Μολονότι ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες εναντιωνόταν στη μεταφορά του αριστουργήματος “Εκατό χρόνια μοναξιά” στη μεγάλη ή στη μικρή οθόνη, το Netflix τα κατάφερε.
Στο πλαίσιο της συμπλήρωσης των 40 χρόνων από την απονομή του βραβείου Νόμπελ στον σπουδαίο Κολομβιανό συγγραφέα Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, το Netflix σε συνεργασία με τους δύο γιους του, φέρνει στη μικρή οθόνη ένα από τα πιο εμβληματικά του έργα, το μυθιστόρημα “Εκατό Χρόνια Μοναξιά”.
Όσο ήταν εν ζωή, ο Μάρκες είχε δεχθεί δεκάδες προτάσεις για να μεταφερθεί στο σινεμά το βιβλίο του, το οποίο αφού γράφτηκε το 1967 πούλησε 50.000.000 αντίτυπα και μεταφράστηκε σε 46 γλώσσες. Σ’ όλες τις προτάσεις, ο συγγραφέας απαντούσε μ’ ένα μονότονο “όχι”, καθώς φοβόταν ότι το βιβλίο του δεν θα μπορούσε να αποτυπωθεί άρτια σε μια ταινία.
Οι γιοι του όμως (και νόμιμοι κληρονόμοι του έργου του), ο Γκονσάλο Γκαρσία και ο τηλεοπτικός και κινηματογραφικός σκηνοθέτης Ροντρίγο Γκαρσία, είχαν διαφορετική άποψη και ενέδωσαν στο Netflix. Η σειρά έχει γυριστεί στα Ισπανικά στη γενέτειρα χώρα του Μάρκες, την Κολομβία.
«One Hundred Years of Solitude»: Δείτε το σύντομο τίζερ του Netflix
Στην περίληψη του βιβλίου διαβάζουμε: “Πολλά χρόνια μετά, μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα, ο συνταγματάρχης Αουρελιάνο Μπουενδία θα έφερνε στο νου του το μακρινό απόγευμα που ο πατέρας του τον πήγε να γνωρίσει τον πάγο…
Μ’ αυτά τα λόγια ξεκινά ένα από τα γοητευτικότερα και πιο φημισμένα μυθιστορήματα του εικοστού αιώνα. Ένα έργο που “από στόμα σε στόμα”, όπως άρεσε στον συγγραφέα του να λέει, διαβάστηκε από εκατομμύρια αναγνώστες σε όλες τις γλώσσες του κόσμου και η συμβολή του υπήρξε καθοριστική στη βράβευση του Μάρκες με το Νομπέλ Λογοτεχνίας.
Η ιστορία μιας πόλης, του Μακόντο, και μιας οικογένειας, των Μπουενδία – και μέσα από τα πάθη, τα όνειρα, τις τραγωδίες, τις προδοσίες, τις ανακαλύψεις, τα θαύματα, τα μυστήρια και τις διαψεύσεις τους, η ιστορία μιας χώρας, μιας ηπείρου και ολόκληρου του κόσμου.”
“Εκατό χρόνια μοναξιά” και το Νόμπελ στον Μάρκες
Το φθινόπωρο του 1965 και αφού είχε τακτοποιήσει όλες τις επαγγελματικές του υποχρεώσεις, ο Μάρκες αφιερώθηκε για σχεδόν έναν χρόνο στο γράψιμο του αριστουργήματός του. Επί ένα χρόνο δούλευε καθημερινά γύρω στις 8 ώρες, κλεισμένος στη «σπηλιά της μαφίας», όπως ονόμαζε το γραφείο του.
Τον Οκτώβριο του 1966 έστειλε ταχυδρομικώς τα χειρόγραφα του έργου του στον εκδοτικό οίκο Sudamericana της Αργεντινής με τον οποίο είχε ήδη υπογράψει συμβόλαιο. Ήδη από την περίοδο της συγγραφής του έργου, και με τα αποσπάσματα που είχε δημοσιεύσει στον Τύπο, αλλά και με τις εγκωμιαστικες κριτικές όσων διάβαζαν τα χειρόγραφα, η επιτυχία ήταν σίγουρη.
Το 1982 του δόθηκε το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας. Με βάση το σκεπτικό της απόφασης, ο Μάρκες τιμήθηκε με το βραβείο «για τα μυθιστορήματα και τα διηγήματά του, στα οποία το φανταστικό και το πραγματικό συνδυάζονται σε έναν πλούσιο κόσμο φαντασίας, αντανακλώντας τη ζωή και τις συγκρούσεις μιας ηπείρου».
Όταν στις 30 Μαΐου του 1967 κυκλοφόρησε η πρώτη έκδοση, το βιβλίο εξαντλήθηκε σε μια εβδομάδα. Την επόμενη εβδομάδα εξαντλήθηκε και η δεύτερη έκδοση, και ξεμένοντας από δημοσιογραφικό χαρτί, ο εκδοτικός οίκος έκανε τη τρίτη έκδοση τον Σεπτέμβρη του 1967. Ο Μάρκες έκανε περιοδεία σε χώρες της Λατινικής Αμερικής για να προωθήσει το βιβλίο, και αμέσως μετά εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Βαρκελώνη, αφού εκεί ήταν πλέον το κέντρο των εκδοτικών του δραστηριοτήτων.
Τα τελευταία χρόνια αποσύρθηκε από τη δημόσια ζωή καθώς έπασχε από καρκίνο των λεμφαδένων. Πέθανε στις 17 Απριλίου 2014, σε ηλικία 87 ετών στο Μεξικό όπου και είχε εγκατασταθεί το 1961. Κατά καιρούς διέμενε και στην Καρθαγένη της Κολομβίας, στην Βαρκελώνη της Ισπανίας και στην Αβάνα.
Πηγή : https://www.news247.gr