Η θρυλική ταινία του Τζον Χιούστον με πρωταγωνιστές τους Πελέ, Μπόμπι Μουρ, Αρντίλες, Μάικλ Κέιν και τα τερτίπια του Σταλόνε
Το 1981 ο Τζον Χιούστον, που μας έχει προσφέρει ταινίες όπως «Η τιμή των Πρίτσι», «Ο άνθρωπος που θα γινόταν βασιλιάς» και ο «Θησαυρός της Σιέρα Μάντρε», αποφασίζει να βάλει στο ίδιο γήπεδο αστέρες όπως οι Μάικλ Κέιν, Μαξ φον Σίντοφ, Σιλβέστερ Σταλόνε, μαζί με τους θρύλους του ποδοσφαίρου, Πελέ, Αρντίλες, Μπόμπι Μουρ κ.α.
Η υπόθεση είχε να κάνει με μια ομάδα αιχμαλώτων πολέμου σε ένα γερμανικό στρατόπεδο συγκέντρωσης που καλούνται να παίξουν έναν αγώνα ποδοσφαίρου με αντιπάλους μια ομάδα Ναζί, ενώ προσπαθούν να σχεδιάσουν την απόδρασή τους, την οποία και επιτυγχάνουν στο τέλος του αγώνα, όταν ο κόσμος μπαίνει στο γήπεδο και τους φυγαδεύει.
Η ταινία αρχικά βασίστηκε στο ουγγρικό κινηματογραφικό δράμα «Δύο ημιχρόνια στην κόλαση» (πρωτότυπος τίτλος: Két félidö a pokolban), το οποίο σκηνοθέτησε ο Ζόλταν Φάμπρι και κέρδισε το βραβείο των κριτικών στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Βοστώνης το 1962.
Και για τις δύο, η έμπνευση προήλθε από την αληθινή ιστορία της FC Start, μιας ομάδας που αποτελούνταν από παίκτες των Ντινάμο και Λοκομοτίβ Κιέβου που εργαζόντουσαν σε φούρνο που έφτιαχνε ψωμί για τους Γερμανούς στρατιώτες.
Η FC Start ξεκίνησε να παίζει απέναντι σε ομάδες που στηρίζονταν από την κατοχική κυβέρνηση της Ουκρανίας, καθώς και με ομάδες των Γερμανών στρατιωτών. Σε ένα από παιχνίδια επικράτησαν με 8-0 της Γερμανικής Αεροπορικής Βάσης, με τον αστικό μύθο να αναφέρει ότι όλοι οι παίκτες εκτελέστηκαν.
Πάντως στην πραγματικότητα οχτώ παίκτες της FC Start συνελήφθησαν από την Γκεστάπο κυρίως, επειδή κατηγορήθηκαν ως μέλη της αντίστασης και οδηγήθηκαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης. Τέσσερις από αυτούς εκτελέστηκαν, όμως δεν μπορεί να διευκρινιστεί αν τελικά οδηγήθηκαν στο απόσπασμα και εξαιτίας της νίκης τους απέναντι στην ομάδα των Ναζί.
Η παρουσία και μόνο του Πελέ που είχε κρεμάσει τα παπούτσια του μόλις τέσσερα χρόνια πριν, αποτέλεσε την εγγύηση για την αποδοχή της στην Λατινική Αμερική και την Ευρώπη. Ο «βασιλιάς» πρωταγωνιστεί στην ταινία ως δεκανέας Λουίς Φερνάντες, ο οποίος σύμφωνα με το σενάριο έμαθε να παίζει ποδόσφαιρο κλωτσώντας πορτοκάλια, όταν ήταν μικρός στην χώρα του, το Τρινιντάντ και όχι στη Βραζιλία η οποία μπήκε στον πόλεμο το 1943, με την υπόθεση να διαδραματίζεται στα πρώτα χρόνια των συγκρούσεων (1941 ή 1942).
Αν και στην ταινία πήραν μέρος «ιερά τέρατα» του παγκόσμιου κινηματογράφου, όπως ο Μάικλ Κέιν και ο Μαξ φον Σίντοφ, τόσο αυτοί, όσο ο Τζον Χιούστον και οι υπόλοιποι επαγγελματίες παίκτες, έπρεπε να ανεχτούν τα τερτίπια του Σιλβέστερ Σταλόνε, ο οποίος συμπεριφερόταν υπεροπτικά απέναντι στους υπόλοιπους.
Ηδη είχε στο παλμαρέ του τα Ρόκι 1 και 2, με το πρώτο να έχει πάρει το Οσκαρ καλύτερης ταινίας το 1977 και απαίτησε να έχει ειδική μεταχείριση. Δεν έτρωγε με το υπόλοιπο καστ, ενώ κάθε σαββατοκύριακο ταξίδευε με ιδιωτικό τζετ στο Παρίσι ή στο Λονδίνο, καθώς τα γυρίσματα της ταινίας πραγματοποιήθηκαν στην Βουδαπέστη και στο γήπεδο της MTK Budapest FC και όχι στο Παρίσι, όπου υποτίθεται ότι γίνεται ο αγώνας μεταξύ των κρατούμενων και των Ναζί.
Και αυτό διότι εκείνη την εποχή γύρω από το στάδιο της υπόθεσης το Υβ-ντυ-Μανουάρ, όπου είχαν διεξαχθεί οι Ολυμπιακοί Αγώνες του 1924, είχαν αρχίσει να χτίζονται πιο μοντέρνα κτίρια που δεν ήταν δυνατόν να υπάρχουν στις αρχές της δεκαετίας του ’40.
Ο Σταλόνε, επέμενε να τον φωνάζουν στο σετ μόνο όταν ήταν όλα έτοιμα για να παίξει αυτός, καθώς έλεγε ότι είναι ιδιαίτερα απασχολημένος με τη συγγραφή του σεναρίου για το Ρόκι 3.
Το σενάριο τον ήθελε να υποδύεται τον Ρόμπερτ Χατς, έναν Αμερικανό που υπηρετούσε στον καναδικό στρατό και ήθελε να μπει στην ποδοσφαιρική ομάδα για να οργανώσει την απόδρασή του, παίζοντας ως τερματοφύλακας.
Την «εκπαίδευσή» του ανέλαβε ο Γκόρντον Μπανκς, καθώς ο Ιταλοαμερικανός ηθοποιός δεν είχε ιδέα από ποδόσφαιρο, παρόλα αυτά όμως δεν έδινε σημασία στις συμβουλές του μεγάλου Αγγλου γκολκίπερ.
Επίσης, δεν ήθελε να τον ντουμπλάρει κάποιος επαγγελματίας παίκτης θεωρώντας ότι μπορεί να κάνει μόνος του όλες τις σκηνές. Έτσι, την πρώτη μέρα των γυρισμάτων υπέστη εξάρθρωση ώμου, ενώ έσπασε και ένα από τα πλευρά του, με αποτέλεσμα στη συνέχεια να είναι πολύ πιο προσεχτικός στα όσα του έλεγε ο Μπανκς.
Μάλιστα κάποια στιγμή στην προσπάθειά του να σταματήσει και ένα πέναλτι του Πελέ, έσπασε και ένα δάκτυλο. Όταν τα γυρίσματα τελείωσαν, ο Σταλόνε δήλωσε ότι ήταν πολύ πιο δύσκολη εμπειρία ακόμα και από τον Ρόκι. «Νόμιζα ότι ο Ρόκι ήταν σκληρός, αλλά ποτέ πριν δεν προπονήθηκα τόσο σκληρά όσο στο Victory. Νόμιζα ότι το ποδόσφαιρο ήταν ένα θηλυπρεπές άθλημα μέχρι που μου έριξαν την μπάλα στο στομάχι και έπρεπε να ταξιδέψω ως την Αυστρία με αιμάτωμα και στους δύο μου μηρούς», θα δηλώσει αργότερα, ενώ αναφέρθηκε στην ταινία και σε μια συνέντευξή του το 2013: «Ήταν ένας από τους μεγαλύτερους διασυρμούς της ζωής μου. Πόσο με ξεφτίλισε. Έχω ακόμα το σπασμένο μου δάχτυλο από την προσπάθειά μου να σταματήσω το πέναλτι του Πελέ. Φορούσε ένα ζευγάρι παπούτσια από την εποχή του Β’ Παγκοσμίου, τα οποία είχαν σιδερένια μύτη, και η μπάλα ήταν σαν βόμβα. Ήταν δύο φορές πιο χοντρή και βαριά από τις σημερινές. Μου έλεγε ότι θα κάνει ένα σουτ και εγώ σκεφτόμουν ποδόσφαιρο είναι, σιγά το πράγμα. Είναι εύκολο. Μου είπε ακριβώς που πρόκειται να στείλει την μπάλα. Οπότε εγώ πήγα ακριβώς εκεί αλλά και πάλι η μπάλα πέρασε από μένα πριν εγώ καταφέρω να κουνηθώ. Και την έστειλε ακριβώς εκεί που είχε πει ότι θα την στείλει. Μετά το έκανε ξανά και έσκισε τα δίχτυα του τέρματος πίσω μου και έσπασε το παράθυρο από τον στρατώνα που κάναμε τα γυρίσματα. Τον σεβάστηκα από την αρχή τότε».
Κάποια στιγμή ο Σταλόνε ήθελε να αλλάξει το σενάριο και να είναι αυτός που παίκτης που θα πετύχαινε το τελευταίο γκολ και όχι ο Πελέ, κάτι που οι παραγωγοί και ο Χιούστον δεν δέχτηκαν.
Οι κριτικές που απέσπασε η «Μεγάλη απόδραση των 11», δεν ήταν καλές, αν και το κοινό την αγάπησε, χάρη κυρίως στην παρουσία των μεγάλων αστέρων του ποδοσφαίρου που πήραν μέρος, καθώς ήταν η πρώτη φορά που συνέβαινε κάτι τέτοιο στην ιστορία της μεγάλης οθόνης.
Την ταινία δεν την αγάπησε ούτε ο δημιουργός της, Τζον Χιούστον, που δήλωσε αργότερα ότι την μισούσε και την έκανε μόνο για τα λεφτά. Στο ίδιο μήκος και ο σεναριογράφος της, Γιάμπο Γιαμπλόνσκι, ο οποίος όταν είδε τις διορθώσεις στο τελικό σενάριο ήθελε να… αυτοκτονήσει.
Το αρχικό έμοιαζε περισσότερο με την ιστορία της FC Start, καθώς η ομάδα των κρατουμένων είχε δύο επιλογές. Σε περίπτωση ήττας οι παίκτες θα αφήνονταν ελεύθεροι στην Ελβετία, ενώ αν κέρδιζαν τους περίμενε το εκτελεστικό απόσπασμα. Αυτοί αποφάσισαν να παίξουν για τη νίκη και εκτελέστηκαν όλοι, φινάλε που θεωρήθηκε πολύ βαρύ για να δεδομένα του Χόλιγουντ.
Οσον αφορά τον Σταλόνε, δέχτηκε γιατί ήθελε να συνεργαστεί με τον Χιούστον, ενώ ο Μάικλ Κέιν παραδέχτηκε αργότερα ότι ο μόνος λόγος που συμφώνησε να παίξει ήταν για να γνωρίσει από κοντά τον Πελέ. Αλλωστε ο μεγάλος Βρετανός ηθοποιός ήταν ήδη 47 ετών στα γυρίσματα και δεν μπορούσε να πείσει ως παίκτης της Γουέστ Χαμ.
Συνολικά στην ταινία συμμετέχουν 18 επαγγελματίες ποδοσφαιριστές από διάφορες χώρες τόσο σε κανονικούς ρόλους όσο και ως ντουμπλέρ. Εκτός από τον Πελέ, τον Μπόμπι Μουρ και τον Οσβάλντο Αρντίλες, μέρος πήραν επίσης ο Σκοτσέζος Τζον Γουόρκ, ο Ιρλανδός Κέβιν Ο’Κάλαχαν, ο Πολωνός Καζιμίεζ Ντέινα, ο Νορβηγός Χάλβαρ Τόρεσεν, ο Βέλγος Πάουλ Βαν Χιμστ, ο Δανός Σόρεν Λίντστεντ, ο Αμερικανός Βέρνερ Ροθ, ο Άγγλος Μάικ Σάμερμπι, ο επίσης Άγγλος Ράσελ Όσμαν, ο Ολανδός Κο Πρινς και ο Άγγλος Λόρι Σίβελ, ο οποίος έπαιξε ως τερματοφύλακας των Γερμανών.
Πολλοί ποδοσφαιριστές της Ίπσουιτς συμμετείχαν στην ταινία αντικαθιστώντας κυρίως τους ηθοποιούς σε ορισμένες σκηνές.
Αξίζει να σημειωθεί ότι στην ταινία είχε πάρει μέρος σε ηλικία 18 ετών και ο Ούγγρος, Ίμρε Μπόντα, ως παίκτης των Ναζί, ο οποίος αργότερα ήρθε στην Ελλάδα για να βγει πρώτος σκόρερ με τη φανέλα του Ολυμπιακού Βόλου, ενώ φόρεσε και αυτή του ΟΦΗ.
Πηγή : https://www.kathimerini.gr