Γράφει : Δημήτριος Γκιόκας , Οικονομικός Αναλυτής
Όπως φαίνεται ξεκάθαρα από τη διαρροή μέσω Wilikeaks, το ΔΝΤ θεωρεί ότι το ελληνικό πρόγραμμα δεν βγαίνει με τα μέχρι στιγμής συμφωνηθέντα μέτρα(€5,4 δισ). Πιέζει λοιπόν τους Ευρωπαίους για ελάφρυνση του χρέους, ώστε αυτό να καταστεί βιώσιμο με χαμηλότερο πλεόνασμα 1,5%, αντί του συμφωνηθέντος 3,5% του ΑΕΠ το 2018. Εναλλακτικά, σε περίπτωση που η Ευρώπη δε δεχθεί ελάφρυνση χρέους, θα προτείνει ένα συμβιβασμό για πλεόνασμα 2,5%, κάτι όμως που συνεπάγεται επιπλέον μέτρα €1,8 δισ.
Η Ευρώπη δεν επιθυμεί να ανοίξει η συζήτηση για το χρέος στην παρούσα φάση, κρίνει όμως πολύ σημαντική την παραμονή του ΔΝΤ στο πρόγραμμα(το οποίο δεν έχει δώσει χρήματα στην Ελλάδα από τον Ιούνιο 2014!). Βιάζεται να κλείσει η αξιολόγηση το αργότερο ένα μήνα πριν το Βρετανικό δημοψήφισμα, ώστε να κατευνάσει τα ευρωσκεπτιστικά αντανακλαστικά. Δείχνει λοιπόν να δέχεται να βάλει νερό στο κρασί της και να μην εξωθήσει τη διαπραγμάτευση με την ελληνική κυβέρνηση στα άκρα, έστω κι αν χρειαστεί να κάνει πασαλείμματα ή να μεταθέσει για αργότερα ακανθώδη ζητήματα, όπως τα κόκκινα δάνεια ή το νέο υπερταμείο ιδιωτικοποιήσεων. Το αντάλλαγμα θα είναι φυσικά η Ελλάδα να βάλει γερή πλάτη στο προσφυγικό και να σηκώσει σχεδόν μόνη της ένα τεράστιο, διεθνές πρόβλημα.
Η κυβέρνηση ξέροντας ότι επιπλέον μέτρα δε θα περάσουν από την κοινοβουλευτική ομάδα, πόσο μάλλον από την κοινωνία, είναι διατεθειμένη να θυσιάσει προσωρινά το «άγιο δισκοπότηρο» του χρέους, ώστε να κλείσει έγκαιρα η αξιολόγηση, πριν επανέλθει ο κίνδυνος χρεοκοπίας τον Ιούλιο, όταν λήγουν ομόλογα €2,3 δισ. της ΕΚΤ. Αφήνει στην άκρη τη ρητορική του ΔΝΤ για μείωση του χρέους, την οποία εκμεταλλεύτηκε επικοινωνιακά στις εκλογές του Σεπτεμβρίου, και παίρνει το μέρος των Ευρωπαίων, που είναι όμως αντίθετοι στην ελάφρυνση! Ο στόχος πίσω από αυτή την αλλαγή στάσης είναι να πιεστεί το ταμείο να αποχωρήσει με διακριτικό τρόπο από το ελληνικό πρόγραμμα, λαμβάνοντας απλά ρόλο συμβουλευτικό. Ασφαλώς εκτιμά ότι ταεπικοινωνιακά οφέλη από την έξοδο του ΔΝΤ θα είναι εξίσου σημαντικά, όπως και αν γινόταν ελάφρυνση του χρέους.
Με βάση τα παραπάνω, 2 είναι τα πιθανά σενάρια:
Σενάριο 1
Κλείνει η αξιολόγηση μέχρι τέλη Απριλίου με τα μέτρα που συμφωνήθηκαν και μετατίθεται για το Σεπτέμβριο η κουβέντα για τα υπόλοιπα ανοιχτά μέτωπα. Θα πρόκειται πάντως για μια συμφωνία ιδιαίτερα επώδυνη, καθώς εκτός από το ασφαλιστικό και τη φορολογία εισοδήματος θα περιλαμβάνει αύξηση ΦΠΑ σε προϊόντα από το 13% στο 23%, αύξηση φόρου κατανάλωσης στο πετρέλαιο, αύξηση χρεώσεων κινητής τηλεφωνίας, ίσως και φόρου στις τραπεζικές συναλλαγές… Δεν ανοίγει η συζήτηση για το χρέος, ενώ το ΔΝΤ κρατά στάση αναμονής και επανέρχεται το Σεπτέμβριο για την προοπτική ανανέωσης ή όχι της συμμετοχής του.
Σενάριο 2
Οι δανειστές ακολουθούν συμβιβαστικό δρόμο με το ΔΝΤ και υιοθετούν εν πολλοίς την πιο άκαμπτη στάση του. Ζητάνε δηλαδή επιπλέον μέτρα, διευρύνοντας παράλληλα τις απαιτήσεις τους σε μισθολογικό κόστος δημοσίου (αυξημένο κατά €400 εκ το 2016), εργασιακά, μεταρρυθμίσεις κτλ, χωρίς σαφείς δεσμεύσεις για το χρέος.
Αν συμβεί το 2ο σενάριο η κυβέρνηση με την πλάτη στον τοίχο είναι πολύ πιθανό να προβεί σε μία από τις παρακάτω 2 επιλογές:
I. Να αποδράσει μέσω εκλογών, σηκώνοντας το γάντι στο αίτημα της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Η λογική πίσω από αυτή την κίνηση είναι ότι απαλλάσσεται από την υποχρέωση λήψης επώδυνων μέτρων και αφήνει την καυτή πατάτα στη Νέα Δημοκρατία. Ανασυντάσσει αργότερα τις δυνάμεις της και επιστρέφει για να πάρει τη ρεβάνς σε ένα νέο εκλογικό γύρο υπό καλύτερες συνθήκες και πιο ευνοϊκές μακροοικονομικές εξελίξεις.
II. Να παρουσιάσει με κάθε λεπτομέρεια στο λαό τα μέτρα που της προτείνουν οι δανειστές και να τα αποκηρύξει με κάθε μεγαλοπρέπεια. Να διακηρύξει κατόπιν δημοψήφισμα για Ευρώ ή Δραχμή την ίδια περίπου περίοδο με το Βρετανικό δημοψήφισμα, τασσόμενη ανοιχτά υπέρ της δραχμής και ενώνοντας τις δυνάμεις της με τους απανταχού ευρωσκεπτικιστές. Θα ποντάρει στο θυμικό των ταλαιπωρημένων από τα 7 χρόνια ύφεσης και λιτότητας πολιτών, χωρίς να υπολογίσει τις τεράστιες συνέπειες αυτής της κίνησης. Μειονέκτημα βέβαια είναι το γεγονός ότι με τα μέχρι στιγμής πεπραγμένα της έχει χάσει στο εσωτερικό την καλή μαρτυρία και τη δημοφιλία που είχε.
Αδιαμφισβήτητα οι πιστωτές παραμένουν στενόμυαλα προσκολλημένοι στη λογική των οριζόντιων δημοσιονομικών μέτρων, αντί να δώσουν έμφαση στην εφαρμογή των διαρθρωτικών αλλαγών που έχει ανάγκη η χώρα για να επανεκκινήσει. Όλες όμως οι κυβερνήσεις που πέρασαν τα χρόνια της κρίσης και των μνημονίων έκαναν τα εξής 2 μοιραία σφάλματα:
1) Προσπάθησαν να μεταθέσουν για αργότερα την επίλυση των προβλημάτων ώστε να αποφύγουν προσωρινά το πολιτικό κόστος. Ως συνέπεια, τα προβλήματα διογκώθηκαν και εν τέλει τις έπνιξαν όλες ανεξαιρέτως, ενώ δεν γλίτωσαν την οργή του κόσμου για την καταστρεπτική αναβλητικότητά τους.
2) Προσπάθησαν να προστατεύσουν τα προνόμια της εκλογικής πελατείας τους, με αποτέλεσμα να επιλέξουν την πολιτική των ατέρμονων φόρων και τυφλών περικοπών, διαλύοντας την οικονομία και μετακυλίοντας όλα τα βάρη στους συνεπείς πολίτες. Για το συμφέρον μερικών χιλιάδων εκλεκτών, υποθήκευσαν την τύχη 11 εκατ. ανθρώπων.
Με αυτή την πολιτική η χώρα παραμένει ακόμη σε καθεστώς ασφυκτικής επιτήρησης, ενώ οι παθογένειες που την οδήγησαν στη χρεοκοπία παραμένουν αναλλοίωτες: αναποτελεσματική δημόσια διοίκηση, πελατειακό κράτος, φοροδιαφυγή, διαφθορά έλλειψη παραγωγικού ιστού, αργή δικαιοσύνη, κλειστά επαγγέλματα κ.αλ. Έτσι ασφαλώς δεν μπορεί να ορθοποδήσει με κανένα νόμισμα, δεν είναι άλλωστε εκεί το πρόβλημα.
Χρειάζεται επιτέλους θάρρος, ικανότητα, σχέδιο και συναίνεση. Ό,τι μας έλειψε μέχρι τώρα.
Via : www.huffingtonpost.gr