του Χριστόφορου Κάσδαγλη
Αντώνη, σε έχω χάσει! Πού είναι εκείνη η εποχή που έτρεχες στα Ζάππεια και μας έδινες ελπίδα και προοπτική για ν’ αντέξουμε τα υφεσιακά μέτρα της τρόικας και να πειστούμε για τη σωτηρία της πατρίδας. Πού είναι εκείνη η εποχή, Αντώνη, που πήγαινες πάνω κάτω και ζητούσες εκλογές και αυτοδυναμία ώστε εφαρμόσεις απερίσπαστος το αναπτυξιακό σου πρόγραμμα, να μειώσεις τη φορολογία των φυσικών προσώπων και των επιχειρήσεων, τους άμεσους και τους έμμεσους φόρους, με δέσμες μέτρων και με συνταγές σίγουρες.
Τώρα σε περιμένω κάπου να σε συναντήσω, αλλά εσύ πουθενά. Σε περιμένω στη Βουλή να μου δώσεις θάρρος και να αντιπαρατεθείς στους μνημονιακούς υπουργούς και στα άδικα και ατελέσφορα μέτρα. Τίποτα. Ακόμα και στην ώρα του πρωθυπουργού, δικό σου προνόμιο βάσει του κανονισμού της Βουλής, ακόμα κι εκεί άφαντος είσαι. Κάποιον άλλον αφήνεις πάντα στο πόδι σου, μέχρι που συλλογιέμαι ότι κάτι θέλεις να μας πεις μ’ αυτό, ότι ίσως όταν φτάσει εκείνη η καταραμένη ώρα των επόμενων εκλογών -που κανείς βέβαια δεν τις θέλει, κατά τα λεγόμενά σου- μήπως πάλι κάποιο στουρνάρι αφήσεις στο πόδι σου να διεκδικήσει την πρωθυπουργία και χάσει ο τόπος την καλή τη ράτσα και ξεπέσει. Και πώς να τις θέλει, δηλαδή, ο κόσμος τις εκλογές, που τόσα περίμενε από τις προεκλογικές διακηρύξεις και από τις μετεκλογικές προγραμματικές σας συμφωνίες και τίποτα από όλ’ αυτά δεν είδε, μέχρι που άρχισε να υποπτεύεται ότι δεν είσαι εσύ που κυβερνάς, Αντώνη.
Σε περιμένω να σε δω και να σε καμαρώσω, αλλά εσύ έχεις άλλες ασχολίες, ύψιστες απ’ ό,τι φαίνεται, μιλάς με τον Ύψιστο και κανονίζεις την πορεία σου. Κι αν ο Ύψιστος κάποια στιγμή δεν ανταποκριθεί, έχεις άλλους ύψιστους εσύ στους οποίους απευθύνεσαι για να πάρεις γραμμή. Σε περιμένω, Αντώνη, να εμφανιστείς, γιατί είσαι ο τελευταίος σ’ αυτή τη χώρα που αρνήθηκε να γίνει δηλωσίας και το εκτιμώ πολύ αυτό. Όλοι οι άλλοι πήγαν και υπέγραψαν ό,τι τους ζήτησαν, για να σωθεί η πατρίδα βέβαια, αλλά εσύ βράχος, ούτε για να σωθεί η πατρίδα δεν υπογράφεις, έχεις την αξιοπρέπειά σου εσύ.
Μονάχα σε προστατευμένα περιβάλλοντα μπορώ να σε παρακολουθήσω πλέον, από την τηλεόραση μονάχα, είναι γνωστή άλλωστε η φωτογένεια και οι τηλεοπτικές σου επιδόσεις – έτσι δεν σάρωσες και τον Τσίπρα στο ντιμπέιτ στις τελευταίες εκλογές και του πήρες την μπουκιά μέσα απ’ το στόμα;
Αχ, αυτοί οι επικοινωνιολόγοι, πήγαν τότε να σε καταστρέψουν. Σου ’λεγαν, οι άσχετοι, ότι δεν πρέπει να εκτεθείς σε δημόσια αντιπαράθεση και διάλογο, αλλά εσύ ήξερες τι έκανες, βγήκες στο γυαλί και τα πήρες όλα δικά σου. Έχε το νου σου, όμως, γιατί και τώρα μου φαίνεται ότι οι επικοινωνιολόγοι σου βυσσοδομούν εις βάρος της δημόσιας εικόνας σου. Σ’ έχουμε χάσει, Αντώνη, κι είμαστε ορφανοί. Δεν μας νοιάζει που δεν υπάρχουν δουλειές, δεν μας ενοχλεί που τις τελευταίες οικονομίες μας τις ρουφάει η εφορία με το καλαμάκι, δεν μας πειράζει που τα μαγαζιά είναι ξενοίκιαστα ή άδεια. Αλλά δεν αντέχουμε στην ιδέα ότι μας γυρίζεις την πλάτη και συνομιλείς μονάχα με ξένους ηγέτες ή με τους άλλους δύο πολιτικούς αρχηγούς – κι από δημόσιες εμφανίσεις τίποτα. Μέχρι στο συνέδριο του Economist θα ’ρθω την άλλη φορά να σε παρακολουθήσω, γιατί έχω κάνει μαύρα μάτια να σε δω. Αχ, αυτοί οι επικοινωνιολόγοι, να μην έχουν εμπιστοσύνη στον λαοπρόβλητο λαϊκό ηγέτη, τον μακράν καταλληλότερο για πρωθυπουργό, και να τον κρύβουν μέσα στη γυάλα του Μαξίμου και πίσω από τα τιτιβίσματα του Μουρούτη.
Μερικοί διατείνονται ότι, όπως όλοι οι προκάτοχοί σου, σ’ έχουν κλεισμένο μέσα σ’ ένα γυάλινο πύργο ο Φαήλος κι ο Χρύσανθος και δεν έχεις επαφή με τα προβλήματα. Εγώ το ξέρω καλά όμως, το άκουσα και στο διάγγελμά σου τις προάλλες, γιατί οι επικοινωνιολόγοι σού έχουν πει ότι διαγγέλματα δεν πειράζει να εκφωνείς, εκεί που υπάρχει αντίλογος μόνο να μην πηγαίνεις, το άκουσα στο διάγγελμά σου, λοιπόν, ότι πονάς πάρα πολύ για τα βάσανα των υπηκόων σου, ότι δεν θα τους δώσεις ποτέ ψεύτικες υποσχέσεις, αλλά ότι παρ’ όλα αυτά τα δύσκολα πέρασαν. Υπάρχουν βέβαια ορισμένες απειλές ακόμα για την πατρίδα, αλλά με την κοινή προσπάθεια θα ξεπεραστούν κι αυτές.
Εντάξει, μεταξύ μας, δεν θα ’πρεπε να ξεπεραστούν οι απειλές για την πατρίδα και τόσο γρήγορα, η βιασύνη ποτέ δεν ωφελεί – πρέπει πρώτα να διευθετηθεί η αναδιάρθρωση του τραπεζικού συστήματος προς όφελος ορισμένων τζακιών, να ξαναξεκινήσει η κατασκευή των μεγάλων αυτοκινητόδρομων προς όφελος κάποιων άλλων, κι ας μην υπάρχουν πια αυτοκίνητα να τρέξουν σ’ αυτούς, δεν πειράζει, να αξιοποιηθούν καταλλήλως κάποια φιλέτα του δημοσίου, γενικώς το κράτος να απελευθερωθεί από τα βαρίδια του που θα τα φορτωθούν κάποια κορόιδα κι έτσι εμείς θα γλιτώσουμε.
Με τα δικά σου βαρίδια δεν ξέρω τώρα τι πρόκειται να κάνεις. Η αλήθεια είναι ότι δεν το περίμενες να συγκυβερνάς με Βενιζέλο και Κουβέλη, αν το ’ξερες ουδέποτε θα είχες κυνηγήσει εκείνες τις εκλογές, καλός ήταν ο Παπαδήμος κα μετά έβλεπες τι θα ’κανες. Αλλά σου ’λαχε εσένα να πιεις το πικρό ποτήρι, να μη σε αφήνουν να ασκήσεις απερίσπαστος τις συνταγματικές προνομίες σου ως πρωθυπουργός και να σε παρενοχλούν σε τέτοιο βαθμό που να μην μπορείς να εφαρμόσεις ούτε το οικονομικό σου πρόγραμμα και τις φοροαπαλλαγές, να σ’ εμποδίζουν να βγάλεις τις κουκούλες από τους κουκουλοφόρους και να ανακαταλάβεις τις πόλεις. Τίποτα δεν σου επιτρέπουν να κάνεις όπως το θες, κι ας συμφωνούν σε τελική ανάλυση μαζί σου ακόμα και στην αστυνόμευση, στη μη παραχώρηση ιθαγένειας στα παιδιά των μεταναστών, στο χαράτσι, στις απολύσεις στο Δημόσιο και στον υπερφυσικό ΦΠΑ. Αλλά ενώ εσύ θυσιάζεσαι καθημερινά για να σώσεις την πατρίδα, εκείνοι μονάχα την παρτίδα και το πολιτικό κόστος κοιτάνε και προσπαθούν να σου το επιρρίψουν εσένα – ευτυχώς που εσύ δεν λογαριάζεις τίποτα. Πόσο, δηλαδή, ακόμα πολιτικό κόστος μπορεί να φορτωθεί ένας πρωθυπουργός που εφαρμόζει τις δικές σου πολιτικές;
Θα μου πεις τώρα ότι διαπραγματεύεσαι, ότι δημιούργησες πλεόνασμα, ότι έριξες το επιτόκιο των δανείων και τα επιμήκυνες. Ξέρω, ξέρω, όλ’ αυτά είναι πέρα για πέρα αλήθεια, αλλά για κάποιο μυστήριο λόγο ο ελληνικός λαός αρνείται να καταλάβει το έργο σου και πηγαίνει και αυτοκτονεί σωρηδόν, παρατάνε τα σπίτια τους και τρέχουν σε συσσίτια για να δημιουργήσουν ψευδείς εντυπώσεις στη διεθνή κοινή γνώμη, κάνουν ό,τι μπορούν, τέλος πάντων για να αποδομήσουν το έργο σου, να ανεχθούν τη βία απ’ όπου κι αν προέρχεται, να συντηρήσουν τις εστίες της ανομίας και να ενισχύσουν τα άκρα – έτσι, από πείσμα.
Το μόνο, βρε Αντώνη, που δεν καταλαβαίνω είναι τι ακριβώς πρεσβεύεις εσύ στον μάταιο τούτο κόσμο. Σε ήξερα για υπερπατριώτη, να όμως τώρα που αφήνεις στην άκρη και την ΑΟΖ και το Σκοπιανό (όχι ότι προσωπικά θα ήθελα να δω να εφαρμόζονται οι πολιτικές σου σ’ αυτά τα θέματα). Ακόμα και την Κύπρο την άφησες στην τύχη της, και ευτυχώς που βρέθηκε ο Σάλλας να πάρει τις κυπριακές τράπεζες από το υστέρημά του και με δικό του ρίσκο και κάπως σώθηκε το παιχνίδι. Τα σύνορα με την Αλβανία που άνοιξες κάποτε και καμάρωνες τα έκλεισες πάλι – αυτό δεν το καταλαβαίνω. Φιλελεύθερος ήσουν και ήθελες να μειώσεις τους φόρους αλλά τίποτα, αυτοί όλο και αυξάνονται σε πείσμα του φιλελευθερισμού σου. Θρήσκος είσαι, αλλά κι αυτό το πράγμα να βάλεις τη συνεδρίαση της Βουλής για τα επαχθή εφαρμοστικά μέτρα ανήμερα των Βαΐων δεν συνάδει. Ακραιφνής δεξιός ήσουν, και τόσον καιρό ανέχεσαι να κυβερνάς μαζί με σοσιαλδημοκράτες και με αριστερούς. Τι θέλεις σ’ αυτό τον κόσμο, Αντώνη, και τι επιδιώκεις, ούτε κι εσύ δεν το ’χεις ξεκαθαρίσει μου φαίνεται. Υποθέτω όμως ότι το κάνεις για το καλό της πατρίδας, οπότε εντάξει.
Εκεί που σε παραδέχομαι είναι στον χειρισμό της ποίησης. Δεν σου το ’χα, ρε συ Αντώνη, να παίζεις τον Ελύτη στα δάχτυλα, κι ας είχε πάρει θέση υπέρ της Πολιτικής Άνοιξης, της Χαμένης Άνοιξης λέω εγώ, αλλά αυτό δεν ανήκει στο σώμα της ποιήσεως οπότε δεν είσαι υποχρεωμένος να το καταλάβεις.
Σε θαύμασα πριν από λίγον καιρό που ξετρύπωσες εκείνο το καταπληκτικό απόσπασμα από τον «Μικρό ναυτίλο» του Ελύτη: «Εάν αποσυνδέσεις την Ελλάδα, στο τέλος θα δεις να σου απομένουν μια ελιά, ένα αμπέλι κι ένα καράβι. Που σημαίνει: με άλλα τόσα την ξαναφτιάχνεις». Εντάξει, μερικοί κακοπροαίρετοι λένε ότι το απήγγειλες λάθος, πως ούτε τρεις αράδες δεν μπορείς να διαβάσεις σωστά, είπες «εάν αποσυνθέσεις την Ελλάδα» και όχι «εάν αποσυνδέσεις». Αλλά αυτό είναι για μένα λεπτομέρεια. Είτε έτσι το πεις είτε αλλιώς, το νόημα δεν αλλάζει, ίσως μάλιστα η δική σου εκδοχή να είναι ακριβέστερη – πώς στα κομμάτια μπορούσε να φανταστεί ο Ελύτης πού θα φτάσει η χώρα επί των ημερών σου. Εντάξει, λοιπόν, την αποσύνθεσες την Ελλάδα, τα κατάφερες, μπράβο σου.
Τα άλλα, τώρα, την ελιά και το αμπέλι και το καράβι, άσ’ τα, είναι δική μας δουλειά. Έτσι που τα κατάφερες, σιγά μη σου αναθέσουμε και τη λεπτή, επίπονη και απαιτητική αποστολή της ανασύνθεσης της χώρας – μη χάσουμε.
Via : kasdaglis.wordpress.com