του Δημήτρη Σεβαστάκη
Εάν η χούντα είχε την ευφυΐα να μην καταστείλει με σαδιστικό πουριτανισμό, την εκσυγχρονιστική πείνα της ελληνικής κοινωνίας τη δεκαετία του ’70, πιθανόν να μην είχε πέσει. Εάν επέτρεπε τη μαζική εκκοσμίκευση, τους Ρολικγκ Στόουνς και τους ντόπιους μιμητές, τα πάρτι και τη στοιχειώδη ερωτική ελευθερία που αναγκαστικά ακολουθούσε την οικονομική άνοδο, πιθανόν να είχε κερδίσει την παρτίδα των τεσσάρων δεκαετιών, όπως ο Φράνκο και ο Σαλαζάρ. Υπερβάλλω. Η χούντα μάλλον θα αντικαθίστατο λόγω της ανάγκης πολιτικής διαχείρισης της εισβολής στην Κύπρο.
Αλλά αυτό που θέλω να πω με την υπερβολή μου, είναι ότι το αντιδικτατορικό αίσθημα ήταν ισχυρό στους κύκλους της διανόησης, στην Αριστερά και σε ελάχιστες ακόμα ποιοτικές νησίδες του κοινωνικού σώματος. Όχι στον λαό. Ο κόσμος, αδιάφορος, σήκωνε διώροφα, έβλεπε ματς και τα «Δίχτυα της Αράχνης», προσπαθούσε να τά ‘χει καλά με τους χωροφύλακες και τους αστυνομικούς, για να μην τον γράφουν με το μηχανάκι, ξέκλεβε (οι νέοι) κανένα δίσκο με τα αγγλικά Top of the pop’s από κανένα ναυτικό.
Η «αντίσταση» επί χούντας ήταν το «Πάνθεον» και το «Ρομάντσο» (τα glossy περιοδικά της εποχής) με χαζά φωτοσίριαλς και τις διαχρονικές βλακείες , ζώδια, ζωή των σταρ, συμβουλές μαγειρικής κ.λπ. Επίσης οι αθλητικές εφημερίδες, ο ηρωικός ελληνικός κινηματογράφος του Πάρις, η Τουρκάλα σταρ Χούλια και ο μουσικός Κατσαρός. Το πολιτισμικό παζλ ολοκληρώνονταν με τα νόμιμα σχολικά περιοδικά : «Η ζωή του παιδιού», μια μαθητική μούχλα, θρησκόληπτου διδακτισμού, ή καθεστωτικά περιοδικά όπως ο «Ελληνικός Ερυθρός Σταυρός Νεότητος». Οι μαθητές ειδικά στις επαρχίες καταπιέζονταν από ένα φρικτό πλέγμα χουντικών ή απλώς συντηρητικών καθηγητών, αστυνομίας, στρατού, συλλόγων «γονέων και κηδεμόνων», συλλόγων «κυριών και δεσποινίδων» που κάρφωνε ο ένας στον άλλον τις φοβερές ερωτικές παραβάσεις των εφήβων και που συνέτριβαν οτιδήποτε σχετίζονταν με τη νεότητα.
Ας μην πούμε για τον χαφιεδισμό και τον έλεγχο της πολιτικής παράβασης, της κουβέντας, του υπαινιγμού. Αυτό το αρχαϊκό Eselon, το δίκτυο ελέγχου των κοινωνικών επιθυμιών, των πεποιθήσεων, των συμπεριφορών, δημιουργούσε τους όρους μιας ανασχετικής κοινωνικής καχεξίας, που έφτασε να καταπιέζει και τον νεοφώτιστο μικροαστό και την αναδυόμενη νοικοκυρά νέου τύπου, με την «πλυντηριακή» και τηλεοπτική χειραφέτησή της.
Ισχυρίζομαι ότι ακριβώς αυτή η κουλτούρα κρατικής εξουσίας και εξουσιαζόμενων, ο πολιτιστικός πυρήνας του μετεμφυλίου που ανασυντάχθηκε από τη χούντα, δεν ηττήθηκε ποτέ, δεν μεταπολιτεύτηκε, αλλά μεταρρυθμίστηκε απ το ’74 και μετά, για να εναρμονιστεί με το μικροαστικό πρόταγμα: Η οικονομική ανάπτυξη ήταν και ανάπτυξη των προσωπικών ορμών και αυτό, μια διαφορετική εξουσιαστική ευλυγισία έπρεπε να το εξασφαλίσει.
Για τη χούντα υπάρχουν πολλά στρώματα ιστορίας. Η μεγάλη ιστορία περιέχει π.χ. τον Παναγούλη, τον Κάπο, τον Γόντικα, τον Καράγιωργα, τον Κοροβέση, τη Βαλαβάνη, την Καρυστιάνη τον Λεντάκη, το Πολυτεχνείο, τη Νομική κ.α. Η σιωπηλή ιστορία περιλαμβάνει τους εξόριστους της Γυάρου, της Λέρου, τον Ρίτσο, τον Γλέζο, τον Ρουμελιωτάκη, τον Κατριβάνο, τον πατέρα μου Αλέξη Σεβαστάκη και λίγες χιλιάδες ακόμα σεμνούς αριστερούς και δημοκράτες. Η αόρατη ιστορία περιλαμβάνει τις γυναίκες των κρατουμένων – το πιο αδικημένο και χαμένο κομμάτι του αντιστασιακού κινήματος. Αλλά η μαζική ιστορία της χούντας δεν περιλαμβάνει την αντίσταση, όσο τη σύμπλευση. Αυτά που έγραψα στην αρχή και πολλά άλλα, που ο καθένας θυμάται – αν το θέλει.
Τα στοιχεία ενός βάρβαρου και ατομικιστικού ωφελιμισμού, νομίζω, ρύθμισαν τις ποιότητες του πολιτικού συστήματος, της δημόσιας σφαίρας, του πολιτισμού και του παραγωγικού μοντέλου. Εκπληκτική προσαρμοστικότητα στους κανόνες της εξουσίας, δουλική σχέση με τους καθεστωτικούς μηχανισμούς κάρπωσης του κοινού αγαθού. Αυτό άλλωστε βοηθούσε στην επιβίωση. Τι αντιστάσεις και πράσινα άλογα Γουέμπλεϋ, Πάσχα στον στρατώνα, τηλεόραση 24 ιντσών, μαζικές άδειες για ταξί, για ίδρυση τεχνικών σχολών, ρυθμίσεις και στραβά μάτια για αυθαίρετα, θαλασσοδάνεια για ξενοδοχεία (ακόμα βλέπουμε τα τσιμεντένια κουφάρια) – πράγματα που επανέλαβε και η μεταδικτατορική περίοδος τηρουμένων των πολιτικών αναλογιών και διαφορών.
Ξέχασα την ηθικολογική πλευρά της ιστορίας. Αυτή που «σκηνοθετεί» και ωραιοποιεί τη στάση των μαζών και που δεν θέλει να δει, ότι η ηγεμονία δεν χάθηκε επειδή πολλά στελέχη του αντιδικτατορικού αγώνα χώθηκαν στο σύστημα, ή γιατί χάθηκε η βαθιά επαφή με την κοινωνία ή γιατί απαλλοτρίωσε η Αριστερά το ηθικό της απόθεμα. Η ηγεμονία χάθηκε γιατί δεν υπάρχουν αποδέκτες αυτού του ηθικού υποδείγματος, γιατί δεν υπάρχουν οι ψυχικές και ηθικές διαθεσιμότητες για την παραλαβή και ανάπτυξη του περιορισμένου, αλλά λαμπρού αντιδικτατορικού αισθήματος. Και αυτή η ματαίωση είναι συγχρόνως και το βαρύ χρέος, γιατί η ανάταξη των ηθικών όρων είναι η μόνη πολιτική, κομματική και εντέλει κυβερνητική δυνατότητα για την Αριστερά. Την σύμπασα και μόνη…
* O Δημήτρης Α. Σεβαστάκης είναι ζωγράφος, αν. καθηγητής ΕΜΠ dsevastakis@arch.ntua.gr
Via : www.avgi.gr