινά προς άγνωστο σημείο.
Δυο ώρες ταξιδεύαμε στη σκοτεινιά, στο κρύο
Τα μάτια μας ετρέχανε που φεύγαμε απ’ τη Χίο.
(Λεμισός τη 3-11-1942 – Αμαλία Στεφανάκη πρόσφυξ εκ Καλλιμασίας Χίου)»

Επίμετρο

«Φοβερά χρόνια σου λέγω». Και τότε, και τώρα. Θα είναι όμως και αυτή τη φορά εφιάλτες που σύντομα θ’ αποτελούν παρελθόν ή θα καταστούν κανονικότητα που θα κάνει την κοινωνία μας άξενη και απάνθρωπη για χρόνια; Αυτό είναι το ερώτημα, και γι’ αυτό οι απελάσεις μας αφορούν άμεσα. Να μην χρειαστεί να λέμε μετά από χρόνια «Όταν στις 4 Απριλίου 2016 πήραν τους πρώτους μετανάστες εγώ δεν αντέδρασα, γιατί δεν ήμουν μετανάστης…».

(Το βιβλίο στο οποίο αναφέρομαι είναι: Δημήτρης Διον. Μελαχροινούδης: «Η Καλλιμασιά της Χίου», Χίος 2015.
Για το ίδιο θέμα άλλο ένα εξαιρετικό βιβλίο: Γιάννης Μακριδάκης: «Συρματένιοι, Ξεσυρματένοι –Όλοι. Χιώτες πρόσφυγες και στρατιώτες στη Μέση Ανατολή. Αφηγήσεις 1941-1946». Βιβλιοπωλείο της ΕΣΤΙΑΣ, Αθήνα 2010 (β’ έκδοση).)

*Ο κ.Γιώργος Τσιάκαλος είναι ομότιμος καθηγητής Παιδαγωγικής Α.Π.Θ.