Είναι οι φορολογικοί παράδεισοι ένα εξοργιστικό αλλά δευτερεύον ζήτημα; Ή έχουν μια ισχυρή επίδραση στο πώς η οικονομία των Η.Π.Α λειτουργεί, και έτσι θα έπρεπε να αποτελούν ανασπόσπαστο μέρος κάθε πολιτικής διαμάχης;

Jon Schwarz

Δημοσιεύτηκε στο The Intercept

Τα ανησυχητικά ευρήματα μιας νέας ακαδημαϊκής έρευνας υποδεικνύουν ότι πρόκειται για το δεύτερο. Ο τίτλος της είναι «Το παράλογα μεγάλο φορολογικό προνόμιο» και οι συγγραφείς του, ο Thomas Wright και ο οικονομολόγος του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνια, Berkeley,  Gabriel Zucman, μία από τις κορυφαίες αυθεντίες του κόσμου σε φορολογικούς παραδείσους και συγγραφέας του καλύτερου εισαγωγικού βιβλίου στο θέμα «The Hidden Wealth of Nations».

Οι φορολογικοί παράδεισοι – στους σημαντικότερους, συγκαταλέγονται η Ιρλανδία, η Σιγκαπούρη, η Ελβετία, η Ολλανδία, το Λουξεμβούργο, το Χονγκ Κονγκ και οι Βερμούδες- υπηρετούν δύο σκοπούς.

Ο πρώτος είναι η ατομική φοροδιαφυγή, κάτι που είναι παράνομο. Σκεφτείτε τους Ρώσους ή Νιγηριανούς πλουτοκράτες που μεταφέρουν τα κεφάλαια τους σε μικρά έθνη της Καραϊβικής με αυστηρούς νόμους τραπεζικής μυστικότητας, που τους απαλλάσσουν από την θλιβερή αναγκαιότητα να πληρώνουν φόρους στην πατρίδα τους.

Ο δεύτερος είναι η φοροαποφυγή από τεράστιους πολυεθνικούς κολοσσούς οι οποίοι -εφόσον οι δικηγόροι κάνουν καλά τη δουλειά τους- είναι απολύτως νόμιμοι. Εδώ φανταστείτε την Apple να χρησιμοποιεί διάφορες μορφές λογιστικών κόλπων για να ισχυριστεί ότι δεκάδες δισεκατομμύρια των εσόδων της παρήχθησαν σε χώρες με κανονικούς φόρους για τις εταιρείες, ενώ στην πραγματικότητα όλα έγιναν στην Ιρλανδία, όπου η Apple είχε διαπραγματευτεί έναν ειδικό φόρο του 2% για τον εαυτό της. (Η Apple κατά καιρούς έχει πάει και ακόμα πιο μακρια, ισχυριζόμενη ότι κάποια από τα κέρδη της δεν παρήχθησαν από φορολογική άποψη, σε καμία απολύτως χώρα.)

Ο Zucman εκτίμησε συντηρητικά στο βιβλίο του ότι η φοροαποφυγή και η φοροδιαφυγή μεταφράζονται σε εκατοντάδες δισεκατομμυρίων δολαρίων σε απλήρωτους φόρους κάθε χρόνο -λεφτά το μεγαλύτερο μέρος των οποίων, καταλήγει στις τσέπες των πλουσιότερων ανθρώπων του κόσμου.

Η εργασία των Zucman και Wright ασχολήθηκε με το πολυεθνικό εταιρικό κομμάτι της εξίσωσης. Μεταξύ των συμπερασμάτων τους:

  • Από το 1970, οι αμερικανικές πολυεθνικές ισχυρίζονταν ότι λιγότερο από το 10% των κερδών τους παραγόταν σε φορολογικούς παραδείσους, ένα ποσοστό που πλέον ανέρχεται περίπου στο εξωφρενικό 50%. Με άλλα λόγια, οι αμερικάνικες εταιρείες θέλουν να πιστεύουμε ότι σχεδόν το μισό της οικονομικής τους δραστηριότητας προέρχεται από μέρη όπως τα νησιά Κέιμαν. Η Goldman Sachs, για παράδειγμα, έχει εκεί 511 θυγατρικές, ωστόσο, κανένα γραφείο.

Αντίθετα, οι ευρωπαϊκές πολυεθνικές λένε γενικά ότι το 20% των κερδών τους προέρχεται από φορολογικούς παραδείσους. Οι αμερικάνικες πολυεθνικές συμμετέχουν στο παιχνίδι «εδώ παπάς εκεί παπάς» των white-shoe εταιρειών (εταιρείες υψηλού κύρους που δραστηριοποιούνται στο πεδίο της νομικής συμβουλευτικής, της επενδυτικής τραπεζικής, συμβουλευτικής διοίκησης επιχειρήσεων) για προφανείς λόγους. Σύμφωνα με την έρευνα, πληρώνουν με  πραγματικούς φορολογικούς συντελεστές το 27% των κερδών που δημιουργούνται σε μη φορολογικούς παραδείσους και το 7% σε φορολογικούς παραδείσους.

  • Η απλή απάτη των φορολογικών παραδείσων έχει φτάσει σε τρομακτικά επίπεδα. Μια σαφής μέτρηση του κατά πόσο μια πολυεθνική εταιρεία ασκεί πραγματική οικονομική δραστηριότητα σε μια χώρα είναι ο λόγος των δηλωμένων κερδών της ως προς τους μισθούς που καταβάλλονται σε αυτήν. Όσο υψηλότερη είναι η τιμή του λόγου, τόσο πιο σαφές είναι ότι τα κέρδη διεκδικούνται παράνομα στη χώρα αυτή, λόγω των χαμηλών φορολογικών της συντελεστών. Σε χώρες που δεν συγκαταλέγονται στους φορολογικούς παραδείσους, ο μέσος όρος είναι 36% – δηλαδή, οι εταιρείες δηλώνουν 36 λεπτά σε κέρδη προ φόρων για κάθε 1 δολάριο που κατέβαλαν στους μισθούς. Αντίθετα, ο λόγος φτάνει στα υψηλά επίπεδα της τάξης του 800% για τις ξένες πολυεθνικές στην Ιρλανδία και το εξωφρενικό  1.625% στο Πουέρτο Ρίκο.

 

  • Επί δεκαετίες, χάρη εν μέρει στους φορολογικούς παραδείσους, τόσο οι θεσμοθετημένοι όσο και οι πραγματικοί φορολογικοί συντελεστές για τις πολυεθνικές έχουν μειωθεί σταθερά σε όλο τον κόσμο. Από τις αρχές της δεκαετίας του 1990, το ποσοστό που καταβάλλουν οι αμερικανικές πολυεθνικές εταιρείες εκτός των πετρελαϊκών επί των ξένων κερδών έχει μειωθεί από 35% σε 20%.

 

  • Ομοίως, ο φορολογικός συντελεστής που καταβάλλουν οι αμερικανικές πετρελαϊκές εταιρείες σε ξένες κυβερνήσεις έπεσε απότομα από το 70% κατά μέσο όρο πριν από τον πόλεμο του Κόλπου του 1991 στο 45%, εξαιτίας ενός αλλόκοτου φαινομένου, το οποίο ίσως αντικατοπτρίζει σύμφωνα με τους  Zucman και Wright, τη «στρατιωτική προστασία που παρέχουν οι Ηνωμένες Πολιτείες στις πετρελαιοπαραγωγικες χώρες». (Οι φορολογικοί συντελεστές για τις πολυεθνικές πετρελαίου είναι υψηλότεροι από ό,τι για τις άλλες εταιρείες, επειδή οι χώρες υδρογονανθράκων έχουν μεγαλύτερη μόχλευση – για παράδειγμα, η Ivanka Trump μπορεί να μεταφέρει την παραγωγή υποδημάτων της από το Μπαγκλαντές στην Αιθιοπία, αλλά η Exxon δεν μπορεί να απειλήσει με τη μεταφορά ένας έργου εξόρυξης πετρελαίου από τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα στο Βέλγιο.) Οι αμερικάνικες πολυεθνικές πετρελαϊκές είναι επίσης εκπληκτικά κερδοφόρες: Από το 1966 έως το 2010, τα προ φόρων κέρδη τους ανήλθαν στο ένα τρίτο όλων των ξένων κερδών των πολυεθνικών με έδρα τις Η.Π.Α.

Παγκόσμια Ισχύς των Ηνωμένων Πολιτειών

Συνυπολογιζόμενα, όλα αυτά υποδεικνύουν ότι οι φορολογικοί παράδεισοι παίζουν ένα μετρήσιμο ρόλο στην εδραίωση της παγκόσμιας δύναμης των Ηνωμένων Πολιτειών. Οι Ηνωμένες Πολιτείες για δεκαετίες έχουν αγοράσει πολύ περισσότερα από άλλες χώρες  από ό,τι έχουν πουλήσει, και το συσσωρευμένο εξωτερικό χρέος είναι τώρα κατά πολύ μεγαλύτερο από οποιασδήποτε άλλης χώρας – περίπου 8$ τρισεκατομμύρια, ή περισσότερο από το 40% του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος των Ηνωμένων Πολιτειών. Αυτά τα 8$ τρις είναι η διαφορά ανάμεσα στα 35$ τρισεκατομμύρια ξένων επενδύσεων σε επενδυτικά αγαθά των Ηνωμένων Πολιτειών και τα 27$ τρισεκατομμύρια των αμερικανικών επενδύσεων σε ξένα επενδυτικά αγαθά.

Υπό την τυπική οικονομική λογική, κάτι τέτοιο θα σήμαινε ότι τεράστιες ποσότητες χρήματος θα διαρρέουν από την οικονομία των Ηνωμένων Πολιτειών κάθε χρόνο, καθώς οι ξένοι συγκεντρώνουν τα κέρδη από τις αμερικανικές επενδύσεις. Παρ’ όλ’ αυτά, με κάποιο τρόπο, τα αμερικανικά κέρδη από τις ξένες επενδύσεις είναι τόσο πολύ υψηλότερα των ξένων κερδών από τα επενδυτικά αγαθά των Ηνωμένων Πολιτειών που το αντίθετο συμβαίνει – το χρήμα συνεχίζει να ρέει προς τις Ηνωμένες Πολιτείες.

Οι Zucman και Wright υπολογίζουν ότι σχεδόν το μισό της διαφοράς μεταξύ των κερδών των Ηνωμένων Πολιτειών και των ξένων κερδών μπορεί να αποδοθεί στους αφύσικα χαμηλούς φορολογικούς συντελεστές για τις πολυεθνικές των Ηνωμένων Πολιτειών, οι οποίοι με τη σειρά τους υπάρχουν  χάρη στη δύναμη των Ηνωμένων Πολιτειών και τους φορολογικούς παράδεισους. Αν τα συμπεράσματά τους είναι σωστά, το εξωφρενικό αυτό φορολογικό προνόμιο μεταφράζεται σε 180$ δισεκατομμύρια το χρόνο, ή περίπου το 1% του ΑΕΠ των Ηνωμένων Πολιτειών. (Αν το 1% δεν σας φαίνεται μεγάλο, να θυμηθούμε ότι για την περασμένη δεκαετία η αύξηση της οικονομίας των Ηνωμένων Πολιτειών βρισκόταν μόλις ανάμεσα στο 1,5% και 2,5% ετησίως.) Σε μια δικαιότερη παγκόσμια οικονομία, αυτά τα χρήματα θα είχαν κατά το μεγαλύτερο μέρος συλλεχθεί από τις ξένες κυβερνήσεις μη-φορολογικών παραδείσων σε φόρους. Αντί για αυτό, ρέουν προς τις πολυεθνικές των Ηνωμένων Πολιτειών και τους μετόχους τους.

Αυτά αποτελούν μια θύελλα στατιστικών στοιχείων, φυσικά. Που όμως έχουν πολλές ενδιαφέρουσες επιπτώσεις – τέτοιες που πάνε πέρα από αυτά που λέει η αναφορά των Zucman και Wright – γεγονός που υποδηλώνει ότι τα αποτελέσματα των φορολογικών παραδείσων θα κάνουν την εμφάνισή τους σε πολυάριθμα πολιτικά θέματα με τα οποία φαίνονται ασύνδετα.

Πρώτον, αν οι ελίτ των Ηνωμένων Πολιτειών ήταν αρκετά έξυπνες ώστε να κατανοήσουν τις επιπτώσεις των φορολογικών παραδείσων – που σε καμία περίπτωση δεν μπορεί κανείς να προδικάσει – είναι πιθανό να κατέπνιγαν οποιαδήποτε προσπάθεια εξάλειψής τους. Αυτό δεν θα συνέβαινε μόνο επειδή οι πλούσιοι κατέχουν μετοχές των Ηνωμένων Πολιτειών δυσανάλογα και επωφελούνται άμεσα από τη φοροδιαφυγή των πολυεθνικών των Ηνωμένων Πολιτειών. Θα συνέβαινε επίσης γιατί διακόπτοντας τη λειτουργία των φορολογικών παραδείσων θα μειώνονταν τα κέρδη από τα ξένα επενδυτικά αγαθά. Αυτό θα ανάγκαζε με τη σειρά του τις Ηνωμένες Πολιτείες να παραδοθούν στους κανονικούς νόμους της γεω-οικονομικής αλληλεξάρτησης και θα προξενούσε αποδυνάμωση του δολαρίου. Κάτι τέτοιο θα ήταν καλό για πολλούς μέσους Αμερικάνους γιατί θα ενίσχυε την παραγωγή των Ηνωμένων Πολιτειών. Όμως δεν θα γινόταν εύκολα αποδεκτό από τις ελίτ τους, καθώς ένα αδύναμο δολάριο κάνει τις Ηνωμένες Πολιτείες σχετικά φτωχότερες συγκριτικά με τον υπόλοιπο κόσμο και συνεπώς, μειώνει την ισχύ της σε παγκόσμιο επίπεδο. (Το κλείσιμο των φορολογικών παράδεισων θα περιόριζε επίσης την ανισότητα στις Ηνωμένες Πολιτείες καθώς θα μειωνόταν η κερδοφορία των επιχειρήσεων.)

Υπάρχει έπειτα το γεγονός ότι η πτώση των εταιρικών φορολογικών συντελεστών κατά τη διάρκεια των περασμένων δεκαετιών δεν έχει τελειώσει. Πριν από την ψήφιση του φορολογικού νομοσχεδίου του Αμερικανικού Ρεπουμπλικανικού κόμματος (GOP) πέρυσι, οι εταιρείες θεωρητικά έπρεπε να πληρώνουν τους φορολογικούς συντελεστές των Ηνωμένων Πολιτειών επί των κερδών που απέκτησαν σε ξένες χώρες όταν τα επαναπάτριζαν στις Ηνωμένες Πολιτείες. (Στην πράξη, απλώς ποτέ δεν έφερναν τα χρήματα πίσω.) Αλλά το νομοσχέδιο του 2017 άλλαξε τους κανόνες. Τώρα τα όποια κέρδη ισχυρίζονται οι εταιρείες πως έβγαλαν σε ξένη χώρα θα υπόκεινται μόνο στο φορολογικό καθεστώς αυτής της εκάστοτε χώρας. Με αυτόν τον τρόπο, οι εταιρείες θα έχουν ακόμα μεγαλύτερο κίνητρο να μετακινούν, λέγοντας ψέματα, τα κέρδη τους σε φορολογικούς παράδεισους.

Το νομοσχέδιο μείωσε επίσης τον ισχύοντα φορολογικό συντελεστή από 35% σε 21%, καθώς υποτίθεται ότι η Αμερική έπρεπε να είναι «ανταγωνιστική» με άλλες χώρες που έχουν χαμηλότερους φορολογικούς συντελεστες. Αυτό θα ασκήσει τώρα πίεση στις χώρες αυτές για να μειώσουν περαιτέρω τους συντελεστές φορολογίας των επιχειρήσεων ώστε να ανταγωνιστούν τις ΗΠΑ. Μόλις το κάνουν, οι πολυεθνικές θα το χρησιμοποιήσουν ως επιχείρημα για να απαιτήσουν χαμηλότερους φορολογικούς συντελεστές στις ΗΠΑ. Και ούτω καθεξής.

Υπάρχει επίσης το ζήτημα του ποιος έχει το πάνω χέρι στη σχέση ΗΠΑ-Σαουδικής Αραβίας μετά τη δολοφονία του Τζαμάλ Κασόγκι. Αναλυτές διακηρύσσουν με βεβαιότητα ότι επειδή οι Σαουδάραβες παράγουν σήμερα μικρότερο ποσοστό του παγκοσμίου πετρελαίου από ό,τι στο παρελθόν, μας είναι πλέον λιγότερο αναγκαίοι. Όμως, οι ελίτ των Η.Π.Α. δεν ενδιαφέρονται μόνο για την επιρροή της Σαουδικής Αραβίας στην τιμή του πετρελαίου, αλλά και για τη συμμετοχή των Η.Π.Α. στην εξόρυξη και διύλιση όλων των υδρογονανθράκων του Περσικού Κόλπου. Εάν οι Η.Π.Α. τα έσπασαν πραγματικά με το Ριάντ, οι Σαουδάραβες και οι πλούσιοι σε πετρέλαιο σύμμαχοι τους του Κόλπου θα μπορούσαν να επιχειρήσουν να τιμωρήσουν τις πετρελαϊκές πολυεθνικές των Η.Π.Α., στρεφόμενοι προς τις αντίστοιχες ρωσικές και κινέζικες.

Και τώρα ας πιάσουμε το θέμα του πολιτειακού καθεστώτος του Πουέρτο Ρίκο, κάτι που ίσως θα αυξήσει τη δύναμη του Δημοκρατικού Κόμματος στο Κογκρέσο. Το Πουέρτο Ρίκο υπήρξε εδώ και δεκαετίες φορολογικός παράδεισος για τις φαρμακευτικές, και πιο πρόσφατα, προσπαθεί να πλασαριστεί ως φορολογικός παράδεισος για μεγιστάνες. Αν το Πουέρτο Ρίκο γινόταν Πολιτεία, τόσο οι επιχειρήσεις όσο και πολλές εκπατρισμένες κερδοσκοπικές εταιρείες αμοιβαίων κεφαλαίων αντιστάθμισης κινδύνου (hedge funds), θα αναγκαστούν να πληρώνουν φόρους με βάση τους φορολογικούς συντελεστές των ΗΠΑ και, συνεπώς, και οι μεν και οι δε μπορεί να ασκήσουν έντονες πιέσεις ενάντια στο πολιτειακό καθεστώς του Πουέρτο Ρίκο.

Φόροι εναντίον της ευλογιάς και του γκολφ

Συνοψίζοντας, η συνεχής εξάπλωση φορολογικών παραδείσων ανά τον κόσμο θα έπρεπε να αποτελεί κεντρική μέριμνα των οικονομολόγων πέραν της σπάνιας περίπτωσης του Zucman, καθώς επίσης και των πρωτοσέλιδων, αλλά και να είναι εξαιρετικού ενδιαφέροντος για όλους. Ωστόσο, δεν είναι. Γιατί;

Σχεδόν πριν από 100 χρόνια, ο δριμύς μισάνθρωπος H.L. Mencken έγραψε ένα δοκίμιο για τους ακαδημαϊκούς οικονομολόγους. Το θέμα της φορολογίας, όπως έλεγε ο Mencken, «είναι αιώνια ζωντανό, εννιά στους δέκα μας αφορά πιο άμεσα από ό,τι η ευλογιά ή το γκολφ, το ίδιο δραματικά όσα και αυτά». Ωστόσο, κατά τον Mencken, οι οικονομολόγοι κατά έναν περίεργο τρόπο έχουν κάνει τους φόρους και τα οικονομικά γενικά να φαίνονται απίστευτα βαρετά.

Αυτό συμβαίνει, εξηγεί ο Mencken, διότι υπάρχουν πολλοί ακαδημαϊκοί τομείς όπως τα μαθηματικά, η αρχαιολογία, η λατινική γραμματική, για τα οποία δε νοιάζονται οι πολύ πλούσιοι. Αλλά τα οικονομικά «επηρεάζουν τους εργοδότες των καθηγητών στον τόπο κατοικίας τους… Εν συντομία, είναι η επιστήμη των τρόπων και των μέσων, με τη βοήθεια των οποίων έχουν αποκτήσει και διατηρούν τόσο μεγάλες περιουσίες, οι οποίες τους επιτρέπουν να προσλαμβάνουν και να προΐστανται αυτών των καθηγητών. … πάνω από σχεδόν κάθε οικονομολόγο υπάρχει ένα διοικητικό συμβούλιο με τα πόδια του στη χρηματιστηριακή αγορά και τα μάτια του στην καθεστηκυία τάξη και είναι σε διαρκή εγρήγορση για τον εντοπισμό τυχόν αποκλίσεων στην επιστήμη της ύπαρξής του». Οι οικονομολόγοι λοιπόν έχουν κάθε κίνητρο να είναι εξαιρετικά ορθόδοξοι, τρομερά βαρετοί και ποτέ να μην επικοινωνούν στον υπόλοιπο κόσμο «το άνθος του ανθρώπινου ενδιαφέροντος».

Είμαστε τυχεροί που ο Zucman και οι συνεργάτες του αγνόησαν αυτά τα κίνητρα. «Ορισμένοι από τον κλάδο των οικονομικών θεωρούν ότι τα οικονομικά θα πρέπει να ασχολούνται μόνο με την αποτελεσματικότητα και ότι η συζήτηση για τα ζητήματα της αναδιανομής του πλούτου και της ανισότητας δεν είναι κάτι που πρέπει να αφορά τους οικονομολόγους», λέει ο Zucman. Κατηγορείται μάλιστα ότι εμπλέκεται σε «Γαλλικά Οικονομικά», ό,τι και αν σημαίνει αυτό.  Ευτυχώς, αυτός και οι συνάδελφοί του εξακολουθούν να επικεντρώνονται σε αυτό που πραγματικά έχει σημασία και έχουν το ταλέντο να μας ενημερώνουν.

Μεταφράστηκε συλλογικά από μέλη της πλατφόρμας των 1101.

Via : www.thepressproject.gr