Της είπα ότι είμαι αισιόδοξη, ότι οι Έλληνες θα βρούμε τρόπους και θα επιβιώσουμε, θα ξανασταθούμε στα πόδια μας.
Μου απάντησε ότι το λέω γιατί ακόμα έχω δουλειά, της είπα ότιβλέπω ανθρώπους που το πολεμάνε, που στρέφονται σε νέους κλάδους, που στήνουν δουλειές.
Μου απάντησε ότι κι αυτή ξέρει ανθρώπους που προσπάθησαν αλλά βρέθηκαν απέναντι στον τοίχο του ελληνικού κράτους, ότι οι αγρότες στην περιοχή προσπάθησαν να στραφούν σε νέες καλλιέργειες αλλά έπρεπε να χρυσοπληρώσουν και να φέρουν τα φυτά από το εξωτερικό, ότι δεν υπάρχει πιστοποιημένος ελληνικός σπόρος ούτε για το απλούστερο, τη Ρίγανη … ότι προσπάθησαν να στήσουν γυναικείο συνεταιρισμό αλλά γρήγορα εγκατέλειψαν, καθώς κλείνουν κι αυτοί που υπάρχουν με τις προϋποθέσεις που βάζει ο νέος νόμος, ότι προσπάθησαν να εξάγουν ελληνικά αγροτικά προϊόντα αλλά ακόμα πολεμάνε με την ελληνική γραφειοκρατία, την αδιαφορία και την έλλειψη μηχανισμών ενημέρωσης…
Της είπα ότι γίνεται προσπάθεια να απλουστευτούν οι διαδικασίες και γέλασε.
Τη ρώτησα γιατί γελάει και μου απάντησε ότι είμαι αφελής.
Κάτι πήγα να ψελλίσω για επενδύσεις και ξεράθηκε στο γέλιο «ξέρεις κανέναν τόσο ηλίθιο που θα έρθει να επενδύσει με αυτή τη ληστρική φορολογία «;
Της είπα ότι, να, ήδη στην πόλη της κάνουν επέκταση του λιμανιού και αγρίεψε … «Λιμάνι σε μια πόλη που δεν έχει βιολογικό καθαρισμό, που το λιμάνι κι ολόκληρη η πόλη βρωμάει από τα λύματα που χύνονται στη θάλασσα … που, για κάποιο περίεργο λόγο, το έργο του βιολογικού τα τελευταία 15 χρόνια όλο κάπου σκοντάφτει και κανείς ποτέ δεν έχει ερευνήσει γιατί ;».
Της είπα ότι τα μηδενίζει όλα ότι ο τόπος της έχει και δυνάμεις και δυνατότητες και μου απάντησε ότι «ναι, έτσι είναι, γι αυτο και τον τιμωρούν».
Τη ρώτησα τι εννοεί και μου απάντησε ότι εκατοντάδες αγρότες στη περιοχή δεν θα πάρουν φέτος ούτε εκείνο το ελάχιστο ποσό της επιδότησης που δικαιούνται … Ο Δήμος φρόντισε να μπλοκάρει τα χρήματα στην ΑΤΕ γιατί έχουν ληξιπρόθεσμες οφειλές … ύδρευση, τέλη, πρόστιμα που αδυνατούν να πληρώσουν.
Είχε πάρει φόρα και δε σταματούσε. «Φτιάχνουν εμπορικό λιμάνι σε μια πόλη σκαρφαλωμένη στο βουνό χωρίς εισόδους και εξόδους, φτιάχνουν εμπορικό λιμάνι και μπαζώνουν μια περιοχή υψηλού φυσικού κάλλους μπροστά σε μοναδικά νεοκλασσικά, για ποια εμπορεύματα από πού; Η πόλη δεν επικοινωνεί με κεντρικούς οδικούς άξονες; Τι συμβαίνει εδώ»; Τ
ης απάντησα ότι όλοι μιλάνε για μαρίνα κι όχι για εμπορικό λιμάνι και με είπε άσχετη. Βγήκε στο μπαλκόνι.
«Κοίτα», μου λέει, «έχεις δει ωραιότερη πόλη»;
«Οχι», απαντώ.
«Έχεις δει πιο εγκαταλελειμμένη πόλη»; .
Δεν μίλησα.
Το Γύθειο είναι μια πόλη μοναδική, με μια μοναδική «παλιά πόλη», με ιδιαίτερο αρχιτεκτονικό ρυθμό, σκαρφαλωμένη στο Ακούμαρο. Μια παλιά πόλη εγκαταλελειμμένη με γκρεμισμένα σκαλοπάτια, χορταριασμένα καντούνια, με δρόμους αδιάβατους το χειμώνα όταν κατεβαίνει το νερό από το βουνό, με τους παλιός αγωγούς ομβρίων, απομεινάρια άλλων εποχών, να έχουν μετατραπεί σε αγωγούς λυμάτων, με την κυρία Ελένη να μην έρχεται πια στο σπίτι της γιατί δεν μπορεί να φτάσει ως εκεί, με την κυρία Βούλα (που κοντεύει τα 80) να ξεχορταριάζει τις σκάλες κάθε τόσο «για να μη πέσει και σκοτωθεί πάλι κανένας χριστιανός», με τον Κώστα που έφτιαξε μόνος το μονοπάτι που κατέρρευσε, με τον Φώτη που θεωρεί μεγάλο πράγμα που πέρσι βάλαμε φως στον πάνω δρόμο και δεν κουβαλάει, πλέον, φακό μη και αργήσει και πέσει το σκοτάδι, με τον Μάνο που ως … τεχνοκράτης μονολογεί συνέχεια «ούτε κρουνούς πυρασφάλειας δεν έχουν βάλει, δεν θέλω να σκεφτώ τι θα γίνει αν πιάσει καμιά φωτιά».
Με τη Μαρία, που γύρισε πρόσφατα από τις Βρυξέλλες και επέλεξε να μείνει στην εγκαταλελειμμένη παλιά πόλη, να λέει μονότονα «ο Θεός όταν έφτιαχνε αυτό τον τόπο είχε μεγάλα κέφια, τι διάολο λάθος έγινε»;