Η πρόσφατη εγκληματική επίθεση χρυσαυγιτών κατά της συνηγόρου της πολιτικής αγωγής, Ε. Κουνιάκη, και ακόμα μιας γυναίκας, έξω από το Εφετείο Αθηνών, την 1η Νοεμβρίου, αξιολογείται για τη σημασία της ως ένα από τα σημαντικότερα επεισόδια που έχουν προκαλέσει μέλη και οπαδοί αυτού του κόμματος, από την έναρξη της δίκης έως σήμερα, μέσα και έξω από τις δικαστικές αίθουσες.
Με την πράξη αυτή η Χρυσή Αυγή, έχοντας προηγουμένως εκδηλώσει την άρνησή της στον πυρήνα, τις βασικές αρχές και τις λειτουργίες του δημοκρατικού πολιτεύματος, αποφάσισε να πλήξει έναν από τους βασικούς πυλώνες της σύγχρονης δημοκρατίας, τη Δικαιοσύνη.
Ετσι, απέναντι στις διαδικασίες της απονομής δικαιοσύνης για τις εγκληματικές ενέργειες που διέπραξαν μέλη και ηγετικά στελέχη της, και τη διεξαγωγή μιας δίκαιης δίκης, η Χρυσή Αυγή, εξ αρχής, επιχείρησε να ορθώσει ένα καθεστώς τρόμου, το οποίο αφορά εξίσου τα μέρη της δίκης και την κοινωνία.
Η σοβαρότητα, λοιπόν, του πρόσφατου συμβάντος, εφόσον συνδέεται με τους παράγοντες της δίκης, θέτει σε συζήτηση και επανεξέταση τα ζητήματα της προστασίας της διαδικασίας και των μερών της διεξαγόμενης δίκης, παράλληλα με τη λήψη πολιτικών μέτρων που θα ανακόπτουν την εγκληματική δραστηριότητα αυτού του κόμματος:
α) Από την έναρξη αυτής της δίκης, η Χρυσή Αυγή έχει σταθερά επιχειρήσει να παρακωλύσει τη δικαστική διαδικασία και να τρομοκρατήσει τους συγγενείς των θυμάτων, τους μάρτυρες και τους συνηγόρους πολιτικής αγωγής, με πρόδηλους απώτερους σκοπούς τη διολίσθηση της υπόθεσης και τον επηρεασμό της κρίσης των δικαστών.
Για τους λόγους αυτούς, και συνεπικουρούμενη, σε αρκετές περιπτώσεις, από την αστυνομική φύλαξη, έχει προβεί σε επιθέσεις, μέσα και έξω από τις δικαστικές αίθουσες, σε παρευρισκόμενα μέλη αντιφασιστικών κινήσεων και μάρτυρες. Στόχος αυτών των επιθέσεων υπήρξε και η Μάγδα Φύσσα, μητέρα του δολοφονημένου Παύλου.
Η λήψη μέτρων προστασίας των μερών της δίκης, ιδιαίτερα των μαρτύρων και των συνηγόρων πολιτικής αγωγής, που είναι περισσότερο εκτεθειμένοι στην κοινωνία, καθίσταται πλέον σημαντική συμβολή στην απρόσκοπτη διεξαγωγή της.
Στο ίδιο πλαίσιο, θα πρέπει να επανεξεταστεί η αστυνομική φύλαξη που παρέχεται μέσα και έξω από τη δικαστική αίθουσα και, ιδιαίτερα, η αστυνομική «μεταχείριση» των παρευρισκομένων από το αντιφασιστικό μπλοκ.
Συνολικότερα, ωστόσο, η εγκληματική δραστηριότητα της Χρυσής Αυγής καθώς και τα επεισόδια που έχουν σημειωθεί στο διάστημα που διεξάγεται η δίκη οφείλουν να δημιουργήσουν προβληματισμούς σχετικά με τον προσανατολισμό της αναγνώρισης των χαρακτηριστικών των «αντιπάλων» και της μεταχείρισής τους κατά τις αστυνομικές επιχειρήσεις.
Ο επαναπροσανατολισμός της αστυνομικής δράσης αναοριοθετεί το πλαίσιο τόσο της προστασίας των μερών της διεξαγόμενης δίκης όσο και, γενικότερα, της δημόσιας τάξης και ασφάλειας, εφόσον συνεκτιμώνται οι συνθήκες επανάκαμψης του φασιστικού φαινομένου.
β) Η ποινικοποίηση της εγκληματικής δράσης της Χρυσής Αυγής και τα αποτελέσματα της διεξαγόμενης δίκης, οποτεδήποτε ολοκληρωθεί, σκοπό έχουν να ικανοποιήσουν το περί δικαίου αίσθημα. Η ικανοποίηση αυτού του αισθήματος δεν περιορίζει και, σε καμιά περίπτωση, δεν πρέπει να αναστέλλει τη λήψη πολιτικών μέτρων. Αυτό που οφείλουμε να κατανοήσουμε είναι ότι η Χρυσή Αυγή αποτελεί μέρος του πολιτικού συστήματος και, συνάμα, αποδομητική έκφραση της κρίσης του.
Η εγκληματική δραστηριότητα αυτού του κόμματος αναπτύσσεται στο έδαφος της φασιστικής βίας. Πρόκειται, δηλαδή, για πολιτική βία που πρέπει να αντιμετωπιστεί και με πολιτικά μέτρα.
Η ανακοπή της κοινοβουλευτικής εκπροσώπησης και της συνακόλουθης πολιτικής δράσης και οργανωτικής ανάπτυξης της Χρυσής Αυγής, που συμβαίνουν στο πλαίσιο της νόμιμης υπόστασης ενός κόμματος, έχει σκοπό να κόψει τον ομφάλιο λώρο ανάμεσα στους πολιτικούς σκοπούς, την ανάπτυξη και τη δράση των οργανώσεων, με τη στρατολόγηση νέων μελών και την εκπαίδευση επίδοξων δολοφόνων στις πρακτικές του πολέμου. Μια τέτοια πολιτική απόφαση έχει τη σημασία της, ιδιαίτερα στις συνθήκες της συνεχιζόμενης οικονομικής συμπίεσης των κατώτερων και μικροαστικών στρωμάτων, καθώς και της εντεινόμενης κοινωνικής περιθωριοποίησης, οι οποίες ενισχύουν τις φυγόκεντρες και τις ενδιάθετες επιθετικές τάσεις, που, στο πλαίσιο της αναζωογόνησης των φασιστικών ιδεών και πρακτικών, αποκτούν πρόσφορο έδαφος να εκδηλωθούν και να εκφραστούν.
Οπωσδήποτε, όμως, η πράξη της απαγόρευσης της νόμιμης πολιτικής υπόστασης της Χρυσής Αυγής για να έχει πολιτικό αποτέλεσμα θα πρέπει να συνοδεύεται από την πολιτική και κοινωνική αναδιαπαιδαγώγηση, που θέτει τα ζητήματα της πολιτικής, του πολιτικού συστήματος και της κοινωνίας κάτω από το πρίσμα άλλων, καθολικότερων, προσεγγίσεων, σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο. Αποτελεί δε, παράλληλα, μια υποχρέωση προς την Ιστορία.
Εστω και τώρα, έστω και καθυστερημένα να διαλυθούν οι θύλακες του φασιστικού παρακράτους που ευθύνονται για την αδιάλειπτη παρουσία του φαινομένου στις χώρες της Ευρώπης και την Ελλάδα. Ιδιαίτερα για τη χώρα μας, η διάλυση των φασιστικών θυλάκων αποτελεί πράξη ύψιστης πολιτικής και ιστορικής σημασίας, εφόσον δύναται να αντιμετωπίσει, με οριστικό τρόπο, τις διαδικασίες εκείνες που εξέθρεψαν τον εμφύλιο πόλεμο.
*κοινωνιολόγος
Via : www.efsyn.gr