Η πόλη Τρίερ, γενέτειρα του Καρλ Μαρξ, γιορτάζει σήμερα το αμφιλεγόμενο τέκνο της με πλήθος εκδηλώσεις. Στο επίκεντρο της κριτικής τα αποκαλυπτήρια πεντάμετρου αγάλματος του γερμανού φιλοσόφου, δώρο της Κίνας.
Δεν μπορούμε να προσδιορίσουμε πότε ακριβώς εμφανίστηκε στο προσκήνιο της ιστορίας. Αλλά πολύ γρηγορα κυριάρχησε. Καταπολέμησε τις αρτηριοσκληρώσεις του Μεσαίωνα και τα κατάλοιπα της φεουδαρχίας- από τα προνόμια των ευγενών μέχρι τα κεκτημένα των συντεχνιών. Ο λόγος για τον «μπουρζουά», τον αστό που εγκαθίδρυσε μία νέα τάξη πραγμάτων και ανελίχθηκε κοινωνικά με εφόδια τη μόρφωση, την προσωπική εργασία ή τον επιδέξιο χειρισμό του χρήματος και πάντως όχι τα δήθεν εκ γενετής δικαιώματα.
«Η βαριά βιομηχανία άνοιξε την παγκόσμια αγορά, προετοιμάζοντας την ανακάλυψη της Αμερικής. Η παγκόσμια αγορά οδήγησε σε μία εντυπωσιακή ανάπτυξη του εμπορίου, της ναυσιπλοίας, των χερσαίων μεταφορών, η οποία με τη σειρά της συνέβαλε στην επέκταση της βιομηχανίας» σημείωναν οι Μαρξ και Ένγκελς, για να προσθέσουν ότι ευθέως ανάλογη ήταν και η ισχύς που αποκτούσε η αστική τάξη. Το «Κομμουνιστικό Μανιφέστο» κυκλοφόρησε το 1848, για να συμπέσει έτσι με το ιστορικό φαινόμενο επαναστατικής χειραφέτησης που κάποιοι ονόμασαν «Άνοιξη των Εθνών».
Θεωρητικοί της «παγκοσμιοποίησης»;
Το έργο εντυπωσιάζει ακόμη και σήμερα με την οξύνοια και την αναλυτική σκέψη του. Οι Μαρξ και Ένγκελς ουσιαστικά περιγράφουν την παγκοσμιοποίηση της εποχής, η οποία βασιζόταν στην ραγδαία πρόοδο της τεχνολογίας, αλλά εξ’ αρχής είχε και μία πολιτιστική διάσταση, ανατρέποντας κοινωνικά θέσφατα σε όλον τον κόσμο. Το 1869, λίγο μετά τη δημοσίευση του «Κομμουνιστικού Μανιφέστου», άνοιξε η διώρυγα του Σουέζ, δίνοντας νέα ώθηση στο διεθνές εμπόριο. Δεκαετίες αργότερα ακολούθησε η διώρυγα του Παναμά. Η απελευθέρωση και διεθνοποίηση των συναλλαγών από τη μπουρζουαζία, εκτιμούν οι Μαρξ και Ένγκελς, «έχει καταστρέψει όλες τις φεουδαρχικές, πατριαρχικές, ειδυλλιακές σχέσεις». Αυτά δεν γράφονται προς υπεράσπιση της φεουδαρχίας, αλλά για να επισημανθεί στην αμέσως επόμενη πρόταση ότι «ο μοναδικός δεσμός ανάμεσα στους ανθρώπους είναι πλέον το γυμνό συμφέρον, η άνευ συναισθημάτων πληρωμή σε μετρητά».
Μία πληρωμή, η οποία παρακινεί τον άνθρωπο να υπολογίζει τα πάντα με όρους κόστους-οφέλους και να μεταβάλλει «την προσωπική αξιοπρέπεια σε ανταλλακτική αξία», όπως τονίζουν οι Μαρξ και Ένκελς. Μετά από 35 χρόνια ο Φρίντριχ Νίτσε στην «Χαρούμενη Επιστήμη» του θα συμπληρώσει ότι «ο Θεός έχει πεθάνει» για να συμπεράνει ότι χωρίς τον Θεό, εκλείπει κάθε επιθυμία για υπερβατικότητα. Και αυτό που μένει τελικά είναι η ανεξέλεγκτη αγορά, ο ωμός ανταγωνισμός. Μόνη ισχυρή δύναμη το χρήμα. Η μπουρζουαζία, γράφουν οι Μαρξ και Ένγκελς, «αναγκάζει όλα τα έθνη να οικειοποιηθούν τις δικές της μεθόδους παραγωγής αν δεν θέλουν να αφανιστούν, να ασπαστούν τον αποκαλούμενο πολιτισμό και εν τέλει να γίνουν τα ίδια μπουρουαζία. Με άλλα λόγια δημιουργεί έναν κόσμο κατ΄εικόνα και καθ΄ομοίωσιν».
Επίθεση στην ψυχή
Σε εποχές ανελέητου υλισμού παραμένει ωστόσο η νοσταλγία της αθωότητας και η αναζήτηση του υπερβατικού. Και όταν δεν ικανοποιείται, αναζητεί άλλες ατραπούς. Πρόσφατα παραδείγματα αποτελούν τα ισλαμιστικά κινήματα στη Μέση Ανατολή, ο ινδουϊστικός εθνικισμός στην Ινδία, το κήρυγμα της «λευκής υπεροχής» (white supremacy) στις ΗΠΑ, αλλά και το κίνημα των Ταυτοτικών σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες. Κοινός παρονομαστής τους η προσπάθεια να σταματήσουν τον χρόνο και την εξέλιξη, να αποδράσουν από την πραγματικότητα να επιβάλλουν αξίες περιφρονώντας όμως και τα ίδια την αξία του ανθρώπου.
Κέρστεν Κνιπ / Γιάννης Παπαδημητρίου
Via : www.dw.com