Ένας διάλογος ανάμεσα στον Δημόκριτο και τον Ιπποκράτη
Έρευνα – επιμέλεια Γιώργος Ι. Βοϊκλής
Ο Δημόκριτος
Γεννήθηκε στα Άβδηρα της Δυτικής Θράκης γύρω στα 470 π. Χ. και πέθανε, σύμφωνα με κάποιες πηγές, σε ηλικία 109 ετών. Ήταν σύγχρονος του επίσης Αβδηρίτη φιλόσοφου Πρωταγόρα. Στα Άβδηρα έζησε τα παιδικά και νεανικά του χρόνια και μετά, αφού πήρε το μερτικό του απ’ την πατρική περιουσία, ξεκίνησε ένα μεγάλο ταξίδι στην Αίγυπτο και τη Μεσοποταμία, φτάνοντας μέχρι την Ινδία, όπου μαθήτευσε κοντά σε σοφούς, σε ιερατεία και μάγους. Σ’ ένα απ’ τα ταξίδια του πέρασε και από την Αθήνα, όπου παρέμεινε αφανής. Συνομίλησε, ωστόσο, με τον Σωκράτη.
Στον Δημόκριτο αποδίδονται 70 βιβλία, κανένα από τα οποία, όμως, δεν διασώθηκε ολόκληρο. Τα βιβλία αυτά αναφέρονταν, σύμφωνα με αρχαίες πηγές, επί παντός επιστητού: στην Αστρονομία, στη Φυσική, στη Γεωγραφία, στην Ιατρική, στη Φιλοσοφία, στην Ποίηση και στη Μουσική. Ωστόσο, στην ιστορία της επιστήμης έμεινε κυρίως για την «ατομική θεωρία» του σύμφωνα με την οποία «το πλήρες είναι χωρισμένο σε αμέτρητα σωματίδια τα οποία δεν ημπορούν να χωριστούν. Τα σωματίδια αυτά ονόμασε άτομα (άτμητα)».
Σε μεγάλη πλέον ηλικία, επέστρεψε, πάμφτωχος, στα Άβδηρα, και εγκαταστάθηκε σε μια καλύβα έξω από την πόλη. Επειδή η συμπεριφορά του φάνηκε πολύ παράξενη στους συμπολίτες του, θεώρησαν πως έπασχε από ψυχική ασθένεια και κάλεσαν τον Ιπποκράτη για να τον θεραπεύσει.
Ο Ιπποκράτης
Γεννήθηκε στην Κω το 460 π.Χ. Ήταν γιός ιατρού, που ήταν και ο πρώτος του δάσκαλος. Σπούδασε την Ιατρική στο Ασκληπιείο της Κω και στη σχολή της Κνίδου, αλλά και σε ταξίδια του στην Ασία και την Αφρική. Επίσης, μαθήτευσε κοντά σε Έλληνες σοφιστές και φιλοσόφους. Ως γιατρός ταξίδεψε σε όλη την Ελλάδα, θεράπευσε τον βασιλιά της Μακεδονίας Πρόδικο και συνέβαλε στην αντιμετώπιση του λοιμού στην Αθήνα στη διάρκεια του Πελοποννησιακού Πολέμου. Πέθανε στη Θεσσαλία το 377 π. Χ. σε ηλικία 83 ετών.
Σύμφωνα με αρχαίες πηγές, ο Ιπποκράτης επισκέφτηκε τα Άβδηρα, που ήταν μια πολύ πλούσια πόλη, γύρω στο 390 π.Χ., καλεσμένος από τη Βουλή και το Δήμο, για να εξετάσει και να θεραπεύσει τον Δημόκριτο, όταν ο ίδιος ήταν 70 χρόνων και ο Δημόκριτος 80. Σ’ αυτή τη συνάντησή τους αναφέρονται οι επιστολές που ακολουθούν.
Σημειώνουμε ότι οι κάτοικοι των Αβδήρων είχαν στην αρχαιότητα τη φήμη ανόητων ανθρώπων. Μέχρι σήμερα, μάλιστα, χρησιμοποιείται ο όρος αβδηριτισμός για τους ανόητους και ματαιόδοξους νεόπλουτους.
Η περιγραφή του Ιπποκράτη για την επίσκεψή του στον Δημόκριτο
Ο Ιπποκράτης αναφέρεται σ’ αυτήν την επίσκεψή του στον Δημόκριτο σε πολλές επιστολές του που έχουν διασωθεί. Την πληρέστερη περιγραφή εντοπίσαμε στην, αχρονολόγητη, 17η επιστολή του προς τον Ρόδιο φίλο του Δαμάγητο, από την οποία αντιγράφουμε χαρακτηριστικά αποσπάσματα
«Ιπποκράτης Δαμαγήτω χαίρειν.
Πράγματι, Δαμάγητε, συμβαίνει αυτό που υποψιαζόμουν. Δεν παραληρούσε ο Δημόκριτος αλλά όλα τα περιφρονούσε και όλους εμάς μας δίδασκε και δι’ ημών όλους τους ανθρώπους […]
Φθάσαμε, λοιπόν, διότι το σπίτι βρισκόταν κοντά στα τείχη της πόλης και με ανεβάζουν ήσυχα-ήσυχα. Πίσω απ’ τον πύργο του τείχους υπήρχε ψηλός λόφος, κατάσκιος με ψηλές και πυκνές λεύκες. Από εδώ φαινόταν το σπίτι του Δημόκριτου, αλλά και ο ίδιος ο Δημόκριτος να κάθεται κάτω από ένα χαμηλό αλλά πλατύσκιο μικρό πλάτανο, φορώντας ένα χοντρό πουκάμισο χωρίς μανίκια, μοναχός και απεριποίητος, επάνω σε ένα πέτρινο κάθισμα, χλωμός και αδύνατος, με πολλά και απεριποίητα γένια […]
Είχε με προσοχή μεγάλη ένα βιβλίο στα γόνατά του, ενώ γύρω του υπήρχαν κι άλλα βιβλία, καθώς και ζώα τεμαχισμένα σε πολλά μέρη. Κι άλλοτε με περισσή φροντίδα έσκυβε και έγραφε και άλλοτε σταματούσε μένοντας ακίνητος και αυτοσυγκεντρούμενος, εξέταζε και μουρμούριζε μόνος του. Έπειτα πάλι, μετά από λίγο, αφού έκανε αυτά, σηκωνόταν, περπατούσε και παρατηρούσε τα σπλάχνα των ζώων, αφήνοντάς τα δε, πάλι ερχόταν και κάθονταν.
Οι Αβδηρίτες, που με συνόδευαν και στέκονταν γύρω μου με στενοχώρια και με δάκρυα στα μάτια, μου έλεγαν:
-Βλέπεις, λοιπόν, πως κατάντησε η ζωή του Δημόκριτου! Δεν γνωρίζει ούτε τι θέλει, ούτε τι πράττει. […]
Τότε εγώ είπα στους Αβδηρίτες να μείνουν μεν εκείνοι εκεί επί τόπου, ενώ εγώ θα πλησιάσω το Δημόκριτο και, αφού τον ιδώ και τον ακούσω, θα γνωρίζω την αλήθεια της παθήσεώς του. Και λέγοντας αυτά κατέβαινα με προσοχή, γιατί ήταν απότομα κατηφορικό εκείνο το σημείο, ώστε μόλις στηριζόμενος κατόρθωσα να κατέβω.
Καθώς λοιπόν τον πλησίαζα, τον είδα να γράφει με ενθουσιασμό και ορμή. Σταμάτησα τότε εκεί περιμένοντας να παύσει να γράφει. Αυτός μετά από λίγο σταμάτησε και σήκωσε τα μάτια και με είδε να πλησιάζω και με χαιρέτησε.
-Γεια σου ξένε, μου είπε.
Και εγώ του απάντησα:
-Χαίρε Δημόκριτε, σοφώτατε όλων των ανθρώπων.
Αυτός κατάπληκτος μου ανταπάντησε:
-Νομίζω ότι δεν σε απεκάλεσα με το όνομά σου. Αλήθεια, ποιο είναι αυτό, γιατί δεν σε ξεύρω και γι’ αυτό χρησιμοποίησα το ξένε.
Τότε είπα:
-Ονομάζομαι Ιπποκράτης και είμαι γιατρός.
Και ο Δημόκριτος:
-Το καύχημα των Ασκληπιάδων ιατρών και το αγλάισμα της ιατρικής επιστήμης ήλθε και έφθασε μέχρι εμένα! Ποιος ο λόγος της επίσκεψής σου; […] Ήλθες εδώ για ιδιωτική υπόθεση ή για κάποιο θέμα που απασχολεί την πόλη; Πεσ’ μου καθαρά κι εγώ όσο μπορώ θα βοηθήσω.
Κι εγώ του απάντησα:
-Για να πω την αλήθεια, ήλθα μόνο για σένα, για να συναντήσω ένα σοφό άνδρα, ως πρόφαση δε έλαβα την πρόσκληση της πατρίδας σου για ασθένειά σου, της οποίας και παράκληση εκτελώ. […]
Αυτός δε, αφού σταμάτησε λίγο, μου είπε περί τρέλας. […] Και εγώ του απάντησα…
-Μα τον Δία Δημόκριτε, σε θεωρώ ευτυχισμένο, που απολαμβάνεις μια τόσο μεγάλη ησυχία, πράγμα που δεν ημπορώ εγώ.
Και σε ερώτησή του γιατί δεν μπορώ, του είπα ότι τα χωράφια, το σπίτι, τα παιδιά ή τα δάνεια, οι ασθένειες και οι θάνατοι, οι υπηρέτες, οι γάμοι και τα παρόμοια, δεν με αφήνουν να μένω ήσυχος.
Τότε ακριβώς ο Δημόκριτος ήλθε στη συνηθισμένη του κατάσταση κι άρχισε να καγχάζει δυνατά και να με ειρωνεύεται και έπειτα εσίγησε. Και εγώ του παρατήρησα:
-Γιατί, Δημόκριτε, γελάς; Για ποιο από τα δύο; Για τα καλά που σου είπα ή για τα κακά; […]
Αυτός, αφού με κοίταξε καλά, είπε:
-Δύο σου φαίνονται να είναι οι αιτίες του δικού μου γέλιου, τα καλά και τα κακά. Εγώ, όμως ειρωνεύομαι τον άνθρωπο που είναι γεμάτος ηλιθιότητα, άδειος από σωστά πράγματα, που όλα σχεδόν μοιάζουν με του μικρού παιδιού και ο οποίος υποφέρει από αβάσταχτους πόνους χωρίς κανένα κέρδος. Τον άνθρωπο που χωρίς να έχει μέτρο στη ζωή του, τρέχει στα πέρατα της γης και πορεύεται στους άγνωστους κόλπους με ακόρεστες επιθυμίες. Που λιώνει το ασήμι και το χρυσάφι και δεν σταματά ποτέ να αγωνίζεται για τη απόκτησή του. Αυτόν που πάντοτε αγωνίζεται για το περισσότερο, για να μην του λείψει τάχα τίποτε και δεν ντρέπεται, ενώ ισχυρίζεται πως είναι ευτυχής, να ανοίγει με αλυσοδεμένα χέρια άλλων, αιχμαλώτων ή δούλων, τρύπες στη γη […] που για να κάνουν περιουσία μεταβάλλουν τη μητέρα γη σε εχθρική, άλλοτε θαυμάζοντάς την κι άλλοτε καταπατώντας την, ενώ αυτή παραμένει η ίδια.
Πόσο γελοίο είναι να βρίζουν την επιφανειακή γη με της οποίας τα έγκατα είναι ερωτευμένοι! Άλλοι αγοράζουν σκυλιά, άλλοι άλογα, άλλοι, τέλος, περιφράσσουν μεγάλη έκταση γης και βάζουν ταμπέλες ιδιοκτησίας, και ενώ θέλουν να είναι αφέντες σε πολλά, ούτε τον εαυτό τους δεν μπορούν να εξουσιάσουν. Τρέχουν να παντρευτούν και μετά από λίγο χωρίζουν. Ερωτεύονται κι ύστερα μισούνται. Γεννούν μετά από πάθος και έπειτα από λίγο τα διώχνουν… Πολεμούν τους ομοίους τους και δεν θέλουν να ειρηνεύσουν. Ποιος ο λόγος αυτής της χωρίς νόημα και περιεχόμενο φροντίδας τους; […]
Γελώ για τους λόγους της δυστυχίας των, αυξάνω δε το γέλιο μου για αυτά που ισχυρίζονται ότι τους κάνουν να δυστυχούν, διότι παραβαίνουν τις αρχές της αλήθειας. Φιλονικώντας μισούνται μεταξύ τους, ερίζουν με τους αδελφούς, τους γονείς και τους συμπολίτες τους, και όλα αυτά για περιουσία της οποίας όμως κανένας μετά το θάνατό του δεν είναι κύριος. Αλληλοσκοτώνονται, παρανομούν αδιαφορούν για τις δυσκολίες των φίλων και της πατρίδας τους, πλουτίζουν με ευτελή και άψυχα… Φαινομενικά επαινούν την πολεμική ανδρεία, ενώ νικώνται κάθε μέρα από τη φιληδονία, τη φιλαργυρία και όλα τα πάθη, από τα οποία διακατέχονται…
Γιατί κατηγορείς το γέλιο μου Ιπποκράτη; Κανένας δεν περιγελά τη δική του μωρία, αλλά ο ένας του άλλου.
Εγώ σε όλα αυτά του είπα:
-Δημόκριτε, όλα όσα λέγεις είναι σωστά και ωφέλημα και δεν θα υπήρχε κανένας λόγος πιο κατάλληλος για να αναδείξεις τη δυστυχία των ανθρώπων. Αλλά η ζωή ορίζει το εκάστοτε αναγκαίο σχετικά με την οικονομία, τη ναυπηγία και γενικά κάθε κοινωνική ενέργεια όπου είναι απαραίτητο να επιδίδεται ο άνθρωπος. Γιατί δεν τον γέννησε η φύση για να μένει αργός […]
Ο Δημόκριτος απαντώντας είπε:
-Πολύ νωθρός στο νου είσαι και πολύ μακριά βρίσκεσαι από τη δική μου σκέψη, Ιπποκράτη, μη ερευνώντας της ταραχής και της γαλήνης τη διαφορά, εξ αιτίας της άγνοιάς σου. Διότι, αν όλα αυτά είναι στο μυαλό των συνετών και οι ίδιοι εύκολα θα απαλλάσσονταν και από το δικό μου ειρωνικό γέλιο. Τώρα όμως, καθώς χάνουν το νου τους και γεμίζουν εγωισμό για όσα έχουν, πιστεύοντας ότι όλα είναι μόνιμα, χωρίς να σκέπτονται ότι όλα είναι ευμετάβλητα, είναι δύσκολο να διδαχθούν. Γιατί θα αρκούσε να τους διδάξει η ρευστότητα των πάντων […]
Εάν κάποιος φρόντιζε να πράττει κατά τη δική του δύναμη, θα κρατούσε τη ζωή του από κάθε ατυχία, γνωρίζοντας καλά τον εαυτό του και έχοντας συναίσθηση της φύσης του. Δεν θα προέκτεινε τα όρια της φύσης ακαθόριστα και αλόγιστα κατά τις επιθυμίες του, αλλά θα περιοριζόταν στο να εκμεταλλεύεται την πλούσια φύση ως τροφό μέσα στα πλαίσια της αυτάρκειας. […]
Για όλα αυτά είναι το δικό μου γέλιο. Ανόητοι άνθρωποι που τιμωρείσθε για την πονηριά, τη φιλαργυρία, την απληστία, την έχθρα, την ενέδρα, την επιβουλή, το φθόνο και όλες τις άλλες κακίες που είναι δύσκολο να απαριθμήσει κάποιος, αφού είναι αναρίθμητες στους ανθρώπους που ανταγωνίζονται ο ένας τον άλλο με δολοπλοκίες, πονηριές και απατεωνιές. Η άσκηση της αρετής από αυτούς είναι το χειρότερο πράγμα, γιατί ασκούνται να είναι φίλοι του ψεύδους και στολίζονται με τις ηδονές και τις παραβιάσεις των νόμων. […]
Στα δε πάθη τους, σε τι διαφέρουν από τα περισσότερα ανόητα ζώα, εκτός του ότι τα θηρία αρκούνται στα όσα έχουν. Γιατί, ποιο λιοντάρι έκρυψε ποτέ στη γη χρυσάφι και ποιος ταύρος όρμησε με τα κέρατά του από πλεονεξία; Ποια λεοπάρδαλη αναζήτησε το κέρδος; Διψά το αγριογούρουνο και πίνει μέχρι να ξεδιψάσει. Ο λύκος δε, αφού σκοτώσει το θήραμά του και φάγει την απαραίτητη για τη ζωή του τροφή, έπειτα σταματά, ενώ ο άνθρωπος δεν χορταίνει την τροφή του ακόμη και αν τρώει ακατάπαυστα μέρα νύχτα. Και στα μεν ζώα μέσα στο χρόνο υπάρχουν περίοδοι για τη συνεύρεσή τους ενώ ο άνθρωπος πάντα έχει τον πόθο για την ηδονή. […]
Χαμογελούσε λέγοντας αυτά ο Δημόκριτος, Δαμάγητε, και μου φαίνεται πως ήλθε κάποιος με μορφή θεού και ξέχασε την προηγούμενη μορφή του. Και λέγω:
-Ένδοξε Δημόκριτε, θα επιστρέψω στην Κω έχοντας μεγάλα δώρα από τη φιλοξενία σου, γιατί με γέμισες με θαυμασμό από τη σοφία σου. Θα επιστρέψω στην πατρίδα μου, λοιπόν, και θα γίνω κήρυκας, καθώς κοντά σου ερεύνησα και κατανόησα την αλήθεια της ανθρώπινης φύσεως. Και αφού θεραπεύθηκε ο νους μου από σένα, αποχωρώ… Αύριο, όμως, και τις επόμενες ημέρες πάλι θα ξανασυναντηθούμε.
Έφυγα και πήγα προς τους Αβδηρίτες που με περίμεναν στη θέση τους και τους είπα:
-Άνδρες, σας ευχαριστώ πολύ για την πρόσκλησή σας, διότι είδα τον Δημόκριτο άνδρα πάρα πολύ σοφό, αφού είναι ο μόνος που μπορεί να βάλει γνώση στους ανθρώπους.
Αυτά έχω να σου γράψω με πολύ χαρά, Δαμάγητε, για τον Δημόκριτο. Να είσαι καλά».
Η αλληλογραφία Δημόκριτου – Ιπποκράτη
Στην –αχρονολόγητη επίσης- πρώτη επιστολή του Δημόκριτου προς τον Ιπποκράτη μετά την επίσκεψή στα Άβδηρα, (επιστολή 19η), διαβάζουμε ανάμεσα σε άλλα:
«Ήλθες σε μένα, όπως με πληροφόρησαν, Ιπποκράτη, για να μου προσφέρεις βοτάνι θεραπείας της τρέλας, ακούοντας ανόητους άνδρες, στους οποίους η προσπάθεια για την αρετή θεωρείται τρέλα. […]
Επιβάλλεται λοιπόν σε σένα, Ιπποκράτη, να μη συναναστρέφεσαι και συνομιλείς με τέτοιους ανθρώπους, των οποίων το μυαλό κατάντησε επιπόλαιο και αφερέγγυο. […] Σου έστειλα και την εργασία μου για την τρέλα. Να είσαι καλά».
Στην απάντησή του Ιπποκράτη (επιστολή 20ή), διαβάζουμε ανάμεσα σε άλλα:
«Ιπποκράτης Δημοκρίτω ευ πράττειν.
…Στην επιστολή που μου έστειλες με κατηγορούσες για τη χορήγηση του τρελοβότανου. Ήλθα, λοιπόν, εκεί, Δημόκριτε, γιατί τάχα έπασχες και είχες ανάγκη από τρελοβότανο, χωρίς να ερευνήσω ποιος στην πραγματικότητα είσαι. Όταν, όμως, σε συνάντησα αντιλήφθηκα, μα τον Δία, ότι δεν είχα μπροστά μου ένα άνθρωπο που με τα έργα του έδειχνε παραφροσύνη, αλλ’ αντίθετα, έναν άνθρωπο σώφρονα και αξιοσέβαστο από όλους. Γι’ αυτό σε επαίνεσα πάρα πολύ, καθώς σε έκρινα άριστο ερμηνευτή της φύσεως και του κόσμου εν γένει. Εκείνους δε που με προσκάλεσαν, τους κατηγόρησα ως τρελούς, διότι αυτοί χρειάζονταν το τρελοβότανο.
Επειδή λοιπόν η τύχη μας έκανε να συναντηθούμε, πολύ καλά θα κάμεις να μου γράφεις τακτικότερα και να μου ανακοινώνεις το περιεχόμενο των όσων μελετάς και γράφεις με τόση προσοχή και φιλοπονία. Σου έστειλα και εγώ το περί θεραπείας της τρέλας έργο μου. Να είσαι καλά».
Η αλληλογραφία τους συνεχίστηκε με μια ακόμη επιστολή του Ιπποκράτη προς τον Δημόκριτο (21η) με τίτλο «Περί θεραπείας της τρέλας» (περί ελλεβορισμού), και με μία επιστολή του Δημόκριτου προς τον Ιπποκράτη (23η) με τίτλο «Περί φύσεως ανθρώπου», στην οποία διαβάζουμε ανάμεσα σε άλλα:
«Ιπποκράτη, πρέπει όλοι οι άνθρωποι να γνωρίζουν την ιατρική επιστήμη, διότι αυτό είναι και καλό και συμφέρον στη ζωή, μάλιστα δε να τη γνωρίζουν όσοι ασχολούνται με τη φιλοσοφία και τη ρητορική, γιατί νομίζω πως η φιλοσοφία είναι αδελφή και συγκάτοικος της ιατρικής. Διότι η φιλοσοφία θεραπεύει τα πάθη της ψυχής ενώ η ιατρική μας απαλλάσσει από τις σωματικές ασθένειες».
Τα όσα αναφέρονται στις επιστολές αυτές διατηρούν, δυστυχώς, στο ακέραιο την επικαιρότητά τους και σήμερα, 2.500 χρόνια αργότερα.