Στις αρχές 1918, η σοβιετική κυβέρνηση ανέστειλε την αποπληρωμή του εξωτερικού χρέους και, αρχές Φλεβάρη 1918, αποφάσισε την αποκήρυξη όλων των τσαρικών χρεών καθώς και των χρεών που, μεταξύ Φλεβάρη και Νοέμβρη 1917, είχε συνάψει η προσωρινή κυβέρνηση για να συνεχίσει τον πόλεμο. Ταυτόχρονα αποφάσισε να απαλλοτριώσει όλα τα υπάρχοντα των ξένων κεφαλαιοκρατών στη Ρωσία για να τα αποδώσει και πάλι στην εθνική περιουσία. Αποκηρύσσοντας τα χρέη, η σοβιετική κυβέρνηση έθετε σε εφαρμογή την απόφαση που είχε ληφθεί το 1905 από το σοβιέτ της Αγίας Πετρούπολης και τα διάφορα κόμματα που το στήριζαν. Αυτό προκάλεσε την ομόφωνη διαμαρτυρία των πρωτευουσών των συμμάχων μεγάλων δυνάμεων.
του Eric Toussaint
το πρώτο μέρος εδώ
Διάταγμα περί Ειρήνης
Η σοβιετική κυβέρνηση πρότεινε ειρήνη χωρίς προσάρτηση και χωρίς αντισταθμίσματα/επανορθώσεις. Πρόσθετε την εφαρμογή του δικαιώματος αυτοπροσδιορισμού των λαών. Επρόκειτο για την εφαρμογή αρχών τελείως καινοτόμων ή επαναστατικών στις σχέσεις μεταξύ των Κρατών. Αποδείχτηκε πως η πολιτική αυτή της σοβιετικής κυβέρνησης εμπόδισε και ταυτόχρονα επηρέασε εκείνη του προέδρου Γούντροου Γουίλσον |13| ο οποίος είχε καταστήσει την αυτοδιάθεση των λαών κεντρικό στοιχείο της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ |14|.Τα κίνητρα των μπολσεβίκων και εκείνα της κυβέρνησης των ΗΠΑ ήταν σίγουρα διαφορετικά. Οι ΗΠΑ που δεν είχαν σημαντικές αποικίες είχαν κάθε συμφέρον να αποδυναμώσουν την βρετανική και την γερμανική αυτοκρατορία, και τις αποικιοκρατικές δυνάμεις που ήταν το Βέλγιο, η Γαλλία, οι Κάτω Χώρες… ώστε να καταλάβουν την θέση τους εφαρμόζοντας άλλες μεθόδους. Το καλύτερο διπλωματικό και ανθρωπιστικό επιχείρημα ήταν το δικαίωμα στην αυτοδιάθεση των λαών της Αφρικής, της Καραϊβικής, της Ασίας που βρίσκονταν ακόμη υπό αποικιακό ζυγό. Για τους μπολσεβίκους, το θέμα ήταν να μπει τέλος στην τσαρική αυτοκρατορία την οποία κατήγγειλαν ως φυλακή των λαών.
Το αίτημα για ειρήνη αποτελούσε ένα από τα θεμελιώδη αίτια που είχαν προκαλέσει τον επαναστατικό ξεσηκωμό του 1917. Η συντριπτική πλειοψηφία των Ρώσων στρατιωτών αρνούνταν την συνέχιση του πολέμου. Ήταν σχεδόν εξ ολοκλήρου χωρικοί που ήθελαν να επιστρέψουν στις οικογένειές τους και να δουλέψουν την γη. Επίσης, εδώ και πολλά χρόνια, αρκετά πριν το ξέσπασμα του πολέμου, στα πλαίσια της σοσιαλιστικής διεθνούς της οποίας ήταν μέλη ως την προδοσία του 1914, οι μπολσεβίκοι ήταν αντίθετοι στην πολιτική προετοιμασίας του πολέμου, δηλώνοντας ότι χρειάζονταν κοινός αγώνας για να τεθεί τέλος στον καπιταλισμό και το ιμπεριαλιστικό του στάδιο καθώς και στις αποικιακές κτήσεις του.
Για να εφαρμόσει πρακτικά αυτόν τον προσανατολισμό, η σοβιετική κυβέρνηση ήταν αναγκασμένη να ξεκινήσει χωριστές διαπραγματεύσεις με το Βερολίνο και τους συμμάχους του διότι, το 1917, Λονδίνο, Παρίσι και Ουάσιγκτον ήθελαν να συνεχίσουν τον πόλεμο. Η σοβιετική κυβέρνηση προσπάθησε πράγματι να οδηγήσει αυτές τις σύμμαχες πρωτεύουσες στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων αλλά χωρίς επιτυχία. Αφού υπέγραψε ανακωχή με τη γερμανική αυτοκρατορία στα μέσα Δεκέμβρη 1917, καθυστέρησε τις διαπραγματεύσεις με το Βερολίνο επί πέντε μήνες. Ήλπιζε να δει πολλούς λαούς της Ευρώπης, και κατά πρώτον τον γερμανικό λαό, να ξεσηκώνονται εναντίον των κυβερνήσεών τους για να επιτύχουν την ειρήνη. Ήλπιζε επίσης μάταια ότι ο πρόεδρος Γουίλσον θα παρείχε στήριξη στην σοβιετική Ρωσία απέναντι στην Γερμανία |15|.Ήθελε επίσης να αποδείξει στη διεθνή κοινή γνώμη ότι επιθυμούσε μια γενική ειρήνη, τόσο στην Δύση όσο και στην Ανατολή, κι ότι μόνον ως τελευταία λύση θα κατέληγε να υπογράψει ξεχωριστή ειρήνη με το Βερολίνο.
Από τον Δεκέμβρη του 1917, η σοβιετική κυβέρνηση άρχισε να δημοσιεύει πολλά απόρρητα έγγραφα που έδειχναν πώς οι μεγάλες ευρωπαϊκές δυνάμεις ετοιμάζονταν να μοιραστούν επικράτειες και λαούς περιφρονώντας το δικαίωμα στην αυτοδιάθεσή τους. Επρόκειτο ειδικότερα για μια συμφωνία μεταξύ Παρισιού, Λονδίνου και Μόσχας, που είχε συναφθεί το 1915 και πρόβλεπε ότι, μετά τη νίκη, η τσαρική αυτοκρατορία θα είχε το δικαίωμα να πάρει την Κωνσταντινούπολη, η Γαλλία θα ανακτούσε την Αλσατία και την Λωρραίνη και το Λονδίνο θα μπορούσε να πάρει τον έλεγχο της Περσίας |16|.Αρχές Μαρτίου 1918, η σοβιετική κυβέρνηση υπέγραφε το σύμφωνο του Μπρεστ-Λιτόφσκ με το Βερολίνο. Το τίμημα ήταν ιδιαίτερα υψηλό, καθώς η γερμανική αυτοκρατορία έπαιρνε ένα μεγάλο τμήμα των δυτικών εδαφών της ρωσικής αυτοκρατορίας: ένα τμήμα των χωρών της Βαλτικής, ένα τμήμα της Πολωνίας και της Ουκρανίας. Εν ολίγοις, η συνθήκη αυτή ακρωτηρίαζε την Ρωσία κατά 26 % του πληθυσμού της, 27 % της καλλιεργούμενης γης της, 75 % της παραγωγής της σε ατσάλι και σίδηρο.
Η επέμβαση των συμμαχικών δυνάμεων εναντίον της σοβιετικής Ρωσίας
Το κάλεσμα της σοβιετικής κυβέρνησης για επανάσταση σε ολόκληρο τον κόσμο, σε συνδυασμό με την θέλησή της να βάλει τέλος στον πόλεμο, να αποκηρύξει τα χρέη που απαιτούσαν οι συμμαχικές δυνάμεις και να εφαρμόσει μέτρα εθνικοποίησης οδήγησε τους δυτικούς ηγέτες να ξεκινήσουν μαζική επίθεση κατά της σοβιετικής Ρωσίας με σκοπό την ανατροπή της επαναστατικής κυβέρνησης και την αποκατάσταση της καπιταλιστικής τάξης. Η ξένη επέμβαση ξεκίνησε το καλοκαίρι του 1918 και τελείωσε τέλη 1920, όταν οι δυτικές πρωτεύουσες διαπίστωσαν την αποτυχία τους και αναγκάστηκαν να αναγνωρίσουν πως η σοβιετική κυβέρνηση και ο Κόκκινος Στρατός είχαν αναλάβει τον έλεγχο της επικράτειας. 14 χώρες συμμετείχαν με στρατιωτικές δυνάμεις σε αυτήν την επίθεση. Η Γαλλία έστειλε 12.000 στρατιώτες (στην Μαύρη Θάλασσα και στο Βορρά), το Λονδίνο έστειλε 40.000 (κατά κύριο λόγο στο Βορρά), η Ιαπωνία 70.000 (στη Σιβηρία), η Ουάσιγκτον, 13.000 (στο Βορρά μαζί με τους Βρετανούς και τους Γάλλους), οι Πολωνοί 12.000 (στη Σιβηρία και το Μούρμανσκ), η Ελλάδα 23.000 (στη Μαύρη Θάλασσα), ο Καναδάς 5.300 |17|. Σημειωτέον ότι η ιαπωνική επέμβαση παρατάθηκε ως τον Οκτώβρη του 1922. Σύμφωνα με τον Γουίνστον Τσώρτσιλ, υπουργό πολέμου της βρετανικής κυβέρνησης, τα συμμαχικά ξένα στρατεύματα έφθαναν τους 180.000 στρατιώτες.
Η γαλλική κυβέρνηση ήταν η πιο βίαια αντίθετη προς την σοβιετική κυβέρνηση και, αυτό, από την αρχή. Πολλοί είναι οι λόγοι που εξηγούν την αντίθεση αυτή: 1. φοβόταν την επέκταση στην Γαλλία του επαναστατικού κινήματος που είχε ξεκινήσει ο ρωσικός λαός καθώς η αντίθεση στη συνέχιση του πολέμου ήταν έντονη στον γαλλικό πληθυσμό, 2. Η σοβιετική απόφαση αποκήρυξης του χρέους επηρέαζε την Γαλλία περισσότερο από κάθε άλλη χώρα, δεδομένου ότι τα ρωσικά δάνεια είχαν εκδοθεί στο Παρίσι και κατέχονταν στην πλειοψηφία τους, στην Γαλλία.
Αποδείχτηκε ότι η γαλλική κυβέρνηση, το 1917, είχε ξεκινήσει μυστικές συζητήσεις με το Βερολίνο για να καταλήξει σε συμφωνία ειρήνης που πρόβλεπε να επιτραπεί στην γερμανική αυτοκρατορία να επεκταθεί προς Ανατολάς, σε βάρος της επαναστατικής Ρωσίας, υπό τον όρο να επιστρέφονταν στην Γαλλία η Αλσατία και η Λωρραίνη. Η άρνηση του Βερολίνου να κάνει αυτήν την παραχώρηση στο Παρίσι έθεσε τέλος σε αυτές τις διαπραγματεύσεις |18|.
Η ανακωχή της 11ης Νοεμβρίου 1918 που υπογράφτηκε μεταξύ των δυτικών πρωτευουσών και του Βερολίνου πρόβλεπε την προσωρινή παραμονή των γερμανικών στρατευμάτων στα «ρωσικά» εδάφη που κατείχαν. Βάσει του άρθρου 12 της ανακωχής, η Γερμανία έπρεπε να εγκαταλείψει όλα τα παλαιά ρωσικά εδάφη «μόλις οι Σύμμαχοι κρίνουν πως η στιγμή είναι κατάλληλη, εν όψει της εσωτερικής κατάστασης στα εν λόγω εδάφη» |19|.Ο στόχος ήταν να επιτραπεί στον αυτοκρατορικό στρατό να εμποδίσει την σοβιετική κυβέρνηση να ανακτήσει γρήγορα τον έλεγχο των εδαφών που είχαν παραχωρηθεί στην Γερμανία με το σύμφωνο του Μπρεστ-Λιτόφσκ. Η ιδέα των Συμμάχων ήταν να επιτραπεί στις αντι-μπολσεβίκικες δυνάμεις να πάρουν τον έλεγχο των εδαφών αυτών και να τα καταστήσουν προγεφύρωμα για την ανατροπή της κυβέρνησης.
Ο Βρετανός ιστορικός E. H. Carr δείχνει πόσο λίγο δημοφιλής ήταν η επέμβαση κατά της Σοβιετικής Ρωσίας: «Όταν οι σύμμαχοι πολιτικοί ηγέτες συγκεντρώθηκαν στο Παρίσι για την Διάσκεψη για την Ειρήνη, τον Ιανουάριο του 1919, συζήτησαν σχετικά με την κατοχή της Ρωσίας από τα συμμαχικά στρατεύματα. Ο Βρετανός πρωθυπουργός, Λόυντ Τζωρτζ, δήλωσε στους ομολόγους του ότι «αν επιχειρούσε τώρα να στείλει μια χιλιάδα βρετανών στρατιωτών για κατοχή της Ρωσίας, οι στρατιώτες θα στασίαζαν» και ότι «αν επιχειρούσε στρατιωτική εκστρατεία κατά των μπολσεβίκων, η Αγγλία θα γίνονταν μπολσεβίκικη». Ο Λόυντ Τζωρτζ, όπως το συνήθιζε, επιχειρούσε να εντυπωσιάσει τα πνεύματα αλλά, συγχρόνως, η διαίσθησή του αντιλαμβάνονταν ορθά τα συμπτώματα. Στις αρχές του 1919, ξέσπασαν σοβαρές ανταρσίες στον γαλλικό στόλο και στις στρατιωτικές μονάδες που είχαν κάνει απόβαση στην Οδησσό καθώς και σε άλλα λιμάνια της Μαύρης Θάλασσας. Αρχές Απρίλη, υποχώρησαν εσπευσμένα. Όσο για τις πολυεθνικές δυνάμεις υπό αγγλική διοίκηση στο μέτωπο του Αρχαγγέλσκ, ο επικεφαλής των στρατιωτικών επιχειρήσεων στο αγγλικό υπουργείο πολέμου γνωστοποίησε ότι το ηθικό τους ήταν «τόσο χαμηλό που ήταν εύκολη λεία για την προπαγάνδα των μπολσεβίκων, που ήταν πολύ έντονη και υπόγεια, και που ο εχθρός διαδίδει με όλο και μεγαλύτερη ενέργεια και ταλέντο.» Πολύ αργότερα, επίσημες αμερικανικές εκθέσεις αποκάλυψαν τις λεπτομέρειες της κατάστασης. Την 1η Μαρτίου 1919, ξέσπασε ανταρσία στις γαλλικές δυνάμεις που είχαν λάβει διαταγή να κατευθυνθούν στο μέτωπο. Μερικές μέρες νωρίτερα, ένας βρετανικός λόχος πεζικού «αρνήθηκε να πάει στο μέτωπο». Λίγο αργότερα, ένας αμερικανικός λόχος «αρνήθηκε για ένα διάστημα να επιστρέψει στο μέτωπο». Μπροστά στα γεγονότα αυτά, η βρετανική κυβέρνηση αποφάσισε τον Μάρτη του 1919 να εγκαταλείψει τον Βορρά της Ρωσίας – αναχώρηση που ολοκληρώθηκε μόνο μετά από έξι μήνες.» |20|
Δυτικές στρατιωτικές επεμβάσεις στα Δυτικά της Ρωσίας, το 1919 και το 1920
Ο Γουίνστον Τσώρτσιλ ήταν από τα κύρια γεράκια του δυτικού στρατοπέδου. Επωφελούμενος της απουσίας του Λόυντ Τζωρτζ και του προέδρου των ΗΠΑ, σε μια διάσκεψη κορυφής που έλαβε χώρα στο Παρίσι στις 19 Φεβρουαρίου 1919, ο Τσώρτσιλ παρενέβη για να πείσει τις άλλες κυβερνήσεις να συμπληρώσουν την επέμβασή τους με άμεση στήριξη των δυνάμεων των Λευκών Ρώσων στρατηγών, πρότεινε να τους στείλουν «εθελοντές, τεχνικούς όπλων, πυρομαχικά, τανκς, αεροπλάνα, κλπ.» και να «εξοπλίσουν τις αντι-μπολσεβίκικες δυνάμεις» |21|.
Οι Σύμμαχοι προσπάθησαν να πείσουν τις νέες γερμανικές αρχές (υπέρ της Δύσης) να συμμετέχουν στην δράση κατά της μπολσεβίκικης Ρωσίας. Παρά την πολύ έντονη πίεση των δυτικών πρωτευουσών, τον Οκτώβρη του 1919, το Reichstag, το γερμανικό κοινοβούλιο, όπου οι σοσιαλιστές (SPD) και οι φιλελεύθεροι αποτελούσαν την πλειοψηφία, ψήφισε ομόφωνα κατά της προσχώρησης της Γερμανίας στον αποκλεισμό που είχαν αποφασίσει οι Σύμμαχοι κατά της σοβιετικής Ρωσίας. Για ολοκληρωμένη εικόνα, πρέπει να προσθέσουμε ότι, συγχρόνως, Γερμανοί στρατηγοί όπως ο Λούντεντορφ και, ειδικά, ο Von der Goltz που διοικούσε τα τελευταία οργανωμένα κατάλοιπα της πάλαι ποτέ αυτοκρατορικής στρατιάς, στήριζαν στρατιωτικές επιχειρήσεις Ανατολικά, για να βοηθήσουν τους Λευκούς Ρώσους στρατηγούς κατά των μπολσεβίκων. Το πραγματοποιούσαν με την υποστήριξη των δυτικών πρωτευουσών |22|.
Είναι προφανές ότι τόσο οι δυτικές κυβερνήσεις όσο και εκείνες των κεντρικών δυνάμεων που είχαν ηττηθεί (γερμανική αυτοκρατορία και Αυστρο-Ουγγαρία) φοβόνταν την επέκταση της επανάστασης στις χώρες τους. Σε ένα απόρρητο έγγραφο, ο Λόυντ Τζωρτζ έγραφε στις αρχές του 1919: «Ολόκληρη η Ευρώπη έχει κατακτηθεί από το επαναστατικό πνεύμα. Μεταξύ των εργατών υπάρχει ένα βαθύ αίσθημα, όχι μόνο δυσαρέσκειας αλλά και οργής και αγανάκτησης κατά των προπολεμικών συνθηκών. Η καθεστηκυία τάξη αμφισβητείται από πολιτικής, κοινωνικής, οικονομικής πλευράς από τις μάζες του πληθυσμού, απ’άκρη σ’άκρη της Ευρώπης» |23|. Ο φόβος αυτός της επανάστασης δεν ήταν φανταστικός και εξηγεί σε μεγάλο βαθμό τη βία της επίθεσης κατά της Ρωσίας των μπολσεβίκων.
Η ξένη επέμβαση στήριξε τις επιθέσεις των Λευκών Ρώσων στρατηγών και παράτεινε τον εμφύλιο πόλεμο που ήταν φονικότατος (προκάλεσε περισσότερους νεκρούς απ’ό,τι ο παγκόσμιος πόλεμος στην Ρωσία |24|).Το κόστος της ξένης επέμβασης, σε ανθρώπινες ζωές και σε υλικές καταστροφές ήταν σημαντικότατο και η σοβιετική κυβέρνηση απαίτησε αργότερα το θέμα αυτό να ληφθεί υπόψη στις διεθνείς διαπραγματεύσεις σχετικά με την αποκήρυξη του χρέους (βλ. παρακάτω).
Ο οικονομικός και χρηματοοικονομικός αποκλεισμός της σοβιετικής Ρωσίας, ο αποκλεισμός του ρωσικού χρυσού
Από το 1918, η σοβιετική Ρωσία αποτέλεσε αντικείμενο αποκλεισμού από πλευράς των συμμαχικών δυνάμεων. Η σοβιετική κυβέρνηση ήταν έτοιμη να πληρώσει σε χρυσό την εισαγωγή αγαθών που της ήταν απολύτως απαραίτητα. Όμως καμία από τις μεγάλες τράπεζες και καμία κυβέρνηση στον κόσμο δεν μπορούσε τότε να δεχθεί τον σοβιετικό χρυσό χωρίς να έλθει σε άμεση σύγκρουση με τις συμμαχικές κυβερνήσεις. Πράγματι, Παρίσι, Λονδίνο, Ουάσιγκτον, Βρυξέλλες,… θεωρούσαν πως ο ρωσικός χρυσός έπρεπε να περιέλθει σε αυτές ως αποζημίωση των κεφαλαιοκρατών των οποίων η περιουσία είχε απαλλοτριωθεί στην Ρωσία και ως αποπληρωμή των χρεών. Αυτό ήταν ένα πολύ σημαντικό εμπόδιο για το σοβιετικό εμπόριο. Στις ΗΠΑ, κάθε πρόσωπο ή επιχείρηση που επιθυμούσε να πραγματοποιήσει συναλλαγή με χρυσό ή να μπει στην χώρα με χρυσό έπρεπε να κάνει την ακόλουθη δήλωση: «Ο κάτωθι υπογεγραμμένος, ιδιοκτήτης μεριδίου χρυσού … δηλώνω και εγγυώμαι δια της παρούσας ότι ο χρυσός αυτός δεν είναι μπολσεβίκικης προέλευσης και δεν υπήρξε ποτέ στην κατοχή της λεγόμενης μπολσεβίκικης Κυβέρνησης της Ρωσίας. Ο κάτωθι υπογεγραμμένος, επίσης, …. εγγυώμαι για πάντα, στις ΗΠΑ, χωρίς κανέναν περιορισμό ή επιφύλαξη, το δικαίωμα επί του εν λόγω χρυσού.» |25|.
Πρέπει να προσθέσουμε ότι μετά την παράδοση της Γερμανίας, τον Νοέμβρη του 1918, η Γαλλία πέτυχε να ανακτήσει τα σημαντικά λύτρα σε χρυσό που το Βερολίνο είχε λάβει σε εφαρμογή της συνθήκης ειρήνης του Μπρεστ-Λιτόφσκ που είχε υπογραφεί το Μάρτη του 1918 |26|.Η Γαλλία αρνούνταν να επιστρέψει αυτόν τον χρυσό στη Ρωσία, θεωρώντας ότι επρόκειτο για ένα τμήμα των επανορθώσεων που η Γερμανία έπρεπε να καταβάλλει στο Παρίσι. Σημειωτέον ότι ο αποκλεισμός του ρωσικού χρυσού συνεχίστηκε εν μέρει επί πολλά χρόνια. Με αυτόν τον τρόπο κατάφερε η Γαλλία, το 1928, να πείσει τις αρχές της Ουάσιγκτον να απαγορεύσουν πληρωμή σε ρωσικό χρυσό μιας σύμβασης μεταξύ της Ρωσίας και μιας ιδιωτικής εταιρείας των ΗΠΑ.
Η συνθήκη των Βερσαλλιών υπογράφεται τελικά στις 28 Ιουνίου 1919, χωρίς την συμμετοχή της Σοβιετικής Ρωσίας. Όμως, η Συνθήκη των Βερσαλλιών ακύρωνε το Σύμφωνο του Μπρεστ-Λιτόφσκ. Βάσει του άρθρου 116 της συνθήκης των Βερσαλλιών, η Ρωσία μπορούσε να ζητήσει αποζημιώσεις από την Γερμανία. Πράγμα που δεν έκανε, καθώς ήθελε να διατηρήσει συνοχή με την θέση της υπέρ μιας ειρήνης χωρίς προσάρτηση και χωρίς αίτημα αποζημίωσης. Κατά κάποιον τρόπο, αυτό που είχε σημασία για κείνην ήταν να καταργηθεί το Σύμφωνο του Μπρεστ-Λιτόφσκ και να επιστραφούν στους λαούς που είχαν λεηλατηθεί (λαοί των Βαλτικών χωρών, της Πολωνίας, της Ουκρανίας, της Ρωσίας,…) τα εδάφη που η Γερμανία είχε προσαρτήσει τον Μάρτη του 1918, σύμφωνα με το δικαίωμα στην αυτοδιάθεση που υπερασπίζονταν η νέα σοβιετική κυβέρνηση.
Οι συνθήκες με τις δημοκρατίες της Βαλτικής, την Πολωνία, την Περσία, την Τουρκία…
Έτσι, το δικαίωμα αυτό το επικαλούνται τα πρώτα άρθρα κάθε συνθήκης ειρήνης που υπέγραψε η σοβιετική Ρωσία με τα νέα Κράτη της Βαλτικής, το 1920: την Εσθονία, στις 2 Φλεβάρη, την Λιθουανία, στις 12 Ιουλίου, και την Λετονία, στις 11 Αυγούστου. Αυτές οι συνθήκες ειρήνης μοιάζουν μεταξύ τους και η ανεξαρτησία των Κρατών αυτών – που είχαν ενσωματωθεί δια της βίας στην τσαρική αυτοκρατορία -διατρανώνεταιι συστηματικά στο πρώτο ή στο δεύτερο άρθρο. Μέσα από τις συνθήκες αυτές, η Ρωσία διακηρύσσει την αντίθεσή της στην κυριαρχία του χρηματοοικονομικού κεφαλαίου και την απόφασή της να αποκηρύξει τα τσαρικά χρέη. Πράγματι, η συνθήκη που υπογράφεται στις 2 Φλεβάρη με την Εσθονία αναφέρει: «Η Εσθονία δεν θα φέρει κανένα τμήμα ευθύνης για τα χρέη και οποιεσδήποτε άλλες υποχρεώσεις της Ρωσίας (…).Όλες οι απαιτήσεις των πιστωτών της Ρωσίας σχετικά με το τμήμα των χρεών που αφορά την Εσθονία πρέπει να απευθύνονται μόνον κατά της Ρωσίας.» Παρόμοιες διατάξεις έναντι της Λιθουανίας και της Λετονίας περιλαμβάνονται στις συνθήκες που υπογράφτηκαν με τα Κράτη αυτά. Πέραν της επιβεβαίωσης ότι οι λαοί δεν πρέπει να υποχρεώνονται να καταβάλλουν αθέμιτα χρέη που συνάφθηκαν στο όνομά τους αλλά όχι προς το συμφέρον τους, η σοβιετική Ρωσία αναγνωρίζει έτσι τον ρόλο καταπιεστή που έπαιξε η τσαρική Ρωσία απέναντι στα μειονοτικά έθνη που αποτελούσαν την αυτοκρατορία.
Εφαρμόζοντας τις αρχές που διακηρύσσει, η σοβιετική Ρωσία προχωρά ακόμη παραπέρα. Σε αυτές τις συνθήκες ειρήνης, δεσμεύεται να αποδώσει στα καταπιεσμένα έθνη της Βαλτικής τα αγαθά που είχε ιδιοποιηθεί το τσαρικό καθεστώς (και ειδικότερα τα πολιτιστικά και ακαδημαϊκά αγαθά όπως τα σχολεία, τις βιβλιοθήκες, τα αρχεία, τα μουσεία) καθώς και ατομικά αγαθά που είχαν απομακρυνθεί από τα εδάφη της Βαλτικής κατά την διάρκεια του πρώτου παγκόσμιου πολέμου. Ως αντιστάθμισμα για τις ζημίες που προκλήθηκαν κατά την διάρκεια του πρώτου παγκόσμιου πολέμου στον οποίο συμμετείχε η τσαρική Ρωσία, η σοβιετική Ρωσία ανακοινώνει σε αυτές τις συνθήκες τη βούλησή της να δώσει 15 εκατομμύρια χρυσά ρούβλια στην Εσθονία, 3 εκατομμύρια χρυσά ρούβλια στην Λιθουανία και 4 εκατομμύρια χρυσά ρούβλια στην Λετονία, καθώς και το δικαίωμα για τα τρία αυτά Κράτη να εκμεταλλεύονται τα ρωσικά δάση που βρίσκονται κοντά στα σύνορά τους. Ενώ οι πιστώσεις του ρωσικού Κράτους επί των υπηκόων των Κρατών της Βαλτικής μεταφέρονται στις νέες ανεξάρτητες αρχές, οι συνθήκες ειρήνης που υπογράφονται με την Λιθουανία και την Λετονία προσδιορίζουν ότι τα χρέη των μικρών αγροτικών ιδιοκτητών προς τις παλιές ρωσικές κτηματικές τράπεζες που έχουν πλέον εθνικοποιηθεί δεν μεταφέρονται στις νέες κυβερνήσεις αλλά «διαγράφονται, απλά και ξάστερα». Οι διατάξεις αυτές επεκτείνονται στους μικροϊδιοκτήτες της Εσθονίας, δυνάμει του άρθρου 13 της συνθήκης ειρήνης που υπογράφτηκε με την χώρα που προβλέπει ότι οι «απαλλαγές, δικαιώματα ή ιδιαίτερα προνόμια» που παρέχονται στο νέο Κράτος που προέρχεται από την τσαρική αυτοκρατορία ή στους πολίτες του επεκτείνονται άμεσα και στην Εσθονία ή τους πολίτες της.
Υπογράφοντας τις συνθήκες αυτές, η σοβιετική Ρωσία, ενώ εφάρμοζε τις αρχές που ήθελε να υπερασπιστεί, επιζητούσε επίσης να βγει από την απομόνωση στην οποία την βύθισαν οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις από τις μέρες της Επανάστασης του Οκτώβρη. Τα Κράτη της Βαλτικής είναι τα πρώτα που θα σπάσουν τον αποκλεισμό που επιβλήθηκε στην Ρωσία και αυτές οι συμφωνίες ειρήνης ανοίγουν τον δρόμο για εμπορικές ανταλλαγές μεταξύ των διαφόρων μερών. Τον Μάρτη του 1921, μια παρόμοια συμφωνία ειρήνης υπογράφεται μεταξύ Ρωσίας, Ουκρανίας και Λευκορωσίας, αφενός, και της Πολωνίας, αφετέρου. Το έγγραφο αυτό απαλλάσσει την Πολωνία από κάθε ευθύνη σχετικά με τα χρέη που συνάφθηκαν στο όνομά της από την τσαρική αυτοκρατορία, προβλέπει την επιστροφή των αγαθών που είχε αρπάξει η τσαρική Ρωσία καθώς και την καταβολή επανορθώσεων στην Πολωνία, από την Ρωσία και την Ουκρανία, ύψους 30 εκατομμυρίων χρυσών ρουβλίων. Η υπογραφή της συνθήκης αυτής είναι ακόμη πιο σημαντική από αυτές των χωρών της Βαλτικής: η Πολωνία είναι μια δύναμη-κλειδί για την απομόνωση της Ρωσίας που επεδίωκαν οι συμμαχικές καπιταλιστικές δυνάμεις.
Η Πολωνία μετά τον 1ο Παγκόσμιο Πόλεμο
Το σύμφωνο φιλίας που υπογράφτηκε μεταξύ σοβιετικής Ρωσίας και Περσίας, στις 26 Φεβρουαρίου 1921, είναι ακόμη ένα δείγμα της θέλησης της σοβιετικής Ρωσίας να ευνοήσει την χειραφέτηση των καταπιεσμένων μέσω του δικαιώματός τους στην αυτοδιάθεση. Με το σύμφωνο αυτό, η Ρωσία διατρανώνει τη ρήξη με την «τυραννική πολιτική των αποικιοκρατικών κυβερνήσεων» της τσαρικής Ρωσίας και παραιτείται των εδαφών και των οικονομικών συμφερόντων που κατέχει στην Περσία. Από το πρώτο ήδη άρθρο του κειμένου αυτού, αναφέρεται: «Το σύνολο των συνθηκών και συμβάσεων που συνήφθηκαν μεταξύ Περσίας και τσαρικής Ρωσίας, η οποία καταπάτησε τα δικαιώματα του περσικού λαού, είναι άκυρες.» Έπειτα, το άρθρο 8 καταγγέλλει σαφώς τα χρέη που αξιώνονταν από την Περσία από το τσαρικό καθεστώς: η νέα ρωσική κυβέρνηση παραιτείται της οικονομικής πολιτικής του τσαρικού καθεστώτος στην Ανατολή «η οποία συνίστατο στον δανεισμό χρημάτων στην περσική κυβέρνηση, όχι με στόχο να συμμετέχει στην οικονομική ανάπτυξη της χώρας αλλά με στόχους πολιτικής υποταγής» και, συνεπώς, ακυρώνει τις ρωσικές αξιώσεις κατά της Περσίας.
Μερικές εβδομάδες αργότερα, η σοβιετική κυβέρνηση παραιτείται όλων των υποχρεώσεων, συμπεριλαμβανομένων των νομισματικών, της Τουρκίας έναντι της Ρωσίας, δυνάμει των συμφωνιών που είχε υπογράψει η τσαρική κυβέρνηση |27|.
Μετάφραση από τα γαλλικά: Christine Cooreman
Σημειώσεις:
|13| Ο Τόμας Γούντροου Γουίλσον (Thomas Woodrow Wilson), γεννήθηκε στο Staunton στις 28 Δεκεμβρίου 1856 και πέθανε στην Ουάσιγκτον στις 3 Φεβρουαρίου 1924, και ήταν ο 24ος πρόεδρος των ΗΠΑ. Εκλέχθηκε για δυο συνεχείς θητείες, από το 1913 ως το 1921.
|14| Βλ. την δήλωση του Γ. Γουίλσον, τον Φεβρουάριο του 1918 « every territorial settlement in this war must be made in the interest and for the benefit of the population concerned, and not as part of any mere adjustment compromise of claims amongst rival states » (κάθε εδαφική ρύθμιση σε αυτόν τον πόλεμο πρέπει να πραγματοποιηθεί προς το συμφέρον και το όφελος του πληθυσμού που αφορά και όχι ως συμβιβαστική προσαρμογή αξιώσεων μεταξύ αντίπαλων κρατών). Βλ. επίσης την δήλωση αυτή, το 1919, κατά την υπογραφή του συμφώνου δημιουργίας της Κοινωνίας των Εθνών « The fundamental principle of this treaty is a principle never aknowledged before… that the countries of the world belong to the people who live in them ». («Η θεμελιώδης αρχή πάνω στην οποία βασίζεται η συνθήκη αυτή είναι μια αρχή που δεν ανγνωρίστηκε ποτέ στο παρελθόν…ότι οι χώρες του κόσμου ανήκουν στους λαούς που ζουν σε αυτές») Οι δυο αυτές παραπομπές προέρχονται από το έργο της Odette Lienau, Rethinking Sovereign Debt : Politics, Reputation, and Legitimacy in Modern Finance, Harvard University, 2014, p. 62-63. http://www.hup.harvard.edu/catalog….
|15| Τον Ιανουάριο-Φεβρουάριο 1918, ο πρόεδρος Γουίλσον υιοθέτησε μια δημόσια στάση η οποία έμοιαζε θετική, έναντι της σοβιετικής Ρωσίας. Βλ. ειδικότερα το σημείο 6 της 14 σημείων δήλωσής του στο Κογκρέσο των ΗΠΑ, στις 8 Ιανουαρίου 1918 https://fr.wikipedia.org/wiki/Quato…
Όμως, στην πράξη, εν τέλει, ο Γουίλσον δεν θέλησε να παράσχει βοήθεια στους σοβιετικούς.
|16| Βλ. EDWARD H. CARR. 1952. La révolution bolchevique, Tome 3. La Russie soviétique et le monde (Η επανάσταση των μπολσεβίκων, Τόμος 3. Η σοβιετική Ρωσία και ο κόσμος), εκδ. Edition de Minuit, Παρίσι, 1974, κεφάλαιο 22. σ. 24 της γαλλικής έκδοσης του 1974.
|17| Βλ. ειδικότερα https://fr.wikipedia.org/wiki/Inter…
|18| Ο Λόυντ Τζωρτζ είναι που αναφέρθηκε σε αυτές τις διαπραγματεύσεις στα απομνημονεύματά του: Lloyd George, War Memoirs, IV, 1934, 2081-2107. Βλ. EDWARD H. CARR. 1952. La révolution bolchevique, Tome 3. La Russie soviétique et le monde (Η επανάσταση των μπολσεβίκων, Τόμος 3. Η σοβιετική Ρωσία και ο κόσμος), εκδ. Edition de Minuit, Παρίσι, 1974, κεφάλαιο 22. σ. 36 της γαλλικής έκδοσης του 1974.
|19| Βλ. EDWARD H. CARR. 1952. La révolution bolchevique, Tome 3. La Russie soviétique et le monde (Η επανάσταση των μπολσεβίκων, Τόμος 3. Η σοβιετική Ρωσία και ο κόσμος), εκδ. Edition de Minuit, Παρίσι, 1974, κεφάλαιο 28. σ. 317 της γαλλικής έκδοσης του 1974.
|20| EDWARD H. CARR. 1952. La révolution bolchevique, Tome 3. La Russie soviétique et le monde (Η επανάσταση των μπολσεβίκων, Τόμος 3. Η σοβιετική Ρωσία και ο κόσμος), εκδ. Edition de Minuit, Παρίσι, 1974, κεφάλαιο 13. σ. 136-137 της γαλλικής έκδοσης του 1974.
|21| Αναφορά από τον E. H. Carr, Τόμος 3, σ. 122 της γαλλικής έκδοσης του 1974.
|22| E. H. Carr, Τόμος 3, σ. 316 της γαλλικής έκδοσης του 1974.
|23| Αναφορά του E. H. Carr, Τόμος 3, σ. 139 της γαλλικής έκδοσης του 1974.
|24| Σχετικά με τον ρωσικό εμφύλιο πόλεμο, βλ. Jean-Jacques Marie, La guerre civile russe (1917-1922), 2005.
|25| The New York Times, 2 Απριλίου 1921, αναφορά του Alexander N. SACK, Les réclamations diplomatiques contre les soviets (1918-1938) (Οι διπλωματικές αξιώσεις κατά των σοβιέτ), Revue de droit international et de législation comparée, p. 301. Για την αγγλική έκδοση, βλ.: http://heinonline.org/HOL/LandingPa…
|26| Βλ.: Alexander N. SACK, Les réclamations diplomatiques contre les soviets (1918-1938) (Οι διπλωματικές αξιώσεις κατά των σοβιέτ), Revue de droit international et de législation comparée
|27| Carr, τ. 3, σ. 311-312.
Via : www.thepressproject.gr