Γράφει ο Γιώργος Ανδρίτσος , Διδάκτορας Ιστορίας
Ο κινηματογράφος έχει μια σημαντική διαφορά από τις περισσότερες τέχνες. Μπορεί σχετικά εύκολα να ελεγχθεί από την κρατική εξουσία, η οποία έχει τη δυνατότητα, με τους λογοκριτικούς μηχανισμούς, προληπτικούς και κατασταλτικούς, να επιβάλει περιορισμούς στην έκφραση των δημιουργών και να απαγορεύσει την προβολή μιας ταινίας, στερώντας τους τη δυνατότητα να επικοινωνήσουν με το κοινό. Από τα πρώτα βήματα του κινηματογράφου η τεράστια απήχησή του προκάλεσε τον προβληματισμό πολλών «υπεύθυνων» μελών της κυρίαρχης τάξης που ανησυχούσαν για την επίδρασή του στον τρόπο σκέψης και συμπεριφοράς των μελών των «κατώτερων» τάξεων. Η εισαγωγή της λογοκρισίας γύρω στο 1910 είναι μια ασφαλής ένδειξη του σοβαρού προβληματισμού για τους κινδύνους που προκαλούνταν από τη νέα τέχνη.
Η λογοκρισία στην περίοδο που εξετάζω δεν αποτελεί ελληνική ιδιαιτερότητα, αλλά εντάσσεται στο κλίμα του «ψυχρού πολέμου», της αντιπαράθεσης των δυο υπερδυνάμεων, της Σοβιετικής Ένωσης και των ΗΠΑ. Ωστόσο η κατάσταση στην Ελλάδα ήταν ασύγκριτα χειρότερη σε σχέση με τις υπόλοιπες χώρες της Δυτικής Ευρώπης και μπορούσε να συγκριθεί μόνο με την κατάσταση στη φρανκική Ισπανία*. Μέχρι τη μεταπολίτευση στην Ελλάδα είχε εδραιωθεί ένα ιδιότυπο καθεστώς- μια «πειθαρχημένη», ή «καχεκτική» δημοκρατία, που δεν ήταν δικτατορία αλλά ούτε κοινοβουλευτική δημοκρατία, καθώς τα «έκτακτα μέτρα» του Εμφυλίου παρέμειναν σε ισχύ παράλληλα με το σύνταγμα του 1952, το οποίο αρνιόταν στους ηττημένους του Εμφυλίου τα στοιχειώδη ανθρώπινα δικαιώματα και αμφισβητούσε την εθνική τους υπόσταση με βάση την αξιωματική παραδοχή ότι οι κομμουνιστές δεν είναι Έλληνες**.
Ο κινηματογράφος αποτελούσε στην Ελλάδα από το 1945 μέχρι το 1974 προνομιακό πεδίο για την επιβολή λογοκρισίας. Σύμφωνα με τον νόμο 1108 του 1942, που ουσιαστικά ίσχυε μέχρι το 1974, καθώς ο νόμος 4208 του 1961 και το νομοθετικό διάταγμα 58 του 1973 δεν έφεραν ουσιαστικές αλλαγές, για να δοθεί άδεια για τα γυρίσματα μιας ταινίας οι παραγωγοί έπρεπε να υποβάλλουν στην αρμόδια διεύθυνση την περίληψη της υπόθεσης, το πλήρες κείμενo των διαλόγων, τα ονόματα του σκηνοθέτη και των άλλων συντελεστών. Η επιτροπή μπορούσε να απαγορεύσει τη δημόσια προβολή μίας ταινίας σε όλη την επικράτεια ή σε ορισμένες περιφέρειες, να αφαιρέσει σκηνές ή διάλογους ή να αλλάξει τον τίτλο της ταινίας:
«…εάν κατά τη κρίση της υπάρχουν εν αυτή στοιχεία επιλήψιμα, δυνάμενα να επιδράσουν επιβλαβώς εις την νεότητα ή να επιφέρουν διατάραξιν της δημόσιας τάξεως ή εφ΄ όσον προπαγανδίζουν ανατρεπτικάς θεωρίας ή δυσφημούν τη χώρα μας από απόψεως εθνικιστικής ή τουριστικής ή καθ΄ οιονδήποτε τρόπο υπονομεύουν τας υγιείς κοινωνικάς παραδόσεις του ελληνικού λαού ή καθάπτονται της χριστιανικής θρησκείας».
Ο έλεγχος της λογοκρισίας, που ήταν ασφυκτικός από το 1945 μέχρι το 1967, χαλάρωσε στο σύντομο κεντρώο διάλειμμα από το 1963 μέχρι το 1965. Με την επιβολή της δικτατορίας η λογοκρισία επανήλθε δριμύτερη. Στον κινηματογράφο όμως η κατάσταση δεν άλλαξε δραματικά. Όπως υποστήριξε, ίσως με μια δόση υπερβολής, ο γνωστός σκηνοθέτης Γρηγόρης Γρηγορίου, «η λογοκρισία δεν μπορούσε να γίνει χειρότερη από όσο ήταν πριν την απριλιανή δικτατορία»***. Η αλλαγή δεν ήταν ποιοτική αλλά ποσοτική. Απλά η χούντα εφάρμοσε με μεγαλύτερη αυστηρότητα το νομοθετικό πλαίσιο που βρήκε έτοιμο από τις προηγούμενες κυβερνήσεις. Ο υπερβάλλων ζήλος των λογοκριτών προκάλεσε το 1972 τα ειρωνικό σχόλιο του Λινάρδου: «….Λογοκρισία ακόμα και στην αθώα κωμωδία της Βουγιουκλάκη η Αλίκη δικτάτωρ, όπου διάβολε τι τόσο…ανατρεπτικό μπορούσε να ειπωθεί»****.
Η αντίδραση απέναντι στη λογοκρισία εκφράστηκε κυρίως από την Aριστερά που σε υψηλούς τόνους κατήγγειλε σε κάθε ευκαιρία την άσκηση πολιτικής λογοκρισίας, όμως δεν αμφισβήτησε συνολικά τη λογοκρισία.
Ζητούσε την κατάργηση της πολιτικής λογοκρισίας αλλά αποδεχόταν την άσκηση ελέγχου για την προστασία του κοινού και ιδίως των νέων από τις «χυδαίες» ταινίες*****. Σε ορισμένες περιπτώσεις οι δημιουργοί προσπάθησαν να ξεγελάσουν τη λογοκρισία. Ενδεικτικά το 1958 ο Νίκος Κούνδουρος παρουσίασε τους κυνηγημένους αντάρτες στην ταινία «Οι Παράνομοι» σαν κοινούς εγκληματίες. Ωστόσο στις περισσότερες περιπτώσεις οι άνθρωποι του κινηματογράφου συμμορφώθηκαν. Είναι αποκαλυπτική η απάντηση του Τζαίημς Πάρις στην έρευνα της Νατάσας Μπακογιαννοπούλου στο περιοδικό Γυναίκα το 1970.
«…ένας νέος μου διάβασε ένα σενάριο. Καλό του λέω. Πόσα θέλεις; Οκτακόσιες χιλιάδες. Καλά του λέω. Πάρε μου πρώτα άδεια από το υπουργείο ότι αυτή η ταινία θα βγη, κι έλα να τη βάλουμε μπροστά …. Μη την είδατε την άδεια, μη την απαντήσατε…»******.
Η λογοκρισία είχε σαν συνέπεια την αυτολογοκρισία των δημιουργών. Οι περισσότεροι σκηνοθέτες απέφευγαν να ασχοληθούν με επικίνδυνα θέματα. Σε αυτό συντελούσε και η πίεση των παραγωγών, οι οποίοι έτρεμαν ακόμα και στη σκέψη ότι θα είχαν μπλεξίματα με τη λογοκρισία ή, ακόμα χειρότερα, ότι θα απαγορευόταν η ταινία τους, γιατί ιδιαίτερα το τελευταίο θα μπορούσε να προκαλέσει ακόμα και την οικονομική καταστροφή τους. Απέρριπταν οποιαδήποτε πρόταση για ταινία που έκρυβε κινδύνους και πίεζαν τους σκηνοθέτες να αποφεύγουν οτιδήποτε θα προκαλούσε την επέμβαση της λογοκρισίας.
*Fabre, J. (1965), «Η λογοκρισία σε όλο τον κόσμο», Τα Θεάματα, 171, 15/5.
**Χαραλάμπης Δ. (19850, Στρατός και πολιτική εξουσία. Η δομή της εξουσίας στην μετεμφυλιακή Ελλάδα, Εξάντας, Αθήνα, 50.
***Γρηγορίου, Γ. (1996), Μνήμες σε άσπρο και σε μαύρο. Η ιστορία ενός επαγγελματία, Αιγόκερως, Αθήνα, 114.
****Λινάρδος, Π. (1972), «Τα φιλμ της εβδομάδας», Τα Νέα, 21/3.
*****Πλωρίτης, Μ. (1965), «Τι γίνεται με τον ελληνικό κινηματογράφο; Το κράτος ο μεγάλος ένοχος», Επιθεώρηση Τέχνης, 121, Ιανουάριος.
******Σολδάτος, Γ. (2002)., Ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου 1900-2000, Αιγόκερως, Αθήνα, 186.
Tο κείμενο αποτελεί μέρος εισήγησης που θα πραγματοποιηθεί στα πλαίσια του συνεδρίου «Λογοκρισίες στην Ελλάδα», στις 17-19 Δεκεμβρίου. Δείτε αναλυτικά το πρόγραμμα στην ιστοσελίδα του Συνεδρίου.
Via : www.huffingtonpost.gr