Του Άγη Βερούτη
Μετά από 5 χρόνια χρεοκοπίας, ως χώρα βρισκόμαστε σε δεινότερη θέση από εκείνη που ξεκινήσαμε. Το κόστος του δημοσίου τομέα έχει εν πολλοίς παραμείνει σχεδόν αμετάβλητο, καθώς έχουμε μεταφέρει από τη μια τσέπη της πληρωμής των μισθών του δημοσίου, στην άλλη της πληρωμής των πρόωρα συνταξιοδοτημένων του δημοσίου.
Από την άλλη πλευρά, το ΑΕΠ έχει συρρικνωθεί περί του 25% από τα 235 δισ. ευρώ το 2009, στα 180 δισ. το 2014. Με άλλα λόγια η παραγωγική οικονομία έχει απορροφήσει το σύνολο σχεδόν της κρίσης, χάνοντας 1 εκατομμύριo θέσεις εργασίας, ενώ ο δημόσιος τομέας απλά βγάζει τους πρώην εργαζόμενούς του στη σύνταξη.
Η υπερφορολόγηση της μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας με την πρόφαση της φοροδιαφυγής και η καταδίωξη από τα γραφειοκρατικά πλοκάμια του κράτους και του παρακράτους έχει καταστήσει μια μεγάλη μερίδα Ελλήνων πτωχούς. Περίπου 4 εκατομμύρια Ελλήνων ζουν κάτω από τα όρια της αξιοπρέπειας.
Το μεγαλύτερο οικονομικό ρίσκο όμως βρίσκεται στον τρόπο που μεταβλήθηκε το τραπεζικό τοπίο στην χώρα, με την ευκαιρία του PSI το οποίο κατέστρεψε το σύνολο της κεφαλαιοποίησής τους. Με άλλα λόγια, όσοι είχαν μετοχές των τραπεζών έχασαν στο σύνολό της την ιδιοκτησία τους. Σε αυτούς τους μετόχους περιλαμβάνονταν εκατομμύρια ιδιώτες που είχαν επενδύσει τις οικονομίες τους εκεί για τα γεράματά τους, καθώς και ασφαλιστικά ταμεία, εκκλησίες, εταιρίες αλλά και ιδιωτικές ασφαλιστικές εταιρίες που αρκετοί συμπολίτες μας είχαν κάνει ιδιωτικά συνταξιοδοτικά προγράμματα.
Απόρροια της πολιτικής απόφασης να καταστραφούν ιδιοκτησιακά τα τραπεζικά ιδρύματα της χώρας, ήταν η συρρίκνωση του αριθμού των τραπεζών που εξυπηρετούν την ελληνική οικονομία σε 4 ιδρύματα, με βάση κάποια παλαιότερη δήλωση ενός εκ των διοικητών τους, ότι η Ελλάδα έχει χώρο για 2,5 τράπεζες.
Φυσικά εννοούσε ότι η Ελλάδα έχει χώρο για 2,5 συστημικές τράπεζες διεθνούς βεληνεκούς, και όχι 2,5 τράπεζες όλων των ειδών, όπως το αντιλήφθηκαν οι κυρίως ακαδημαϊκοί πολιτικοί μας, που ελάχιστη σχέση έχουν με τις συνθήκες μιας πραγματικής οικονομίας, και γνωρίζουν τη λειτουργία της κυρίως από βιβλία ή συζητήσεις μεταξύ τυριού και αχλαδιού.
Οι τράπεζες δεν είναι οι “κακές” επιχειρήσεις που πίνουν το αίμα του κακομοίρη που θα κάνει το λάθος να δανειστεί από αυτές, όπως θα ήθελαν να πιστέψουμε κάποιοι αδαείς από τη λειτουργία της κυκλοφορίας του χρήματος.
Σκεφτείτε λίγο μια οικονομία χωρίς τράπεζες. Ένας ικανός επιχειρηματίας που δημιουργεί περισσότερο πλούτο από όσο καταναλώνει, θα έπρεπε να αποθηκεύσει το περίσσευμα αυτό σε κάποιο σεντούκι, έτσι αφαιρώντας από την οικονομία ρευστότητα, και βάζοντας τo χρήμα αυτό σε απραξία. Κάποιος άλλος με μια καλή ιδέα και μια ευκαιρία στην αγορά να παράγει πλούτο από αυτήτην ιδέα, θα έπρεπε να δουλέψει για χρόνια ίσως και δεκαετίες, για να μαζέψει και εκείνος αρκετό κεφάλαιο για να βάλει μπροστά την ιδέα του.
Στο μεταξύ, όσοι είχαν αποθησαυρίσει κεφάλαιο και το κρατούσαν στα σεντούκια θα γίνονταν ολοένα και πλουσιότεροι σε σχέση με όσους δεν είχαν την ικανότητα να κάνουν οτιδήποτε άλλο από το να εργάζονται και να αμοίβονται από την εργασία τους.
Όσο λιγότερα χρήματα υπήρχαν στην αγορά, τόσο θα έπεφταν οι τιμές για τα προϊόντα και για την εργασία, καθώς θα υπήρχαν ολοένα και λιγότερα χρήματα για να πληρώσουν τον ίδιο αριθμό ανθρώπων με τις ίδιες ανάγκες σε αγαθά.
Στο τέλος θα κατέληγαν μια μικρή ομάδα ανθρώπων να διαθέτουν όλο το περίσσευμα της κοινωνίας, ενώ όλοι οι υπόλοιποι θα έβλεπαν την αξία της εργασίας τους να αποπληθωρίζεται, και τη δυνατότητά τους να κάνουν μια δικιά τους δουλειά για να ξεκολλήσουν από τη φτώχια να εξαφανίζεται. Πάνω κάτω δηλαδή όπως στην εποχή των φεουδαρχικών κοινωνιών του μεσαίωνα.
Η ύπαρξη των τραπεζών, με τα όσα λάθη στη διαχείριση, τα υψηλά επιτόκια, τις υπερβολικές χρεώσεις, ή τις αναγκαστικές εισπράξεις των δανεικών, επιτελεί σημαντική υπηρεσία στη Δημοκρατία.
Χωρίς τη δυνατότητα κάποιου να δανείζεται, για να δημιουργήσει πλούτο χωρίς να χρειαστεί πρώτα να αποταμιεύσει για μια-δυο δεκαετίες, δεν μπορεί να υπάρχει μεσαία τάξη, και άρα δεν μπορεί να υπάρχει Δημοκρατία.
Οι τράπεζες είναι το λιπαντικό της κινητικότητας από την εργατική τάξη στη μεσαία τάξη. Είναι εξειδικευμένες εταιρίες που λειτουργούν κάτω από στενό κρατικό έλεγχο, που οι αποταμιευτές μπορούν να εμπιστευτούν το περίσσευμά τους χωρίς να ανησυχούν ότι θα το χάσουν, ενώ εκείνοι που ζητούν κεφάλαια για να επιταχύνουν την υλοποίηση μιας επιχειρηματικής ιδέας, έχουν ένα μέρος να πάνε που θα αξιολογήσει την ιδέα τους.
Εάν δεν τύχουν εγκρίσεως, θα πάνε αλλού, ώσπου να βρουν εκείνη την τράπεζα που να εξειδικεύεται στην αξιολόγηση τέτοιων κεφαλαιακών αναγκών, που θα τους δανείσει τα χρήματα που χρειάζονται, αλλά και θα τους παρακολουθεί στενά για να βεβαιωθεί ότι δεν θα χαθούν τα χρήματα που της εμπιστεύτηκαν οι καταθέτες και οι μέτοχοί της.
Χωρίς τράπεζες δεν μπορεί να υπάρξει μεσαία τάξη.
Όμως, όταν έχεις μόνο τέσσερεις μεγάλες τράπεζες, και ανυπέρβλητα εμπόδια στην έκδοση μιας νέας αδείας για την ίδρυση νέας τράπεζας, έχεις μια κλειστή ολιγοπωλιακή αγορά. Αν κάποιος πάει σήμερα σε μια τράπεζα και δεν γίνει δεκτό το αίτημά του για χρηματοδότηση, είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα απορριφθεί και από τις άλλες τρεις.
Όταν σε χώρες όπως η Αυστρία, υπάρχουν 600 διαφορετικές τράπεζες, για έναν πληθυσμό μικρότερο από αυτόν της Ελλάδας, και για να ανοίξεις μια νέα τράπεζα εκεί αρκούν κεφάλαια 2 εκατομμυρίων ευρώ, ενώ στην Ελλάδα οι ισχύουσες άδειες είναι λιγότερες από 20, και για να εκδοθεί μια νέα άδεια χρειάζονται ελάχιστα κεφάλαια 18 εκατομμυρίων ευρώ, και γραφειοκρατικές διαδικασίες που μπορεί να ξεπεράσουν και την τριετία, είναι φυσικό επακόλουθο ότι η ανάπτυξη στη χώρα μας δεν θα χρηματοδοτηθεί από τις Ελληνικές τράπεζες. Δεν θα χρηματοδοτηθεί ούτε από το κράτος. Δεν θα χρηματοδοτηθεί, τελεία.
Δεν είναι τυχαίο αυτό που συχνά ακούνε όσοι έχουν επαφές με τον τραπεζικό χώρο, ότι ώσπου να ξεκαθαρίσουν τα κόκκινα δάνεια, να ξεχάσουμε τις τράπεζες. Δεν είναι τυχαίο ότι σήμερα για να δανειοδοτηθεί κάποια επιχειρηματική δραστηριότητα πρέπει να μπει υποθήκη ακίνητο πολλαπλάσιας αξίας από το δάνειο. Δεν είναι τυχαίο ότι τα σημερινά επιτόκια επιχειρηματικών δανείων, κοντά στα 10%, είναι 400 φορές υψηλότερα από το επίσημο επιτόκιο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας στο 0,05%!
Φυσικά, πολλοί θα πουν ότι οι τράπεζες δανείζονται με 5% από τις ελεύθερες αγορές. Αυτό το υψηλό κόστος, όμως, αφορά μόνο το ποσό που δανείζονται στη διατραπεζική, ή από ομόλογα που εκδίδουν και όχι την πλειοψηφία των χρημάτων τους που είναι καταθέσεις με κόστος λιγότερο από 2%, και κεφάλαια από τους νέους μετόχους και το ΤΧΣ που ενέχουν μηδενικό επιτόκιο, διότι είναι ίδια κεφάλαια.
Ο βασικότερος λόγος που τα επιτόκια είναι τόσο υψηλά, είναι ότι οι τράπεζες προσπαθούν να καλύψουν της ζημίες σε κεφάλαια από τα κόκκινα δάνεια, με έσοδα όσων ακόμη έχουν την ικανότητα να αποπληρώνουν τις δόσεις τους. Με μια οικονομία βαριά τραυματισμένη όπως η δικιά μας, με πυροβολισμό στην καρωτίδα από το PSI και πολλαπλά τραύματα από την υπερφορολόγηση, είναι απίθανό να μειωθούν τα κόκκινα δάνεια με οποιαδήποτε μεσοβέζικη λύση.
Ο μόνος τρόπος να μειωθούν τα κόκκινα δάνεια είναι να αυξηθεί η ρευστότητα στην οικονομία και να έρθει ανάπτυξη. Αυτά δεν πρόκειται να συμβούν αυξάνοντας τα επιτόκια για τους συνεπείς δανειολήπτες, ούτε χαρίζοντας 300 εκατομμύρια στα κόμματα.
Ίσως ο «τέλειος ανταγωνισμός» να μην είναι εφικτός, όμως μια ανεκτή κατάσταση πολύ απέχει από εκείνη που επικρατεί σήμερα στην ελληνική τραπεζική αγορά, με τις λαβωμένες από το PSI τράπεζες, και την επιχειρηματικότητα να προσπαθεί να επιβιώσει εκτός τραπεζικού συστήματος.
Σκεφτείτε μόνο την πολιτική ισχύ που έχει ένας τραπεζίτης, να ανανεώσει τα δάνεια προς τα κόμματα, ή όχι, και τί ανταλλάγματα θα μπορούσε να ζητούσε, αν (λέγω ΑΝ) δεν ήταν έντιμος και συνετός στη δουλειά του, όπως είναι έντιμοι και συνετοί οι σημερινοί τραπεζίτες…
Χωρίς ανταγωνισμό στον τραπεζικό τομέα, όμως, η οικονομία της χώρας θα σέρνεται για δεκαετίες, η πρώην μεσαία τάξη θα εξαθλιώνεται ολοένα και παραπάνω, ο Λαός θα φτωχαίνει, η χώρα θα κινδυνεύει γεωπολιτικά λόγω μείωσης της οικονομικής ισχύος της, και η οικονομική και πολιτική ισχύς των διοικήσεων των 4 εναπομείναντων τραπεζικών ιδρυμάτων θα ξεπεράσει κατά πολύ αυτήν των εκλεγμένων εκπροσώπων του Λαού, ακόμα και εκείνη των μελλοντικών πρωθυπουργών, αν δεν την έχει ήδη ξεπεράσει.
Απεύχομαι τη μέρα που θα βρεθεί στο τιμόνι μιας από τις 4 εναπομείνασες τράπεζες της Ελληνικής οικονομίας, κάποιος που δεν θα είναι όσο συνετοί και έντιμοι είναι οι σημερινοί τραπεζίτες.
Την ημέρα εκείνη που οι 4 mega-τράπεζες θα έχουν ξεπεράσει τα σημερινά τους προβλήματα και θα είναι πάλι εύρωστες, ενώ τα πολιτικά κόμματα θα παραπαίουν, η πιθανότητα να ανοίξει πάλι η ελληνική τραπεζική αγορά σε νέα τραπεζικά σχήματα θα ελαττώνεται ολοένα και περισσότερο, λόγω των βασικών αρχών του ανταγωνισμού και των οικονομιών μεγέθους.
Οι σημερινοί ολιγάρχες θα πρέπει να την τρέμουν εκείνη την ημέρα, και οι πολίτες εξίσου, και φυσικά περισσότερο από όλους θα πρέπει να την φοβούνται οι πολιτικοί, διότι τότε πλέον θα είναι αναλώσιμοι.
Και να είναι κάποιοι από την σημερινή τραπεζική οικογένεια, πάει καλά.
Αν όμως είναι κάποια ξένη τράπεζα που θα πουλήσει τις μετοχές του το ΤΧΣ;
Τότε όμως θα είναι ήδη πολύ αργά για όλους.
ΥΓ: Οι τράπεζες που παίζουν με τα παράγωγα δεν περιλαμβάνονται σε αυτές που αναφέρομαι. Οι λεγόμενες «επενδυτικές» καθόλου επενδύσεις δεν κάνουν. Μόνο τζόγο. Και αυτό πρέπει να πάψει. Πάραυτα, χωρίς περισσότερες από τις πραγματικές τράπεζες, αυτές δηλαδή για τις οποίες μιλώ στο κείμενο, δεν μπορεί να υπάρξει Δημοκρατία.
Μια ολιγοπωλιακή τραπεζική αγορά, μπορεί να δανείζει τα λεφτά μας όπου εκείνη κρίνει ότι την εξυπηρετεί, και μετά να τα κουρεύει με λεφτά των φορολογούμενων. Αυτό μόνο μια πολυπληθής τραπεζική αγορά μπορεί να το αποτρέψει. Οι Αυστριακοί δεν είναι χαζοί.