Γράφει ο καθηγητής Αδαμάντιος Πεπελάσης
Αντανάκλαση της κατάστασής μας είναι ότι οι πολίτες αυτής της χώρας αγωνιούν πρωτίστως για τα δημοσιονομικά, τα ισοδύναμα, τους φόρους, τις συντάξεις και τους μισθούς. Προβληματισμοί επιβίωσης. Χάθηκε η πολυτέλεια της συζήτησης για μια άλλη ποιότητα ζωής, ένα διαφορετικό μέλλον, ένα όραμα ευημερίας.
Ακόμη κι όσοι ασχολούνται με την ανάπτυξη, στην πραγματικότητα δεν αναφέρονται σε ποιοτικές διαφορές για την κοινωνία αλλά στην μεγέθυνση η οποία μπορεί μεν να επηρεάζει δημοσιονομικά μεγέθη δεν αφορά όμως κατ’ ανάγκην την ίδια την ευημερία των πολιτών. Δεν συνεπάγεται μια άλλη ποιότητα ζωής, ένα άλλο καθημερινό βίωμα, την προοπτική, την αισιοδοξία, το αίσθημα δικαιοσύνης και ασφάλειας. Μέτρο της απελπισίας και της αδυναμίας της κοινωνίας να δει προς το μέλλον είναι οι συνεχείς περί ισοδυνάμων αναζητήσεις, λες και υπάρχουν ισοδύναμα που θα αφαιρεθούν από ξένη πίτα.
Θα μπορούσαμε άραγε να περιμένουμε κάτι διαφορετικό; Δεν νομίζω διότι, το οικονομικό μας πρόβλημα για τις τελευταίες αρκετές δεκαετίες είναι πολιτικό, το δημιουργήσαμε και το εκτρέψαμε όλοι μαζί, πολίτες, κόμματα και κυβερνήσεις συμμαχώντας με τον λαϊκισμό, τα συμπαθητικά προνόμια και τις συντεχνίες. Πως δηλαδή θα μπορούσε ένας τόπος να έχει όραμα, να κάνει σχέδια για την ανάπτυξη και την ευημερία όταν τα ίδια τα δημοκρατικά κόμματα δεν λειτουργούν και τόσο δημοκρατικά, είναι προσωποπαγή και με κατευθυνόμενες τις δήθεν συλλογικές διαδικασίες τους; Πως γίνεται η ζύμωση των ιδεών όταν τα κόμματα αφουγκράζονται τις ηγεσίες τους αντί να αφουγκράζονται τους απλούς πολίτες; Ακόμη και στα πανεπιστήμια, αντί να καλλιεργούνται νέες ανατρεπτικές ιδέες αναπαράγονται κομματικές γραμμές. Έτσι, καταλήξαμε ως κοινωνία να μελετάμε τους εθνικούς λογαριασμούς αντί να εκφράζουμε πεποιθήσεις για τις ποιότητες και τα χαρακτηριστικά που θα μας οδηγήσουν στην πρόοδο και σε ένα άλλο νόημα και εμπειρία ζωής.
Μπρος στα αδιέξοδα επανειλημμένα αναζητήσαμε ελπίδα στους τεχνοκράτες, δηλαδή στους διαχειριστές- διεκπεραιωτές των οραμάτων, των επιδιώξεων και των σχεδίων που δεν ορίσαμε. Γενικές και αόριστες αντιλήψεις χαρακτηρισμένες «δεξιές» ή «αριστερές», παραδοξότητες, ανακολουθίες που συντηρούν και έντονες τεχνητές αντιπαραθέσεις που σιτίζουν τις ιδεοληψίες και δήθεν διαφοροποιήσεις για τη «δεξιά» και «αριστερή» πελατεία. Και παραμερίσαμε πολλά από αυτά που δεν αποτυπώνονται εύκολα σε λογαριασμούς και ξεφεύγουν από το πεδίο των τεχνοκρατών. Έχουν όμως σημασία στη ζωή μας και καθορίζουν, πέρα από τον πλούτο, την ευημερία μας, χωρίς να είναι ούτε «αριστερά» ούτε «δεξιά», απλά ανθρώπινα.
Ελάχιστος χώρος έμεινε για τους φιλόσοφους και τους ποιητές, για τους κοινωνικούς αναλυτές, τους νεύρο-επιστήμονες ακόμη και για αυτούς τους οικονομολόγους της ευημερίας και τους νεύρο-οικονομολόγους που καταπιάνονται με τους τρόπους επίτευξης μεγαλύτερης ατομικής και συλλογικής ευτυχίας, με κοινωνική συνοχή, με υγιείς και δημιουργικές οικονομικές συμπεριφορές, με ενθάρρυνση της συμμετοχής στα δημόσια πράγματα.
Οι σκέψεις με οδηγούν σε μάλλον απλοϊκές διαπιστώσεις. Στο στραβό δρόμο που έχουμε πάρει, αξίζει να ακούσουμε αυτές τις άλλες πνιγμένες φωνές που αναλίσκονται με ιδέες πέραν του άμεσου τεχνοκρατικού. Ασφαλώς, είναι μεγάλη η πρόκληση των κυλιόμενων μνημονίων όμως, τα μνημόνια από εμάς εν πολλοίς εξαρτάται αν θα είναι αφορμή χρήσιμων μεταρρυθμίσεων ή πρόσχημα καταγγελίας των εχθρών που προσκαλέσαμε. Κι από εμάς εξαρτάται αν θα συνεχίσουμε τις αδικίες, τα προνόμια, τις σπατάλες και την αναξιοκρατία δηλαδή, τα αποτυχημένα εγχειρήματα μοιράζοντας λόγια συμπαράστασης στα θύματα του λαϊκισμού. Έχουμε τους τεχνοκράτες, τη διάθεση την έχουμε;
Ο Λέανδρος Ρακιντζής έδωσε και πάλι την απάντηση. Δεν υπάρχει η πολιτική βούληση, από αυτούς που εμείς επιλέγουμε, να περιορίσουν τη διαφθορά, τη διαπλοκή, τη φοροδιαφυγή που από μόνα τους θα άνοιγαν μεγάλη δίοδο στην ελάφρυνση του χρέους και στη δημοσιονομική εξυγίανση.
Ας ακούσουμε κι εκείνες τις πνιγμένες φωνές του περιθωρίου, τις νέες ανατρεπτικές ιδέες του περιθωρίου που δεν δεσμεύονται από τις συλλογικές μας ιδεοληψίες. Δεν μας φταίνε τόσο οι λογαριασμοί όσο η δυσκολία να ακούσουμε το διαφορετικό.
Στους φίλους μου προτείνω να διαβάσουν τη «Χρησιμότητα του Αχρήστου» του Nuccio Ordine, τη «Γυμνή Βασίλισσα» του Κωνσταντίνου Τσουκαλά και τον Κλήμη Ναυρίδη στις «Κοινωνίες σε Κρίση και Αναζήτηση Νοήματος».
Via : www.anoixtoparathyro.gr