ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΜΠΟΥΚΑΛΑΣ
Στις εκλογές της 17ης Νοεμβρίου 1974, τις πρώτες της Γ΄ Ελληνικής Δημοκρατίας, που με συνεκδοχική ασάφεια την αποκαλούμε Μεταπολίτευση, ο νικητής, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, δεν χρειαζόταν καμία λέξη-δέλεαρ και κανένα εμπνευσμένο ψηφοσυλλεκτικό σύνθημα. Σύνθημα ήταν ο ίδιος, το επώνυμό του. Και δέλεαρ η επιστροφή του από το Παρίσι, που δεν την είχε πανηγυρίσει αποκλειστικά η παράταξή του. Στους δρόμους, τον Ιούλιο του 1974, είχαν βγει για να γιορτάσουν αι γενεαί πάσαι, ανάμεσά τους και όσοι είχαν ματώσει στα χρόνια των συνταγματαρχών. Και είναι όνειδος για τη δημοκρατία να ακούμε τώρα, με ξεχειλωμένη την ανοχή μας ή με τυχοδιωκτική μικροκομματική αδιαφορία, να υβρίζονται αντιστασιακοί από χουντολάγνες φασιστοφυλλάδες.
Δυστυχώς, πλην αναπόφευκτα, όπως σε κάθε καμπή της Ιστορίας, στην πάνδημη γιορτή του μήνα εκείνου, είχαν τρυπώσει, προσωπιδοφόροι, όχι μόνο πολλοί απόντες του αντιδικτατορικού αγώνα, υποκρινόμενοι τους μεγάλους αντιστασιακούς, αλλά και μηδίσαντες. Αγύρτες που συνεργάστηκαν με τη χούντα και απόλαυσαν τα «καλά» της, και οι οποίοι έσπευσαν να απολαύσουν πρώτοι και τα καλά της δημοκρατίας. Απολύτως δίκαιος είχε ακουστεί, ως εκ τούτου, ο πικρός λόγος του Μανόλη Αναγνωστάκη, δημοσιευμένος στην «Αυγή» στα δεκάχρονα του Πολυτεχνείου, υπό τον εξακολουθητικής ισχύος τίτλο «Φοβάμαι»: «Φοβάμαι / τους ανθρώπους που εφτά χρόνια / έκαναν πως δεν είχαν πάρει χαμπάρι / και μια ωραία πρωία –μεσούντος κάποιου Ιουλίου– / βγήκαν στις πλατείες με σημαιάκια κραυγάζοντας: / “Δώστε τη χούντα στο λαό”. / Φοβάμαι τους ανθρώπους / που με καταλερωμένη τη φωλιά / πασχίζουν τώρα να βρουν λεκέδες στη δική σου. / Φοβάμαι τους ανθρώπους που σου ’κλειναν την πόρτα / μην τυχόν και τους δώσεις κουπόνια / και τώρα τους βλέπεις στο Πολυτεχνείο / να καταθέτουν γαρίφαλα και να δακρύζουν». Και να πεις ότι δάκρυζαν από τύψεις…
Εκείνη πάντως την περίοδο που ο Αναγνωστάκης ιστορούσε συνοπτικά το αρχικό στάδιο της μελαγχολικής μεταχουντικής δημοκρατίας μας, είχε ήδη εισαχθεί στην πολιτική αγορά η πρώτη μαγική λέξη, που καθόρισε την ετυμηγορία της κάλπης στις 18.10.1981. Η λέξη «Αλλαγή», που υποδήλωνε τα πάντα, αλλά δεν σήμαινε σχεδόν τίποτε επακριβώς, γι’ αυτό και αργότερα τη διεκδίκησαν και άλλοι, πλην του ΠΑΣΟΚ. Πολύ χειρότερη ήταν, βέβαια, η μοίρα του κυριότερου πασοκικού συνθήματος «Η Ελλάδα ανήκει στους Ελληνες», που πλέον ακούγεται από τους χρυσαυγίτες νεοναζιστές. Με το ΠΑΣΟΚ περάσαμε από το γαλάζιο στο πράσινο. Από το συνθηματολογικώς εκφωνούμενο επώνυμο («Καραμανλής! Καραμανλής!»), που παρέμενε το κυριότερο νεοδημοκρατικό όπλο ακόμα κι όταν ο ίδιος ο Καραμανλής δεν ηγεμόνευε τυπικά στο κόμμα του, στο μικρό όνομα: «Αντρέας! Αντρέας!» Από την πατερναλιστική δημοκρατία στη δημοκρατία μιας ψευδούς οικειότητας, που υποτίθεται ότι μικραίνει την απόσταση ανάμεσα στον μεσσία και στο πλήθος που τον λατρεύει. Με το ΠΑΣΟΚ «είδε φως» και η άλλη μισή Ελλάδα, οι «μη προνομιούχοι» (άλλη μαγική λέξη της εποχής). Κραταιώθηκε όμως ο λαϊκισμός, πατερναλιστικός εντέλει και αυτός, που συμπυκνώθηκε στο ανδρεοπαπανδρεϊκό δόγμα «μόνος θεσμός ο λαός».
Εκ των πραγμάτων συντομότατη η παρούσα περιδιάβαση, σταθμεύει σε όρους-σύμβολα, που οι εισαγωγείς τους πίστευαν ότι συνοψίζουν έναν ολόκληρο κόσμο ιδεών, γι’ αυτό και τους χρησιμοποιούσαν μονότονα, σαν ξόρκι. Η περίοδος λοιπόν του ΠΑΣΟΚ έληξε άδοξα, με μια νέα λέξη σαν δέλεαρ ή σαν μαγική επωδή, που έμοιαζε να λέει τα πάντα, δεν ήταν όμως ιδιαιτέρως καθαρή όταν μεταφραζόταν στα νομοτελειακώς καιροσκοπικά κομματικά ιδιόλεκτα: «Κάθαρση». Η κάθαρση σαν αντίδοτο στη «διαπλοκή», λέξη της ελληνικής που πέρασε πλέον ατόφια και σε άλλες γλώσσες, δίπλα στη δημοκρατία, στη φιλοσοφία, στο θέατρο κ.ά. Κι έπειτα, όταν το εκκρεμές στάθηκε και πάλι στο ΠΑΣΟΚ, ήρθε ο «εκσυγχρονισμός» του κ. Κώστα Σημίτη, μια διακήρυξη που ο ήχος της αποδείχθηκε βαρύτερος από την ουσία της. Ανάμεσα στα πολλά που δεν εκσυγχρονίστηκαν ήταν και οι μίζες, που οδήγησαν στη φυλακή τον κ. Ακη Τσοχατζόπουλο, δεύτερο στις τάξεις του ΠΑΣΟΚ μετά τον Ανδρέα για πολλά χρόνια.
Πρέπει, πάντως, να σημειωθεί ότι πριν από τον «εκσυγχρονισμό» είχε εισαχθεί η λέξη «υπέρβαση», με την ίδρυση της Πολιτικής Ανοιξης του κ. Αντώνη Σαμαρά. Και μπορεί η «υπέρβαση» αυτή να χαιρετίστηκε απροσδοκήτως από τον Οδυσσέα Ελύτη, που σπανιότατα μιλούσε περί πολιτικής, το ίδιο το μητρικό κόμμα όμως, η Ν.Δ., κατανόησε και κατέκρινε την «υπερβατική» κίνηση του στελέχους της ως προδοσία κατά της παράταξης. Βαρύτατη λέξη η «προδοσία», δεν στάθηκε πάντως εμπόδιο στη σταδιοδρομία του κ. Σαμαρά. Οχι μόνον επανέκαμψε στο αβερωφικώς διαλαληθέν «μαντρί», αλλά ανέλαβε και ποιμενάρχης. Δευτερεύουσας σημασίας κατόπιν αυτού οι απανωτές μετακινήσεις βουλευτών και μικρομεσαίων στελεχών από κόμματος εις κόμμα, πάντα «για τη φανέλα». Σε καιρούς ανιδεολογικούς, αν όχι και αμοραλιστικούς, η ίδια η καριέρα είναι μια λιμπιστική ιδέα. Θα μας το επιβεβαίωναν ντουζίνες πολιτευομένων που μετακινούνται από τη μια άκρη του φάσματος στην άλλη με την ταχύτητα που αλλάζει χρώματα ο χαμαιλέων για να επιβιώσει, παραπλανώντας τους θηρευτές του.
Το 2004 των Ολυμπιακών, που δόξασαν τη χώρα ανοίγοντας ή έστω διευρύνοντας τον λάκκο της, ο νικητής των εκλογών της 7ης Μαρτίου, ο κ. Κώστας Καραμανλής (ναι, δανειζόμαστε κι εμείς λέξεις, λ.χ. τον «νεποτισμό») εξήγγειλε την «επανίδρυση του κράτους», του εκσυγχρονισθέντος κράτους, συνέστησε δε στους υφισταμένους του «σεμνότητα και ταπεινότητα». Επειτα από μια σεμνοτάπεινη πενταετία, στις 4.10.2009 ο Υιός νικάει τον Ανεψιό. Ετσι, το ΠΑΣΟΚ του κ. Γ. Α. Παπανδρέου επιστρέφει στην εξουσία, αναγγέλλει την «άμεση δημοκρατία» και την υλοποιεί παραδίδοντας τη χώρα στην τρόικα, διά του πρώτου μνημονίου. Τον Ιούνιο του 2012 η ορολογία μας εμπλουτίζεται με το λήμμα «νέα μεταπολίτευση», διά στόματος του κ. Σαμαρά, που πρωθυπουργεύει με συγκυβερνήτη τον κ. Ευάγγελο Βενιζέλο. Ηδη όμως αποδεικνύεται ολοένα και πιο ελκυστικό ένα άλλο λεκτικό φίλτρο: η «ελπίδα» του ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος από κόμμα του 3% έγινε κυβέρνηση το 2015, αφού πρώτα εκπασοκίστηκε σε μεγάλο βαθμό, συμπεριλαμβανομένης της κορυφής του, του κ. Αλέξη Τσίπρα, με την απαράμιλλη διορατικότητα στην επιλογή στενών συνεργατών. Μάρτυρες ο κ. Καμμένος, ο κ. Κοτζιάς, η κ. Κωνσταντοπούλου, ο κ. Βαρουφάκης.
Η ματαιωμένη ελπίδα δεν υπάρχει πια στο λεξιλόγιο του ΣΥΡΙΖΑ. Το αντίπαλον δέος, η Ν.Δ., που περιμένει απλώς τη μοιραία μετακίνηση του εκκρεμούς, δεν κουράστηκε ιδιαίτερα: Ξαναθυμήθηκε την «Αλλαγή», προσθέτοντας το «Πολιτική» προς διαφοροποίηση, καθώς και το θριαμβεύσαν «σεμνά και ταπεινά», και δίνει μια διαβεβαίωση που την έχουμε ακούσει δεκάδες φορές: «Γυρίζουμε σελίδα». Μόνο που το βιβλίο της Κληρονομικής Δημοκρατίας μας μένει ίδιο.
via:kathimerini