Ένας από τους μεγαλύτερους συλλέκτες σπάνιων ηχογραφήσεων και γραμμοφώνων μιλάει για ιστορίες που έμαθε συγκεντρώνοντας και ακούγοντας δίσκους, για τη διαδικασία της συλλογής, την παράδοση, τα σκυλοδημοτικά και το σημερινό τραγούδι
Η συνέντευξη αυτή έγινε σε δύο δόσεις. Και πολλές φορές και στις δύο επισκέψεις στο σπίτι-μουσείο του συλλέκτη και μουσικού Χρήστου Φαναρίτη οι συνομιλίες μας διακόπηκαν για να σηκωθεί ο Χρήστος και να βάλει μια πλάκα στο γραμμόφωνο – με σχεδόν ευλαβικές κινήσεις – και να ακούσουμε απόλυτα σπάνια πράγματα.
Από τον Ελευθέριο Βενιζέλο να λέει α καπέλα ριζίτικα, τη συγγραφέα Ζωρζ Σαρρή σε ιδιωτική ηχογράφηση απ’ το Παρίσι του ’50 να στέλνει μήνυμα στους συγγενείς της, έως καλύμνιους σφουγγαράδες σε ηχογράφηση στην Αίγυπτο, αμανέ του θρυλικού Γιώργου Μεϊντανά ή παραστάσεις του μεγάλου καραγκιοζοπαίχτη Μόλλα.
Κάθε σπιθαμή του σπιτιού είναι αξιοποιημένη για να χωρέσουν τα γραμμόφωνα, οι δίσκοι 78, 45 και 33 στροφών, οι παλιές φωτογραφίες, τα μουσικά όργανα αλλά και τα πιο τρελά κειμήλια! Με τη βοήθεια του φίλου ερευνητή και μεγάλου γνώστη της παραδοσιακής δισκογραφίας Ρόδη Σουλόπουλου μαθαίνω πως ο Φαναρίτης έχει 90 συσκευές αναπαραγωγής γραμμοφώνου της περιόδου 1915-1950 διαφόρων τύπων.
Ραδιόφωνα, ραδιογραμμόφωνα και πικάπ περιόδου 1930-1960. 6.000 δίσκους 78 στροφών (γραμμοφώνου), 7.000 δίσκους 45 στροφών και πολλά πολλά άλλα. Πάνω απ’ όλα όμως ο Φαναρίτης δεν είναι ένας προσηλωμένος των συλλογών – πόσα χρωστάμε άραγε στους συλλέκτες εν Ελλάδι – μα ένας ρέκτης της μουσικής. Ενας λάτρης του ήχου, είτε είναι ταγκό, είτε ένα ρεμπέτικο της Ρίτας Αμπατζή. Μαζί του μυούμαι στις συλλογές του που βασικά είναι τεκμήριο νεότερης Ιστορίας. Και βέβαια η συζήτηση περνάει από το σημερινό τραγούδι και τους φορείς του αλλά και τα νέα ήθη.
Καταρχάς είστε μουσικός και συλλέκτης. Σωστά;
Ξεκίνησα πρώτα ως συλλέκτης και μετά ως μουσικός. Ημουν ένα πολύ ζωηρό παιδί που αν με άφηνες μόνο στο σπίτι, θα το διέλυα. Μιλάμε για πολύ μικρές ηλικίες. Ηρεμούσα μόνον αν μου φέρνανε ένα πικάπ geloso και μια ντάνα με 45άρια και ήμουν με τις ώρες πάνω στα δισκάκια.
Η γενέτειρά σας;
Γεννήθηκα και μεγάλωσα στη Λαμία. Ο πατέρας μου δεν ήταν μουσικός, αλλά ένας εξ αυτών που πλήρωναν τους μουσικούς. Στην οικογένειά μου είχαμε μια παράδοση: καλή ζωή, κακή διαθήκη. Η Λαμία ήταν πάντα απλώς η βάση μου, και ποτέ δεν φοβόμουν το ταξίδι και την πρόκληση. Στα δεκάξι μου πήγα στη Φινλανδία που ήταν ακραίο για ένα μικρό παιδί της επαρχίας. Ημουν νέος χορευτής σε ένα Λύκειο των Ελληνίδων. Πήγα στη θέση κάποιου χορευτή που δεν πήγε. Και έτσι είδα μια άλλη κουλτούρα. Γενικά έτσι κινήθηκα ως τώρα στη ζωή μου.
Προλάβατε παλιούς μουσικούς εσείς;
Πρόλαβα. Κάποια εγγόνια και ανίψια του Καραγιάννη, σόι του Χατζή. Τον Καρπέτα, ένα πολύ καλό τοπικό βιολί. Εχω ηχογραφήσει πολλούς κι εγώ. Πρόλαβα και τον περίφημο τραγουδιστή Γιώργο Μεϊντανά. «Ποιος θα ψάλει στην κηδεία μου;» με ρώταγε με αγωνία στα 90 του γιατί ήταν και σπουδαίος ψάλτης. Και τελικά άφησε ηχογραφημένη όλη την εξόδιο ακολουθία από τον ίδιο να παίξει!
Η παραδοσιακή μουσική σήμερα πού βρίσκεται;
Η αλήθεια είναι κάπου στη μέση. Σήμερα οι μισοί είναι κολλημένοι με την κακή έννοια με την παράδοση. Από την άλλη είναι τα σκυλοδημοτικά. Και ένα πολύ κακό σκυλάδικο, που δεν είναι καν σκυλάδικο με την παλιά έννοια. Παράδοση όμως σημαίνει παραδίδω: αυτό που θα αφήσω εγώ δηλαδή, όχι μόνον αυτό που θα πάρω. Το μπερδεύουν πολλοί με την παραλαβή. Η βιομηχανία του τραγουδιού σήμερα χαμηλώνει τον πήχη. Σήμερα απλώς χρειάζονται γυμναστήριο οι τραγουδιστές.
Τα πανηγύρια ήταν αλλιώς παλιά;
Κοιτάγαμε τον χορευτή στα μάτια ή στα πόδια τότε. Υπήρχε η «ερωτική» σχέση του μουσικού με τον χορευτή. Υπήρχε κι ένας κώδικας. «Οσο ζεις θα έρχομαι», είχα πει σε έναν πολύ χορευτή στο χωριό Πυρά Φωκίδας. Και έφτασε… 106 ετών.
Η δική σας αρχή με τις συλλογές και τη μουσική πότε γίνεται;
Με 45άρια δισκάκια ξεκίνησα. Οταν πήγαινα Β’ Γυμνασίου βρήκα τυχαία δύο δίσκους γραμμοφώνου. Κι έτσι ξεκίνησα να συλλέγω. Περιόδου 1900-1960 δίσκους και προφανώς εν συνόλω. Συστηματικά, ξεκίνησα το 1982 να μαζεύω δίσκους. 45άρια, 78άρια και 33 στροφών μετά.
Πότε αρχίζετε να συγκεντρώνετε γραμμόφωνα και πώς;
Είχα την τύχη από τα δεκαπέντε έτη μου να εργάζομαι στη νύχτα ως μουσικός, έπαιζα κλαρίνο. Ηδη δηλαδή απ’ το 1985. Καλές εποχές, τότε, δουλεύαμε μέρες επί ημέρων. Αρα είχα λεφτά για να πάρω δισκάκια και γραμμόφωνα ή στερεοφωνικά μηχανήματα. Και άρχισα τότε να παίρνω και άλλο υλικό: παλιές φωτογραφίες, μουσικά όργανα. Πολλοί βλέπουν σήμερα τη συλλογή μου και θεωρούν πως αυτή συγκροτήθηκε γιατί ήμουν πλούσιος. Λάθος. Είναι λόγω μακράς περιόδου συλλογής και καλού μισθού. Με μισθό δημοσίου υπαλλήλου δεν θα γινόταν όλο αυτό. Ολα τα κατάφερα από τη μουσική.
Συλλέκτες συναντάτε τότε;
Ηταν στην Αθήνα σχεδόν όλοι, αλλά εγώ ήμουν πάντα εκτός της κοινότητας των συλλεκτών, ήμουν πάντα μοναχικός.
Τι σας αρέσει στους παλιούς δίσκους;
Οτι μαθαίνω πράγματα μέσα από αυτά. Οτι μαθαίνω ολόκληρες ιστορίες. Γεγονότα που δεν ήξερα. Τραγουδιστές, ή φόνους ή ακόμη και μάχες που αποτυπώνονται σε παλιά τραγούδια. Για παράδειγμα, κάποιες εκτελέσεις που γίνανε μεταξύ βενιζελικών και βασιλικών στη Λαμία, διότι κάποιοι βασιλικοί στασίασαν και κατέλαβαν την πόλη (σ.σ. μιλάει για τα Λαμιακά του 1918, βλέπε την εργασία του Αθανάσιου Καραπέτσα «Ο Διχασμός του ’18»). Ολο αυτό το έμαθα από ένα τραγούδι ενός παλιού δίσκου της δεκαετίας του ’30. «Το δράμα της Λαμίας» με τον Δήμο Χολέβα.
Αλλο;
Ο Ελευθέριος Βενιζέλος έχει ηχογραφήσει δύο ριζίτικα ο ίδιος το ’30. Τα επιμελήθηκε η Μέλπω Μερλιέ. Τον δίσκο της Columbia τον έχω εγώ. Και έχω και δίσκους με λόγους του (φιλοαγγλικούς). Και με υπογραφή του ίδιου του Βενιζέλου. Συχνά θέλω να πω, μια παλιά ηχογράφηση σου ξετυλίγει το νήμα της νεότερης Ιστορίας. Η Ιστορία είναι μία. Παρότι όσα ηχογραφούνταν θέλανε και ένα τελικό ΟΚ για χρόνια στον εικοστό αιώνα.
Τι ξεχωρίζετε απ’ το υλικό σας;
Πολλά και διάφορα. Εχω τέτοια. Μια προσωπική ηχογράφηση της Ζωρζ Σαρρή απ’ το Παρίσι. Το είχε ηχογραφήσει η ίδια στο γαλλικό ραδιόφωνο άρα υπάρχει μόνον μία κόπια που την έχω εγώ. Δεν είναι δίσκοι εμπορίου, είναι ηχογραφήσεις που γίνανε μια κόπια. Θα σου πω κάτι άλλο. Το 1930 ο ΠΑΟ πήρε πρωτάθλημα χωρίς καμία ήττα. Επειδή δεν υπήρχε ακόμα εργοστάσιο δίσκων στην Ελλάδα, μια χορωδία που ήταν στη Γερμανία μάλλον για περιοδεία, το ηχογράφησε σε μια εταιρεία που έβγαζε πειραματικά flexible δίσκους και δούλεψε μόνο 1-2 χρόνια… Εχει βρεθεί η παρτιτούρα του αλλά μάλλον έχω μόνο εγώ τον δίσκο.
Τι σημαίνει συλλέκτης για εσάς; Για πολλούς είναι ένας εμμονικός τύπος.
Συλλέκτες μπορούν να είναι όλοι, αλλά πραγματικός συλλέκτης είναι αυτός που έχει το πρωτογενές υλικό. Μου λέει ένα φίλος, «έχω πέντε χιλιάδες τραγούδια». «Πού;» τον ρωτώ. «Σε ΜP3». Μπράβο του λέω, κουράστηκες να πατάς κουμπάκια. Αν γράψω έναν δίσκο στον υπολογιστή, όπως τον γράψω έτσι θα είναι για πάντα. Η πραγματική συλλογή είναι όμως ο αρχικός δίσκος, όχι η αντιγραφή αυτού.
Πόσα γραμμόφωνα έχετε;
Το πρώτο γραμμόφωνο που είχα πάρει ήταν ένα αμερικάνικο χωρίς χωνί του ’20, ενώ το πιο παλιό ήταν ένα γαλλικό του 1915 που έχει ένα τεράστιο χωνί και παίζει και όταν του βάλεις λεφτά, τα πρώτα τζουκ μποξ. Τα γραμμόφωνα είναι απ’ το 1900-1960. Μετά ξεκινάνε τα 45άρια και αμέσως οι 33 στροφές. Δύσκολο να ακούσεις τις πλάκες γραμμοφώνου και είναι και εύθραυστες. Θεωρώ μέγα κατόρθωμα πως έκανα μετακόμιση από Λαμία σε Αθήνα και έσπασα μόνον δύο πλάκες. Το ‘χω χάσει, καμία 100στή γραμμόφωνα έχω σίγουρα. Δεν έχω εικόνα. Σήμερα έχω σταματήσει τη συλλογή. Αν και σε βρίσκουν συχνά μόνα τους.
Η δεξαμενή για να βρείτε υλικό ποια ήταν; Τώρα ένα μέρος της έρευνας γίνεται πια στο Ιντερνετ.
Μεγάλο μέρος της έρευνας γίνεται, ναι, στο Ιντερνετ και πάντα στο Μοναστηράκι – αν και μεγάλο μέρος των δίσκων έχει πια πάει στους συλλέκτες. Εκεί βγαίνω τις Κυριακές πάντως ακόμη.
Τι σημασία δίδετε στον ήχο;
Το μόνο πράγμα που τρέμω μην πάθω. Το να μην ακούω. Γιατί για μένα δεν νοείται ζωή χωρίς μουσική.
Στη Φειδίου διατηρείτε έκθεση με υλικό σας;
Εκεί είναι ένα μέρος που το έχει το Aptaliko, μια μη κερδοσκοπική εταιρεία για την παραδοσιακή μουσική. Και μαζί με τα παιδιά που το έχουν – την εξαιρετική μουσικό Χαρούλα Τσαλπαρά και τον ερευνητή Ηρωδίωνα Σουλόπουλο – έχω πάει αρκετά πράγματα δικά μου και έχουμε κάνει μια μικρή έκθεση κυρίως με γραμμόφωνα. Θα χώραγε στη χώρα ένα κανονικό θεματικό μουσείο γραμμοφώνου. Θα ενδιέφερε πολύ νομίζω τους τουρίστες και ηχητικά και ιστορικά.
Το όνειρο που έχετε για το υλικό σας ποιο είναι;
Να γίνει ένα μουσείο. Ζωντανό, που να τα βλέπει και να μπορεί να ακούει ο κόσμος. Η ιστορία των ηχογραφήσεων ξεκινά απ’ τις ΗΠΑ το 1896. Ελαφρά τραγούδια έχουν βρεθεί σε κατάλογο. Μετά πάμε σε Σμύρνη και Πόλη. Στη Σμύρνη ήταν μεγάλη η παραγωγή-βιομηχανία, τρομερή άνθηση (σ.σ.: έχει γράψει ένα εξαιρετικό βιβλίο ο Μένιος Καλυβιώτης για τη μουσική Σμύρνη). Μετά γίνανε τη δεκαετία του ’10 στην Αθήνα ηχογραφήσεις από την Odeon. Τα κορυφαία πρόσωπα της ελληνικής δισκογραφίας είναι ο Μηλιόπουλος και ο Μίνωας Μάτσας ανάμεσα σε άλλους.
Χρωστάμε στους συλλέκτες; Και δεδομένου πως η χώρα δεν έχει εθνικό αρχείο Μουσικής…
Κανείς δεν χρωστά σε κανέναν. Αλλά απαιτείται λίγος σεβασμός σε ανθρώπους που δώσαν χρήματα για να μαζέψουν υλικό που άλλοι άνθρωποι το βρήκανε μετά τζάμπα. Αυτά που τώρα συναντάμε στο Ιντερνετ, εννοώ τις παλιές ηχογραφήσεις, κάποιος άνθρωπος τα συγκέντρωσε.
«Ενας δίσκος του ’30 παίζει ακόμα, CD του 2000 δεν παίζουν πια»
Τι θαυμάζετε στην πορεία της ελληνικής δισκογραφίας;
Αν δεν υπήρχαν αυτά τα πρόσωπα δεν θα υπήρχε αυτή η μουσική. Ολα όσα συνέβησαν στην ηχογραφημένη μουσική, απ’ το 1900 μέχρι σήμερα. Αυτό που είναι εντυπωσιακό είναι το πώς άλλαξαν τόσα πράγματα σε τόσο λίγο χρόνο. Η ηχογράφηση επιτάχυνε τα πάντα. Ενα τραγούδι που ήταν γνωστό και ακουγόταν μόνον στην Ηπειρο για εκατό ή παραπάνω χρόνια, ακούστηκε με τις ηχογραφήσεις στην Κρήτη. Εγινε γρήγορα η διάδοση. Αυτό ήταν καλό γιατί άρχισαν οι μουσικοί να τους ενδιαφέρει η παράδοση από όλη την Ελλάδα. Το κακό είναι πως έγινε ένα πανελλαδικό παίξιμο. Ενας που έχει μεγαλώσει στα Εξάρχεια, και να είναι 18 και αυτό που παίζει να είναι σωστό αλλά μη «μυρίζει» τις τοπικότητες. Απ’ το ’30 άρχισε να γίνεται πανελλήνιο. Ως τότε οι μουσικοί κατέβαιναν στην Αθήνα μόνον για να ηχογραφήσουν και άρα έφερναν το χωριό τους στην Αθήνα. Δεν γίνανε μουσικοί στην Αθήνα. Αυτό είχε ενδιαφέρον. Και αυτό εξελίσσεται μετά το ’30 ή το ’40. Εγινε ένα νέο παίξιμο με το ανακάτεμα στην πόλη.
Παλιές φωτογραφίες, τεκμήρια κ.ά. Τι άλλο έχετε;
Φωτογραφίες πολλές ναι. Απ’ το ’30 μέχρι το ’70 που κυρίως είναι από την περιοχή της Λαμίας και όλης της Φθιώτιδας με παλιούς μουσικούς.
Εχετε σπάνιες ιστορίες τραγουδιών;
Ενας αμανές μου άρεσε πολύ και το στόρι του. Ενας τύπος από ένα ορεινό χωριό, ήταν γιος ενός πλούσιου ανθρώπου με πολλά ζώα. Ο νέος ήλθε στην Αθήνα να σπουδάσει, αλλά το ’30 υπήρχε μεγάλο θέμα με τη φυματίωση. Και έγινε φυματικός. Και του έστειλε ο πατέρας του λεφτά να πάει σε ένα σανατόριο αλλά εκείνος πήγε, αγόρασε ένα γραμμόφωνο, μερικές πλάκες και πέθανε με αυτό αγκαλιά. Εχω και ηχογραφήσεις του καραγκιοζοπαίχτη Μόλλα του 1910. Εχω και πολλές ιστορίες από μουσικούς.
Κάποια αναβίωση σημειώνεται σήμερα στα βινύλια;
Αρκετή ναι. Ενας δίσκος του ’30 παίζει ακόμη. CD του 2000 όμως δεν παίζουν πια.
Τι ξεχωριστό έχει ο ήχος του βινυλίου και του γραμμοφώνου;
Οι δίσκοι αυτοί είναι ο χώρος, σε μεταφέρουν εκεί που γράφτηκαν. Στη στιγμή. Στην ατμόσφαιρα. Αυτό τους διαφοροποιεί από τα ψηφιακά.
Πηγή : https://www.in.gr