του Χριστόφορου Κάσδαγλη
Ένα εξωφρενικό εύρημα! Αν εξαιρέσει κανείς τις λίγες σχολές πολύ υψηλής ζήτησης, 8 στους 10 φοιτητές τοποθετούνται σε σχολές στις οποίες δεν έχουν κανένα ενδιαφέρον να φοιτήσουν, σύμφωνα με χαρακτηριστικά παραδείγματα που παρατίθενται στο πόρισμα της Επιτροπής Διαλόγου για την Παιδεία. Η λύση που προτείνεται είναι ενδιαφέρουσα – και μπορεί να εφαρμοστεί από του χρόνου.
Αυτές τις μέρες μελετάω το μακροσκελές πόρισμα της Επιτροπής Εθνικού και Κοινωνικού Διαλόγου για την Παιδεία, για το οποίο φιλοδοξώ να γράψω διεξοδικά.
Προς το παρόν, πάρτε ένα εξωφρενικό εύρημα του πορίσματος. Δύο χαρακτηριστικά παραδείγματα που δείχνουν την αποτυχία του συστήματος να κατανείμει τους φοιτητές σε σχολές όπου τους ενδιαφέρει πραγματικά να σπουδάσουν:
«Α. Σχολές υψηλής ζήτησης: Στο ΕΜΠ, Τμήμα μεταλλειολόγων: Το τμήμα πρόσφερε 63 θέσεις. Ως πρώτη επιλογή το είχαν επιλέξει 19 υποψήφιοι, ως δεύτερη 30, και ως τρίτη 31 (σύνολο 80 υποψήφιοι). Συνολικά όμως το τμήμα συγκέντρωνε 1.362 προτιμήσεις από το μηχανογραφικό. Από αυτούς που τελικά φοίτησαν στο τμήμα, στις τρεις πρώτες προτιμήσεις τους το είχαν θέσει μόλις οι 18, και οι υπόλοιποι 45 επιτυχόντες προήλθαν από τη χιονοστιβάδα του μηχανογραφικού (22 εκ των οποίων είχαν δηλώσει το τμήμα από 7η και πέρα επιλογή).
Β. Σχολές χαμηλής ζήτησης: Στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου, Τμήμα Κοινωνικής Ανθρωπολογίας και Ιστορίας: Το τμήμα πρόσφερε 144 θέσεις. Ως πρώτη επιλογή το είχαν επιλέξει 20 υποψήφιοι, ως δεύτερη 56, και ως τρίτη 54 (σύνολο 130 υποψήφιοι). Συνολικά όμως το τμήμα συγκέντρωνε 4.470 προτιμήσεις από το μηχανογραφικό. Από αυτούς που τελικά φοίτησαν στο τμήμα, στις τρεις πρώτες προτιμήσεις τους το είχαν θέσει μόνο 11 φοιτητές, και από τη χιονοστιβάδα του μηχανογραφικού προήλθαν οι υπόλοιποι 133 επιτυχόντες. (120 εκ των οποίων είχαν δηλώσει το τμήμα από 7η και πέρα επιλογή). Δηλαδή δεν σπούδασαν εκεί 130 από όσους το είχαν δηλώσει στις τρεις πρώτες τους επιλογές, και τελικά εισήχθησαν 120 που είχαν συμπεριλάβει το τμήμα μόνο για να συμπληρώσουν το μηχανογραφικό.»
Τα νούμερα μιλάνε από μόνα τους. Και στις δύο περιπτώσεις, η μεγάλη πλειοψηφία των φοιτητών δεν είχαν καμία επιθυμία να παρακολουθήσουν τα μαθήματα της σχολής στην οποία τελικά κατέληξαν.
Όπως συμπεραίνει η επιτροπή, «βρισκόμαστε στην ιστορικά παράδοξη θέση να θεωρούμε επιτυχές ένα σύστημα το οποίο έχει αποδειχτεί πολλαπλώς καταστροφικό. Πώς διαφορετικά θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ένα σύστημα στο οποίο οι οκτώ στους δέκα φοιτητές δεν σπουδάζουν αυτό που θέλουν και για το οποίο έχουν κοπιάσει; Φαινόμενα όπως οι χαμηλές αποδόσεις, η αδιαφορία ως προς το περιεχόμενο των σπουδών ή η τυπική διεκπεραίωσή τους, η καθυστέρηση στην ολοκλήρωση των σπουδών καθώς και η εγκατάλειψη τους – που διογκώνει το πρόβλημα των ‘αιωνίων φοιτητών’, για όλα αυτά στο μέγιστο βαθμό ευθύνεται το γεγονός ότι οι φοιτητές δεν σπουδάζουν αυτό που τους ταιριάζει και οι ίδιοι επιθυμούν να σπουδάσουν, αλλά αυτό το οποίο τους επιτάσσει ένα ανώνυμο σύστημα, μια γραφειοκρατία χωρίς πρόσωπο».
Η προτεινόμενη λύση συνίσταται στην καθιέρωση ενός συντελεστή βαρύτητας που επιβραβεύει τις επιλογές του υποψηφίου εφόσον αυτές είναι περιορισμένες. Εάν δηλαδή ο υποψήφιος πάρει το ρίσκο να δηλώσει λίγες σχολές, δηλαδή αυτές στις οποίες πραγματικά θέλει να εισαχθεί, η επιλογή του πριμοδοτείται έναντι των επιλογών που έχουν κάνει άλλοι υποψήφιοι, οι οποίοι ενδιαφέρονται λιγότερο για τη συγκεκριμένη σχολή.
Γεννά αισιοδοξία το γεγονός ότι η συγκεκριμένη πρόταση μπορεί να εφαρμοστεί άμεσα, από του χρόνου, ανεξάρτητα από άλλες σημαντικές αλλαγές που πρέπει να γίνουν στη διάρθρωση του λυκείου ή στο εξεταστικό σύστημα. Γεννά απαισιοδοξία το γεγονός ότι στη δύσκολη συγκυρία όπου ζούμε, προσωπικά δεν είμαι καθόλου βέβαιος ποια θα είναι στην πράξη η τύχη του πορίσματος, αλλά και της συγκεκριμένης πρότασης.