anergia

Συνέντευξη του επιστημονικού διευθυντή του ΙΝΕ ΓΣΕΕ/ΑΔΕΔΥ στον Ανδρέα Πετρόπουλο

Η ανάκαμψη που ίσως εμφανιστεί στην ελληνική οικονομία από το 2016 θα συνοδεύεται από υψηλή διαρθρωτική ανεργία. Για τη δημιουργία 50.000 θέσεων εργασίας, δηλαδή αύξηση του εργατικού δυναμικού μόλις κατά 1%, προϋπόθεση είναι το ΑΕΠ να αυξάνεται με ρυθμούς 3,5% – 4%, κάτι που η ελληνική οικονομία είναι αρκετά δύσκολο να επιτύχει μέχρι το 2020. Αυτό υποστηρίζει σε συνέντευξή του στην “Αυγή” της Κυριακής ο επιστημονικός διευθυντής του ΙΝΕ ΓΣΕΕ/ΑΔΕΔΥ και καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο Σάββας Ρομπόλης.

* Η κυβέρνηση υπό το άγχος της συνεχούς αυξανόμενης ανεργίας προβάλλει μια σειρά παλαιών και νέων προγραμμάτων που εξαντλούνται σε κατάρτιση, προσωρινή απασχόληση χωρίς ασφάλιση κ.λπ. Πιστεύετε ότι θα μπορούσαν να ανασχέσουν, έστω και προσωρινά, τη διαρκή άνοδο της ανεργίας;

Όχι, δεδομένου ότι τα προγράμματα αυτά δεν έχουν τη δυναμική δημιουργίας νέων θέσεων εργασίας, αλλά κυρίως επικεντρώνονται στη διαχείριση του προβλήματος της ανεργίας. Η ουσιαστική αντιμετώπιση του προβλήματος της ανεργίας προϋποθέτει αλλαγή της οικονομικής στρατηγικής από την ύφεση στην ανάπτυξη και τη δημιουργία θέσεων εργασίας με την πραγματοποίηση δημόσιων και ιδιωτικών επενδύσεων. Όσο η οικονομική πολιτική δεν δημιουργεί θέσεις εργασίας, τόσο θα παρατείνεται και τα επόμενα χρόνια το φαινόμενο της ανεργίας στην Ελλάδα και την Ευρώπη.

* Η κυβέρνηση ωστόσο υποστηρίζει ότι θα έχουμε πρωτογενή πλεονάσματα από το 2014. Δηλαδή ότι σύντομα μπαίνουμε σε τροχιά ανάκαμψης.

Στην ελληνική οικονομία εμφανίζεται ένα επίπεδο αναιμικής ανάκαμψης μετά το 2015 – 2016, το οποίο, σε συνδυασμό με την αύξηση της στατιστικής ανεργίας στο επίπεδο του 24% το 2012, 29% το 2013 και 31,5% το 2014, δημιουργούν συνθήκες άνεργης ανάκαμψης και διαρθρωτικής ανεργίας δεδομένου του τετραπλασιασμού των μακροχρόνιων ανέργων τα τελευταία τρία χρόνια και του γεγονότος ότι η δημιουργία 50.000 νέων θέσεων εργασίας, δηλαδή 1% του εργατικού δυναμικού, προϋποθέτει ετήσια αύξηση του ΑΕΠ 3,5% – 4%, που η ελληνική οικονομία είναι αρκετά δύσκολο να επιτύχει μέχρι το 2020.

* Επομένως έχουμε ένα τούνελ δεκαετούς ανεργίας μπροστά μας.

Πράγματι η τάση αυτή και σε διεθνές και σε ευρωπαϊκό επίπεδο επισημαίνεται από μια πρόσφατη έρευνα του Διεθνούς Γραφείου Εργασίας, η οποία αναδεικνύει το φαινόμενο της άνεργης ανάκαμψης, εκτός από τη χώρα μας, και στα υπόλοιπα κράτη μέλη της Ε.Ε. Αυτό σημαίνει ότι οι όποιες επενδύσεις χρηματοδοτήσουν την ανάκαμψη της ελληνικής και ευρωπαϊκής οικονομίας τα επόμενα χρόνια δεν θα είναι ικανές και αναγκαίες να απορροφήσουν το σημαντικό και ανησυχητικό από οικονομική και κοινωνική άποψη απόθεμα ανεργίας που έχουν δημιουργήσει η οικονομική κρίση και η ύφεση. Από την άποψη αυτή προκαλείται στην Ευρώπη και στα κράτη μέλη μια νέα πρόκληση διαμόρφωσης νέων πολιτικών απορρόφησης της ανεργίας παράλληλα με την ύπαρξη αναπτυξιακών συνθηκών. Για παράδειγμα η μείωση του χρόνου εργασίας στην Ευρώπη θα είναι ένα μέτρο προς αυτή την κατεύθυνση.

* Όμως τέτοιου είδους μέτρα απορρίπτονται από τη νεοφιλελεύθερη πολιτική στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Πώς θα επιτευχθεί η ενίσχυση της απασχόλησης και η μείωση της ανεργίας

Μια σοβαρή απορρόφηση της ανεργίας μέχρι το 2020 με μόνο μοχλό την ανάπτυξη, δηλαδή τις δημόσιες και ιδιωτικές επενδύσεις, θα μπορούσε να συντελεστεί εάν το ετήσιο επίπεδο αύξησης του ΑΕΠ θα κυμαίνεται στο 7% – 8% τον χρόνο. Από τη στιγμή που μια τέτοια προοπτική δεν εμφανίζεται στην ελληνική και την ευρωπαϊκή οικονομία, η υποστήριξη της ανάπτυξης και με άλλα μέτρα μείωσης της ανεργίας ή αύξησης της απασχόλησης είναι αναγκαία για να σωθεί τουλάχιστον μια γενιά νέων ανέργων, με ό,τι αρνητικό συνεπάγεται η μη διάσωσή της για την κοινωνική συνοχή, τα ασφαλιστικά ταμεία, τους κρατικούς προϋπολογισμούς και την ανανέωση του εργατικού δυναμικού και της παραγωγικής διαδικασίας.

* Πόσο θα συνεχίσουν να επηρεάζουν την Ευρωζώνη η κρίση χρέους και η ύφεση;

Και το 2013 θα διατηρηθούν η ανασφάλεια και η αβεβαιότητα. Σύμφωνα με πρόσφατες προβλέψεις του ΟΟΣΑ για το ΑΕΠ στην Ευρωζώνη, η συρρίκνωσή του κατά -0,4% το 2012 θα συνεχιστεί κατά -0,1% το 2013, χωρίς να μπορεί να αποκλειστεί ο κίνδυνος μεγαλύτερης συρρίκνωσης και τα επόμενα χρόνια αν δεν ασκηθούν άμεσα και ορθά μέτρα μέτρα χαλάρωσης της νομισματικής πολιτικής. Στην περίπτωση αυτή η Ευρωζώνη μετεξελίσσεται σε μεγαλύτερη απειλή για τη διεθνή οικονομία ως αποτέλεσμα των δραστικών περικοπών των δημόσιων και κοινωνικών δαπανών σε όλα σχεδόν τα κράτη – μέλη. Πράγματι, μείωση των ρυθμών ανάπτυξης αναμένεται το 2013, εκτός από την Ελλάδα (-4,5%), να σημειωθεί στην Ισπανία (-1,4%), στην Ιταλία (-1%) και στην Πορτογαλία (-1,8%) (ΟΟΣΑ, 2012). Παράλληλα, η ανεργία στην Ευρωζώνη εκτιμάται ότι θα υπερβεί το 12% (19 εκατ. άνεργοι), με σημαντικότερα τα επίπεδα της ανεργίας στις μεσογειακές χώρες (Ισπανία, Ελλάδα, Πορτογαλία, Ιταλία), χωρίς να μπορεί να αποκλεισθεί η αυξητική της τάση κατά τα επόμενα χρόνια.

Αυτό που απαιτείται σήμερα στην Ευρωζώνη, προκειμένου να αποφευχθεί ο εγκλωβισμός της σ’ ένα νέο φαύλο κύκλο ύφεσης, δεν είναι η παράταση της πολιτικής της «εσωτερικής υποτίμησης» κατά το 2013, αλλά η σημαντική απομείωση του χρέους, η ενίσχυση της ρευστότητας των οικονομιών της, η ουσιαστική αναδιανομή του εισοδήματος, η αποκατάσταση της απορρυθμισμένης αγοράς εργασίας με τη διαμόρφωση μίας νέας εργασιακής και κοινωνικής συνθήκης ρύθμισης της αγοράς εργασίας και των εργασιακών σχέσεων και η τεχνολογική και καινοτομική ανασυγκρότηση της παραγωγικής βάσης της ευρωπαϊκής οικονομίας.

Απόκλιση 20ετίας μέσα σε τρία χρόνια!

* Μια και μιλάμε για τις αποκλίσεις εντός της Ευρωζώνης, πόσο έχει υποχωρήσει η ελληνική οικονομία;

Σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat (2012), ενώ το 1995 το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Ελλάδας βρισκόταν στο 84% του μέσου κοινοτικού όρου, μετά από 15 χρόνια (2009) έφτασε το 94% και το 2011 μειώθηκε στο 79% του μέσου κοινοτικού όρου, γεγονός που σημαίνει ότι η ύφεση της περιόδου 2009-2011 υπονόμευσε 20 έτη σύγκλισης της Ελλάδας με την Ευρωπαϊκή Ένωση. Το ίδιο παρατηρείται με την πραγματική ιδιωτική κατανάλωση, η οποία, ενώ το 2009 στην Ελλάδα είχε φθάσει στο 104% του μέσου κοινοτικού όρου, δύο έτη αργότερα (2011) είχε μειωθεί στο 91%, δηλαδή στη 15η θέση της Ε.Ε.-27. Αντίθετα, την περίοδο 2009-2011, η Γερμανία αύξησε τη διαφορά της από τη Γαλλία και ακόμη περισσότερο από την Ιταλία και την Ισπανία.