Είναι αδιανόητο ότι πριν ενάμιση αιώνα ένα εκατομμύριο πολίτες του πλουσιότερου και ισχυρότερου κράτους στον κόσμο πέθαναν από λιμό. Όπως είναι επίσης αδιανόητο ότι η κυβέρνησή τους, ενώ ήταν διατεθειμένη να ξοδέψει τεράστια κονδύλια για έναν άσκοπο πόλεμο, αποφάσισε να τους προσφέρει μόνο υποτυπώδη βοήθεια.
του Μιχάλη Γιαννεσκή
Όμως αυτό ακριβώς συνέβη στα μέσα του 19ου αιώνα κατά τη διάρκεια του «λιμού της πατάτας» στην Ιρλανδία, που ήταν μέρος του τότε παντοδύναμου Ηνωμένου Βασιλείου, του επίκεντρου της Βρετανικής Αυτοκρατορίας. Το Βασίλειο διοικούνταν από κυβέρνηση που αντιπροσώπευε κυρίως τα συμφέροντα της αριστοκρατίας: μόνο ενήλικες άνδρες με περιουσία πάνω από ένα συγκεκριμένο όριο είχαν δικαίωμα ψήφου.
Η κατάσχεση της ιρλανδικής γης
Η αριστοκρατία της Αγγλίας λιγουρευόταν τη γη της Ιρλανδίας από τον 11ο αιώνα. Ο αγγλικός στρατός είχε εισβάλει επανειλημμένα στη χώρα για να προωθήσει τα αγγλικά συμφέροντα. Ο σφετερισμός της ιρλανδικής γης ολοκληρώθηκε κατά τη διάρκεια του αγγλικού εμφυλίου πολέμου (1642-1651), όταν ο προτεσταντικός στρατός του Όλιβερ Κρόμγουελ εισέβαλε στην Ιρλανδία. Οι Άγγλοι νίκησαν τους Ιρλανδούς, κατάσχεσαν σχεδόν όλη τη γη που ανήκε σε καθολικούς και την παραχώρησαν σε όσους είχαν χρηματοδοτήσει τον στρατό του Κρόμγουελ, στους στρατιώτες του και σε Άγγλους, οι οποίοι ήταν ήδη εγκαταστημένοι στη χώρα.
Η Ιρλανδία έγινε μέρος του Ηνωμένου Βασιλείου το 1800, αλλά στην ουσία ήταν μια αποικία πλήρως ελεγχόμενη από την κυβέρνηση στην Αγγλία. Όπως είχε σχολιάσει ο Καρλ Μαρξ σε ομιλία του στο Λονδίνο το 1867, «η επικυριαρχία [της Αγγλίας] στην Ιρλανδία ισοδυναμεί με συλλογή ενοικίου για την αγγλική αριστοκρατία».
Ο μύκητας και ο λιμός
Το 1845 η διάδοση ενός μύκητα άρχισε να καταστρέφει τις καλλιέργειες πατάτας στην Ιρλανδία. Μέσα στα επόμενα 2 χρόνια, το 80% των καλλιεργειών είχε καταστραφεί.
Οι πατάτες αποτελούσαν τη μοναδική τροφή (μαζί με λίγο γάλα) για περίπου 3 εκατομμύρια φτωχούς Ιρλανδούς, ενώ για άλλα 2-3 εκατομμύρια ήταν το κύριο μέρος της διατροφής τους. Η καταστροφή των καλλιεργειών έφερε λιμό στην Ιρλανδία. Το 1841 ο πληθυσμός της χώρας ήταν 8,2 εκατομμύρια. Το 1851 είχε μειωθεί στα 6,5 εκατομμύρια: περίπου ένα εκατομμύριο άτομα είχαν πεθάνει από τον λιμό και 500.000 είχαν μεταναστεύσει.
Με τις καλλιέργειες κατεστραμμένες, οι φτωχοί αγρότες και χωρικοί δεν μπορούσαν να θρέψουν τις οικογένειές τους ούτε να πληρώσουν τους γαιοκτήμονες για τα χωράφια και τις καλύβες που νοίκιαζαν από αυτούς.
Η λεπτή γραμμή μεταξύ λιμού και γενοκτονίας
Οι περισσότεροι γαιοκτήμονες αντιμετώπισαν αμείλικτα τους φτωχούς που λιμοκτονούσαν. Όχι μόνο έκαναν έξωση σε όσους δεν μπορούσαν να πληρώσουν το νοίκι, αλλά κατέστρεφαν τις στέγες από τις καλύβες, ώστε να μη μπορούν να επιστρέψουν και να βρουν καταφύγιο από το κρύο, το χιόνι και την βροχή.
Η φιλανθρωπική βοήθεια που προσέφερε η βρετανική κυβέρνηση ήταν υποτυπώδης και ανεπαρκής: διανομή σούπας σε ένα μικρό ποσοστό των λιμοκτονούντων και χρηματοδότηση της κατασκευής μερικών δρόμων και άλλων έργων υποδομής για να προσφέρουν θέσεις εργασίας. Μολαταύτα, λόγω της ανόδου των τιμών των τροφίμων, όσοι έβρισκαν δουλειά δεν πληρώνονταν αρκετά για να θρέψουν τις οικογένειές τους.
Λόγω της αντιμετώπισής του από τις Αρχές, στην ουσία ο λιμός εξελίχθηκε σε γενοκτονία. Όπως ανέφερε το Illustrated London News στις 15 Δεκεμβρίου 1849, «[…] το Γουέστμινστερ, το κέντρο του πολιτισμού […] κατέστησε τη μούχλα της πατάτας μέσο αφανισμού […] των Ιρλανδών». Μέχρι και ο τότε κυβερνήτης της Ιρλανδίας δήλωσε ότι δεν υπήρχε άλλο κράτος στην Ευρώπη το οποίο θα επέμενε τόσο ψυχρά σε μια πολιτική εξόντωσης.
Παρότι πολλοί ιστορικοί διαφωνούν με τη χρήση του όρου «γενοκτονία», ο τρόπος που αντιμετωπίστηκε ο λιμός περιλαμβάνεται στον ορισμό της γενοκτονίας του ΟΗΕ: «[…] επιβάλλοντας σκόπιμα σε ομάδα [ανθρώπων] συνθήκες ζωής που υπολογίζεται ότι θα επιφέρουν την ολική ή μερική καταστροφή της …».
Οι προτεραιότητες της κυβέρνησης
Το κόστος διατροφής των λιμοκτονούντων Ιρλανδών αποτέλεσε την κύρια δικαιολογία για την ανεπαρκή ανθρωπιστική βοήθεια που προσφέρθηκε στον πληθυσμό. Συνολικά, από το 1845 έως το 1850 το κράτος δαπάνησε περίπου 8 εκατομμύρια στερλίνες για να αντιμετωπίσει τον λιμό.
Όμως, μόλις 10 χρόνια νωρίτερα, το ίδιο κράτος είχε αποζημιώσει τους γαιοκτήμονες στις βρετανικές αποικίες στην Αμερική για την κατάργηση της δουλείας με 22 εκατομμύρια στερλίνες. Ενώ 3 χρόνια αργότερα θα ξόδευε 75 εκατομμύρια στερλίνες για να χρηματοδοτήσει τον πόλεμο στην Κριμαία, στον οποίο αναμείχθηκε η Αγγλία, κυρίως για να μην επωφεληθεί η Ρωσία από τη σταδιακή κατάρρευση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Το ιδεολογικό υπόβαθρο των συμφερόντων
Η ανεπάρκεια της ανθρωπιστικής βοήθειας για τους Ιρλανδούς αντικατοπτρίζει την επικρατούσα ιδεολογία της άρχουσας τάξης εκείνη την εποχή. Δηλώσεις κυβερνητικών στελεχών, πολιτικών και σχολιαστών της εποχής υποδεικνύουν το ιδεολογικό υπόβαθρο πάνω στο οποίο βασίστηκε η υποτυπώδης αντιμετώπιση της λιμοκτονίας.
Τα λόγια του Charles Trevelyan, του κυβερνητικού εκπροσώπου υπεύθυνου για την παροχή βοήθειας στους Ιρλανδούς, είναι ενδεικτικά: «Η θεία κρίση έστειλε τη συμφορά για να συνετίσει τους Ιρλανδούς, τέτοια συμφορά δεν μπορεί να μετριαστεί». Όμως οι εμπορικές συναλλαγές της εποχής, οι εφημερίδες, και τα πρακτικά του Κοινοβουλίου δείχνουν ότι η «θεία κρίση» αποτελούσε πρόσχημα κάλυψης οικονομικών συμφερόντων.
Αφενός των συμφερόντων των εμπόρων, οι οποίοι επέλεγαν τις πιο επικερδείς αγορές για τα προϊόντα τους, παρότι οι συμπολίτες τους λιμοκτονούσαν. Η Ιρλανδία εξήγαγε τρόφιμα κατά τη διάρκεια του λιμού, όπως αρκετή ποσότητα δημητριακών για να τρέφονται 2 εκατομμύρια άτομα στην Αγγλία. Αφετέρου των συμφερόντων των κερδοσκόπων επενδυτών: οι Times του Λονδίνου έγραφαν στις 2 Απριλίου 1849 ότι τα μέτρα που είχε υιοθετήσει η κυβέρνηση «ανοίγουν την ιρλανδική γη για βιομηχανικές πρωτοβουλίες και την εισαγωγή νέων κεφαλαίων», υποστηρίζοντας ότι το «αποκρουστικό χάσμα» που είχε δημιουργηθεί στην ιρλανδική κοινωνία λόγω του λιμού ήταν το αντίτιμο για «μελλοντική ευημερία». Σχολιαστές τόνιζαν ότι η οικονομική ανάπτυξη της Ιρλανδίας χρειαζόταν όχι μόνο αύξηση των επενδύσεων, αλλά και μείωση του πληθυσμού. Η μετανάστευση χιλιάδων «παπιστών Κελτών» από την Ιρλανδία λόγω του λιμού χαρακτηρίστηκε «ευλογία» για τη χώρα από την τοπική προτεσταντική διοίκηση.
Ο λιμός ως εφαλτήριο του κινήματος ανεξαρτησίας
Η λιμοκτονία έπαιξε σημαντικό ρόλο στην ανεξαρτητοποίηση της Ιρλανδίας από την Βρετανία 70 χρόνια αργότερα. Τα δεινά που υπέστη ο λαός κατά τη διάρκεια του λιμού και η έλλειψη αλληλεγγύης από την κυβέρνηση του Λονδίνου ενίσχυσαν την εθνική συνείδηση των Ιρλανδών και ενέπνευσαν τον αγώνα για ανεξαρτησία.
Επιπλέον, η αύξηση της μετανάστευσης των Ιρλανδών δημιούργησε πυρήνες εθνικής συνείδησης ανά τον κόσμο που δεν μπορούσε να ελέγξει η αγγλική κυβέρνηση. Αυτοί οι πυρήνες, κυρίως στις ΗΠΑ, χρηματοδότησαν τα διάφορα κινήματα ανεξαρτησίας.
Η έλλειψη ενδιαφέροντος για τη λιμοκτονία
Σήμερα, ο λιμός δεν αναφέρεται σχεδόν καθόλου στην Βρετανία. Οι αναφορές για τη λιμοκτονία στα βιβλία ιστορίας που διδάσκονται στα αγγλικά σχολεία μειώθηκαν με το πέρασμα του χρόνου και σήμερα δεν γίνεται καθόλου μνεία.
Επιπλέον, οι Βρετανοί πολιτικοί δεν αναγνώρισαν τον ρόλο του βρετανικού κράτους στη λιμοκτονία. Η μόνη εξαίρεση ήταν ο πρωθυπουργός Τόνι Μπλερ, ο οποίος απολογήθηκε στους Ιρλανδούς για τη λιμοκτονία το 1997 και παραδέχθηκε ότι οι κυβερνώντες στο Λονδίνο την εποχή του λιμού δεν φρόντισαν τους πολίτες του κράτους τους. Ωστόσο, η απολογία του Μπλερ έγινε σε μια συγκυρία που ενείχε σκοπιμότητα: Ο Μπλερ στόχευε στην επίτευξη συμφωνίας για τη συμφιλίωση των αντιμαχομένων Προτεσταντών και Καθολικών στη Βόρεια Ιρλανδία. Η συμφωνία όντως υπογράφηκε μερικούς μήνες μετά από τη δήλωσή του.
Ακόμα και στην Ιρλανδία, οι αναφορές στη λιμοκτονία είναι σχετικά περιορισμένες. Για περίπου 30 χρόνια μετά την ανεξαρτησία της χώρας από τη Βρετανία, το 1930-1960, παρατηρήθηκε «ιστοριογραφική σιγή». Μετά από το 1960, διαμορφώθηκαν δύο ιστοριογραφικές τάσεις: η ρεβιζιονιστική και η εθνικιστική που υποβαθμίζει ή υπογραμμίζει, αντίστοιχα, την ευθύνη της αγγλικής εξουσίας για τη λιμοκτονία.
Οι κυβερνήσεις της Ιρλανδίας έτειναν κυρίως προς τη ρεβιζιονιστική τάση, και μόνο το 2008, 160 χρόνια μετά το λιμό, καθιέρωσαν Ημέρα Μνήμης της Λιμοκτονίας. Η έλλειψη κυβερνητικού ενδιαφέροντος σχετικά με την απόδοση ευθυνών για ένα τόσο σημαντικό γεγονός της ιρλανδικής ιστορίας μάλλον υποδεικνύει ότι η ανεξαρτητοποίηση της Ιρλανδίας από τη Βρετανία δεν έχει ολοκληρωθεί.
Πηγές:
(1) Bourke, P.M.A. (1968). The Use of the Potato Crop in Pre-Famine Ireland. Journal of the Statistical and Social Impact Society of Ireland,Vol. 12, No. 6, pp. 72-96
(2) Coogan, T.P. (2012). The Famine Plot – England’s Role in Ireland’s Greatest Tragedy. Palgrave Macmillan, Basingstoke
(3) Doyle, A. (2002). Ethnocentrism and History Textbooks:Representation of the Irish Famine 1845-49 inhistory textbooks in English secondary schools. Intercultural Education, vol. 13, No. 3, pp. 315-330.
(4) Donnelly, J.S. (2002). The Great Irish Potato Famine. Sutton Publishing, Stroud
(5) Kinealy, C. (1997). A Death-Dealing Famine – The Great Hunger in Ireland. Pluto Press, London
(6) Morash, C. and Hayes, R. (1996). Fearful Realities – New Perspectives on the Famine. Irish Academic Press, Dublin
(7) Ó Gráda, C. (1989). The Great Irish Famine. Macmillan, London
(8) Vaughan, W.E. (1984). Landlords and Tenants in Ireland 1848-1904. The Economic and Social History Society of Ireland
(9) Αρχεία με εφημερίδες από την εποχή του λιμού:
https://viewsofthefamine.wordpress.com (τελευταία πρόσβαση 21 Ιουνίου 2017).
https://digital.library.villanova.edu/Collection/vudl:145635 (τελευταία πρόσβαση 21 Ιουνίου 2017)
(10) Σχετικά πρακτικά του Βρετανικού Κοινοβουλίου:
http://hansard.millbanksystems.com/commons/1846/mar/13/fever-and-famine-ireland (τελευταία πρόσβαση 21 Ιουνίου 2017)
Via : www.thepressproject.gr