του Σταύρου Καπάκου
Αν έπαιρνε κανείς στα σοβαρά το Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα 2014-2018, που κατέθεσε η κυβέρνηση, και το οποίο αποτελεί οιονεί νέο Μνημόνιο, τότε το μοναδικό πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας θα ήταν η παρωνυχίδα του χρέους. Είναι τόσο ωραιοποιημένο, σχεδόν εικονικό, το πρόγραμμα ως προς τα βασικά του μεγέθη, που μόνο προεκλογικού χαρακτήρα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί.
Η λογική του παραμένει η ίδια με αυτή των Μνημονίων, δηλαδή διαπνέεται από την αντίληψη της «αναπτυξιακής λιτότητας», την οποία υιοθέτησε η Ε.Ε. μετά την εκδήλωση της κρίσης στην Ευρωζώνη. Σε γενικές γραμμές η συνταγή αυτή, την οποία εμπνεύστηκε ο Ιταλός καθηγητής Αλεσίνα, προβλέπει δραστικές περικοπές των κοινωνικών δαπανών, απόσυρση του Δημοσίου από οικονομικές δραστηριότητες και συμπίεση του κόστους εργασίας.
Η συνταγή αυτή επεβλήθη από τη γερμανική πλευρά στις χώρες της Ευρωζώνης, ενώ πήρε ακραίες διαστάσεις στις χώρες του ευρωπαϊκού Νότου. Στην Ελλάδα η στρατηγική της «αναπτυξιακής λιτότητας» εφαρμόστηκε σε βαθμό υπερθετικό ως βίαιη εσωτερική υποτίμηση. «Σκοτώθηκαν» πάνω από 50 δισ. ευρώ του ΑΕΠ, αυξήθηκε δραματικά η ανεργία, μειώθηκαν οι αμοιβές, οι κοινωνικές δομές του κράτους, και κατρακύλησαν οι περιουσιακές αξίες.
Η στρατηγική αυτή συνεχίζεται με το Μεσοπρόθεσμο, αφού προβλέπονται επιβαρύνσεις στους έμμεσους φόρους και διατήρηση των αδικιών στην άμεση φορολογία. Οι επιβαρύνσεις στους έμμεσους φόρους είναι πλέον διεθνής πρακτική. Αποτελούν δηλαδή κατεύθυνση των συντηρητικών δυνάμεων, που ασπάζονται το δόγμα της «αναπτυξιακής λιτότητας». Οι έμμεσοι φόροι είναι κατεξοχήν ταξικοί. Η διάκριση άμεσων – έμμεσων φόρων και η αναδιανομή αποτελούσαν θεμελιώδη διαφορά της σοσιαλδημοκρατίας με τους νεοφιλελεύθερους για όσο διάστημα η πρώτη διατηρούσε την αυτονομία της (σ.σ.: η Αριστερά προέκρινε πάντα τους άμεσους φόρους σε σχέση με τους έμμεσους και τασσόταν σταθερά υπέρ της μείωσης των δεύτερων για είδη πρώτης ανάγκης και κοινωνικά αγαθά). Τώρα τα πράγματα αλλάζουν, οι διαφορές σοσιαλδημοκρατίας – νεοφιλελεύθερων λειαίνονται υπέρ των απόψεων των δεύτερων. Η εξέλιξη αυτή αποτελεί δομική μεταλλαγή στο πολιτικό σύστημα και έχει αποτέλεσμα τη διεύρυνση της κρίσης εκπροσώπησης. Η σύγκλιση Κεντροαριστεράς – Κεντροδεξιάς είναι κάτι περισσότερο από συγκυριακή. Η αύξηση των άμεσων φόρων σύμφωνα με το Μεσοπρόθεσμο παρακολουθεί ως έναν βαθμό την εικαζόμενη αύξηση του ΑΕΠ, ωστόσο παραμένει υψηλή και κυρίως άδικη ως προς την κατανομή τους.
Το δεύτερο στοιχείο της «αναπτυξιακής λιτότητας» αφορά τις δαπάνες του κράτους, που παραμένουν παγωμένες μέχρι το τέλος του 2018 με μειούμενη τάση σε πραγματικούς όρους αν υπολογισθεί η προσδοκώμενη αύξηση του ΑΕΠ, ενώ η μείωση είναι στην πραγματικότητα μεγαλύτερη -κυρίως για μισθούς και κοινωνικές δαπάνες- αν συνυπολογιστεί και η κατρακύλα των προηγούμενων ετών λόγω των Μνημονίων.
Πώς γίνεται όμως να μειώνονται μισθοί και συντάξεις, να αυξάνονται οι έμμεσοι φόροι, να διατηρούνται οι άδικοι άμεσοι φόροι, να παγώνουν οι δημόσιες επενδύσεις και παρ’ όλα αυτά να αυξάνεται το ΑΕΠ με ρυθμούς πάνω από το 3% κατά μέσο όρο την επόμενη πενταετία; Μόνο η σημερινή κυβέρνηση μπορεί να ισχυρίζεται αυτή την παραδοξότητα. Ακόμη κι αν οι αριθμοί καταδείξουν ισχνή ανάπτυξη, εξέλιξη πιθανή έπειτα από μια περίοδο καταστροφής, η οικονομική μεγέθυνση αυτή θα συνδυάζεται με αύξηση της κοινωνικής ανισότητας.
Το Μεσοπρόθεσμο υπερεκτιμά το λεγόμενο πρωτογενές πλεόνασμα και υποτιμά την επιβάρυνση του χρέους, πράγμα που εκτός των άλλων μειώνει τη διαπραγματευτική δυνατότητα της χώρας για την πραγματική απομείωσή του. Είναι πολύ πιθανό το πρόγραμμα αυτό να αναθεωρηθεί σύντομα στα βασικά του μεγέθη, την ίδια ώρα όμως οι επιπτώσεις από την εφαρμογή της «αναπτυξιακής λιτότητας» θα είναι επώδυνες.
Via : www.avgi.gr