Ο καταξιωμένος ηθοποιός χρειάστηκε να φτάσει μια ανάσα πριν το τέλος για να αλλάξει ρότα και να βρει το νόημα της ζωής. Τώρα πια, όπως εξομολογείται στο Magazine με αφορμή το νέο του βιβλίο, δεν μπορεί παρά να αφιερωθεί στην ποίηση.
Δεν τον δυσαρεστεί ακριβώς να μιλάει για αυτά αλλά είναι προφανές ότι 43 χρόνια αφότου τιμήθηκε με το Βραβείο Α’ Ανδρικού Ρόλου για την ερμηνεία του στην τέταρτη, και ποικιλοτρόπως σημαντική για την πορεία του ελληνικού κινηματογράφου, ταινία του Νίκου Νικολαΐδη, «Τα κουρέλια τραγουδάνε ακόμα» και 31 μετά την προβολή του τελευταίου επεισοδίου των «Αυθαίρετων», του δεύτερου σίριαλ που το 1989 έκανε πρεμιέρα στη νεοσύστατη, τότε, ιδιωτική τηλεόραση και ίσως του καλύτερου που έχει προβληθεί μέχρι σήμερα, ο Χρήστος Βαλαβανίδης έχει πια εμφατικά στραμμένη την προσοχή του στη λιγότερο γνωστή, τελικά όμως για τον ίδιο ίσως πιο σημαντική από τις καλλιτεχνικές του ιδιότητες, και μάλιστα με μια αίσθηση κατεπείγοντος που επιβάλλει η ηλικία (όντας πια 78), η υγεία (έχοντας επιβιώσει από ένα εγκεφαλικό), μα πάνω απ’ όλα ο οίστρος του.
Αυτή είναι η λέξη που χρησιμοποιεί ξανά και ξανά μιλώντας στο Magazine με αφορμή τη νέα του, μόλις τέταρτη σε βάθος μισού αιώνα, ποιητική συλλογή, «Ανέκδοτα, αδέσποτα και ιδιωτικά» (εκδ. Βακχικόν), που κυκλοφόρησε πρόσφατα.
«Ειδικά τον τελευταίο χρόνο γράφω σχεδόν κάθε μέρα. Είναι το κύκνειο άσμα μου; Δεν ξέρω. Κάθε μέρα όμως τελειώνω ένα ποίημα» λέει. Λιγότερο οξύθυμος από ποτέ, με επίγνωση, όπως τονίζει, της ματαιότητας των επίγειων, αλλά και των περίεργων παιχνιδιών που παίζει με τις αναμνήσεις, ανασκαλεύοντας ακόμη και παιδικές και θολώνοντας τις πρόσφατες, το μυαλό των ανθρώπων της «σειράς» του, μάλλον έχει αισίως βρει το νόημα της ζωής.
Ντεμπουτάρατε ως ποιητής με τη συλλογή «Ποιήματα 1962-1970» (εκδ. Κέδρος) το 1970, ακολούθησαν τα «Εικοσιοχτώ ποιήματα» (Εκδόσεις των Φίλων) το 1974, η «Ανοιχτή ακρόαση (εκδ. Καστανιώτη) το 2007, και πρόσφατα κυκλοφόρησε το νέο σας βιβλίο. Μπορεί λοιπόν από μικρός να δείξατε την κλίση σας στην ποίηση, όπως σημειώνετε στο βιογραφικό που συνοδεύει τα «Ανέκδοτα, αδέσποτα και ιδιωτικά» (εκδ. Βακχικόν), όμως κάθε άλλο παρά πολυγραφότατος έχετε υπάρξει μέχρι σήμερα.
Πράγματι, είναι λίγες οι συλλογές, αλλά όλα τα ποιήματα είναι προσεκτικά διαλεγμένα. Δηλαδή σκίζω περισσότερα χαρτιά από όσα κρατάω.
Με τι συχνότητα γράφετε;
Θα σου φανεί περίεργο αυτό που θα πω τώρα. Παλιότερα μπορεί να έγραφα ένα ποίημα κάθε δυο μέρες. Ή κάθε τρεις μέρες. Ή κάθε εβδομάδα. Ή κάθε μήνα. Ας μιλήσουμε όμως για το τώρα, γιατί έχει ενδιαφέρον. Άρχισα να γράφω πιο εντατικά μετά τον κορονοϊό και το κλείσιμο στο σπίτι – το οποίο δεν με πείραξε γιατί εγώ έτσι κι αλλιώς είμαι σπιτόγατος. Δηλαδή δεν είδα καμία φοβερή διαφορά στη ζωή μου, ούτε διαμαρτυρόμουν όπως όλοι όσοι έλεγαν ότι είναι κρίμα που καθόμαστε μέσα. Ειδικά τον τελευταίο χρόνο με έχει πιάσει ένας οίστρος ποιητικός και γράφω σχεδόν ένα ποίημα κάθε μέρα. Είναι το κύκνειο άσμα μου; Δεν ξέρω. Κάθε μέρα όμως τελειώνω ένα ποίημα. Φυσικά γράφω και πράγματα που τα σβήνω. Σκέψου ότι ετοιμάζω από τώρα την επόμενη συλλογή μου. Γιατί όχι; Αφού έχω υλικό. Όπως σου είπα, είμαι σε οίστρο.
Τι σημαίνει αυτό πρακτικά; Απλά κάθεστε και γράφετε γιατί έχετε συνέχεια έμπνευση;
Ναι, κάθομαι στον κάτω όροφο του σπιτιού. Τον χειμώνα κάθομαι σε ένα μικρό γραφειάκι. Όταν ο καιρός είναι καλός κάθομαι έξω στον κήπο. Και περιμένω την έμπνευση. «Έμπνευση, δύσκολη ερωμένη…» γράφω στη νέα συλλογή. Έτσι είναι. Η πιο δύσκολη ερωμένη που υπάρχει.
Πώς καταλαβαίνετε ότι ένα ποίημά σας όντως λειτουργεί;
Είναι ανεξήγητο. Δεν ξέρω πώς να σου το εξηγήσω. Ξαφνικά με πιάνει ένα περίεργο πράγμα, ένα ρίγος εσωτερικό, ας πούμε. Μπορεί να φαίνεται υπερφίαλο αυτό που λέω, αλλά εγώ το νιώθω. Και ξέρω ότι προς το τέλος, που καμιά φορά με δυσκολεύει ένα ποίημα, όταν το βγάλω από μέσα μου και κλείσω τον τελευταίο στίχο, αισθάνομαι μια χαρά απίστευτη. Να σου πω την αλήθεια δεν ξέρω από πού έρχεται αυτή η έμπνευση. Ώρες ώρες είναι σαν κάτι μεταφυσικό. Καινούργιες λέξεις, εικόνες, παλιά όνειρα, παλιές γνωριμίες που επανέρχονται λόγω μεγάλης ηλικίας. Η μεγάλη ηλικία, να ξέρεις, ανασκαλεύει νεανικές αναμνήσεις. Κι όλα αυτά τα καταγράφω, ό,τι μου συμβαίνει. Είναι μεγάλη η χαρά μου τόσο τη στιγμή που μου έρχεται η έμπνευση και κάτι με γαργαλάει, όσο και όταν τελειώνω και γίνεται το συναισθηματικό φινάλε.
Μου φαίνεστε τύπος που γράφει με μολύβι και χαρτί.
Σε κομπιούτερ γράφω πια. Παλιά έγραφα με μολύβι. Αλλά πέρασα ένα εγκεφαλικό και μου έχει αφήσει ένα κουσούρι στο χέρι. Δεν μπορώ να γράψω πια. Να σκεφτείς ότι τώρα υπογράφω με το αριστερό. Ο γραφικός μου χαρακτήρας είναι παιδιού μικρής ηλικίας, όσο ήμουν δηλαδή όταν με καταπίεζαν στο σχολείο για να γράφω με το δεξί.
Είναι κάτι που συνέβαινε συχνά στη δική σας γενιά.
Ξέρεις τι προβλήματα δημιουργεί αυτό; Ακόμη και δυσλεξία. Εγώ, για παράδειγμα, που έχω γράψει τόσο πολύ στη ζωή μου και έχω δουλέψει ακόμη και ως διορθωτής σε λεξικό, κάθομαι και γράφω και μου φεύγουν λέξεις με ορθογραφικά λάθη. Σίγουρα είναι από αυτό, δεν υπάρχει άλλη εξήγηση. Με καταπίεζαν στο σχολείο για να γράψω με το δεξί, όντως το έκανα, ώσπου ήρθε το εγκεφαλικό και μου είπε «γύρνα πίσω». Σαν παιδί 8 χρονών γράφω σήμερα.
Ακούγεται πολύ περίεργο.
Μα πηγάζει από μία πολύ μεγάλη καταπίεση. Δηλαδή οι γιατροί σήμερα θα τους σκότωναν όλους αυτούς που μας ανάγκαζαν να το κάνουμε.
Οι γονείς σας ήταν αυστηροί;
Σίγουρα δεν ήταν καταπιεστικοί. Ο πατέρας ήταν πολύ ανοιχτό μυαλό, η μάνα πολύ προστατευτική, γλυκιά και υπέροχη.
Ήταν και οι δύο εξαρχής εντάξει με την καλλιτεχνική σας κλίση;
Έκανα πρόσφατα στο Facebook την εξής ανάρτηση: «Ο άνθρωπος αυτός είναι που είπε στο γιό του “Παιδί μου παράτησε τα Νομικά, δεν κάνουν για σένα. Πήγαινε στο Θέατρο”. Ναι. Ήταν επαναστάτης ο πατέρας μου». Δεν έχω ακούσει από άλλον άνθρωπο κάτι τέτοιο. Ήταν ανοιχτό μυαλό. Κι εσύ σήμερα αν είχες γιο νομίζω ότι αυτό θα έκανες. Δεν θα το έκανες;
Είναι όμως άλλη εποχή. Πότε σας συνέβη αυτό που περιγράφετε;
Το ’67, μόλις είχε ξεσπάσει η Χούντα. Ήταν εντελώς παράξενο. Το ακούν κάποιοι και νομίζουν ότι λέω παραδοξολογία. Δεν είναι όμως. Έτσι έγινε. Αισθάνομαι ευλογημένος.
Ήταν και οι γονείς σας των γραμμάτων και των τεχνών;
Ο πατέρας μου ήταν διανοούμενος. Η μητέρα μου διάβαζε πολλά βιβλία, αν και δεν ήταν υψηλής μόρφωσης. Δημοτικό είχε βγάλει. Ήταν από πολυμελή φτωχή οικογένεια και παντρεύτηκε πολύ μικρή τον πατέρα μου. Εκείνη ήταν 16 και ο πατέρας μου 27.
Με ποιον από τους δύο είχατε καλύτερη σχέση;
Με τη μάνα. Ο πατέρας μου ήταν κομμουνιστής και είχαμε καβγάδες. Όταν πια απέκτησα μια σχετική πολιτική συνείδηση, ως νέος που επαναστατεί απέναντι στα πάντα, είχαμε καβγάδες.
Ήταν οργανωμένος, όπως λένε, κομμουνιστής ο πατέρας σας;
Ναι, παλιά ήταν. Και η μάνα μου ήταν στο ΕΑΜ. Του πήγαινα λοιπόν κόντρα για τις αποφάσεις της Σοβιετικής Ένωσης, τις οποίες υποστήριζε. Δεν μου λες μπαμπά, του λέω μια μέρα, γιατί αυτοκτόνησε ο τάδε Ρώσος ποιητής; Οι απαντήσεις του δεν ήταν ιδιαίτερα σαφείς. Επίσης τον καιρό της Πράγας του την είπα κανονικά. Ετοιμάζονταν οι Αμερικανοί να εισβάλλουν στη Σοβιετική Ένωση, μου έλεγε, γι’ αυτό έπρεπε να γίνει ό,τι έγινε. Τρίχες κατσαρές, του έλεγα. Είναι δυνατόν, του έλεγα, να υποστηρίζεις ένα καθεστώς που χρησιμοποιεί τις λέξεις «δικτατορία του προλεταριάτου»; Δικτατορία σημαίνει καταπίεση. Όχι, μου έλεγε, δεν είναι έτσι. Τι όχι; Οχιά και δεντρογαλιά. Είχαμε κόντρες. Αλλά μέχρι να πεθάνει τα είχαμε βρει. Οι σχέσεις μας εξομαλυνθήκαν. Η ζωή τα κάνει αυτά. Η ζωή είναι σαν σμυριδοτροχός. Πετάει σπίθες και τα σβήνει όλα.
Κάποτε μου είχατε πει επί λέξει το εξής: «Το ότι είμαι ποιητής με έχει σώσει. Γιατί δεν ασχολούμαι μόνο με το θέατρο που είναι λίγο…ψάχνω τη λέξη αλλά δεν το βρίσκω, άσ’ το». Σήμερα μπορείτε να βρείτε τη λέξη;
Δυστυχώς το θέατρο δεν ασκείται με σωστούς όρους. Συνήθως υπάρχουν μέσα σε αυτό άνθρωποι τυχάρπαστοι. Οι πρωταγωνιστές είναι συνήθως υπερτιμημένοι. Τώρα κάπως έχει αρχίσει να αλλάζει το πράγμα, που έγιναν αυτά που έγιναν και ξεμπροστιάστηκαν αυτοί που ξεμπροστιάστηκαν. Δυστυχώς πολλές φορές το θέατρο είναι σε λάθος βάσεις στηριγμένο. Πάντα έτσι ήταν. Παλιά ήταν ακόμη χειρότερα. Πολύ παλιά που υπήρχαν οι θίασοι του Φωτόπουλου, του Ηλιόπουλου, του Αυλωνίτη, του Λογοθετίδη και θεατρίνες όπως η Αρώνη, σπουδαίες ηθοποιοί της επιθεώρησης όπως η Ρένα Ντορ, η Ρένα Βλαχοπούλου, και άλλοι πολλοί, ήταν αλλιώς τα πράγματα. Μετά πέρασε σε μια περίοδο πολύ άσχημης εμπορευματοποίησης. Ήταν ο καιρός που βγήκαμε εμείς στο θέατρο και αυτό το πράγμα μας πλήγωσε. Γι’ αυτό και πολλοί στραφήκαμε στην τηλεόραση.
Ποτέ όμως δεν υπήρξα οργανωμένος πολιτικά. Μετά την οργάνωση της μάνας μου και του πατέρα μου δεν ήθελα να κάνω τα ίδια.
Όλους αυτοί οι ηθοποιοί που αναφέρετε ήταν τα πρότυπά σας;
Ε, ναι. Είχα και την τύχη να δουλέψω με μερικούς. Έχω δουλέψει με τον Ηλιόπουλο, με τον Φωτόπουλο και με τον Ρίζο.
Πριν όμως να γίνετε ηθοποιός στην Ελλάδα, δοκιμάσατε να ζήσετε και στο εξωτερικό με το που ξέσπασε η δικτατορία, σωστά;
Πράγματι, πήγα στη Βιέννη. Κάθισα λίγο πάνω από ένα χρόνο. Αλητεία, τριγύρισμα εδώ κι εκεί, χαζοπροσπάθησα να μπω σε μια σχολή, δεν τα κατάφερα, τελικά γύρισα, έδωσα εξετάσεις στο Εθνικό και μπήκα. Γύρισα δηλαδή και έβγαλα το Εθνικό επί Χούντας.
Τι σήμαινε αυτό πρακτικά;
Φυσικά μας επηρέαζε πολύ. Δεν ήμασταν ελεύθεροι να υποδυθούμε ό,τι θέλαμε. Ξέρεις τι καταπίεση υπήρχε; Δηλαδή φαντάσου ότι αγοράζαμε Τα Νέα και τα κρύβαμε. Ποτέ όμως δεν υπήρξα οργανωμένος πολιτικά. Μετά την οργάνωση της μάνας μου και του πατέρα μου δεν ήθελα να κάνω τα ίδια.
Ηθοποιός γίνατε γιατί είχατε κατά νου να παίξετε στο θέατρο ή στον κινηματογράφο;
Στο θέατρο. Ο κινηματογράφος ήρθε εκ του περισσού. Γνώρισα τον Νικολαΐδη μέσω του μακαρίτη του Τζούμα, τον οποίο ήξερα ήδη εγώ, βρισκόμασταν για παράδειγμα στην ΕΡΤ όπου κάναμε μαζί διάφορα ραδιοφωνικά κολπάκια. Είχαμε αναπτύξει μία σχέση, πηγαίναμε τα βράδια βόλτες στο Κολωνάκι, από δω κι από ‘κει. Μας έφερε λοιπόν σε επαφή ο Τζούμας σε μια ταινία του Σπίλμπεργκ, τις «Στενές επαφές τρίτου τύπου». Εκεί γνωριστήκαμε με τον Νικολαΐδη και λίγο αργότερα μου είπε: Θες να παίξεις στον κινηματογράφο; Μιλούσαμε και για λογοτεχνία γιατί και οι δύο γράφαμε. Τέλος πάντων βρεθήκαμε στο σπίτι του και κάναμε τα «Κουρέλια».
Μία ταινία-τομή και για την τέχνη του κινηματογράφου αλλά και για εσάς προσωπικά που βραβευτήκατε στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης για την ερμηνεία σας.
Κανείς δεν το περίμενε. Ούτε εγώ. Είχα μεν την αίσθηση ότι συμμετέχω σε κάτι σημαντικό, αλλά όχι και για βραβείο. Ήταν μεγάλη η χαρά μου όταν το έμαθα. Γιατί ήταν πολύ σημαντική ταινία. Μετά βέβαια έκανα κι άλλα πράγματα. Εγώ ήμουν επαγγελματίας. Αντίθετα με τους άλλους δύο (σ.σ. Άλκης Παναγιωτίδης, Κωνσταντίνος Τζούμας) που είχαν λίγο πιο χαλαρές σχέσεις με τη δουλειά. Όσο για τη Ρίτα (σ.σ. Μπενσουσάν), τρέχα γύρευε. Εγώ είχα οικογένεια, ήμουν family man. Δηλαδή ούτε πήγαινα συχνά, ούτε πηγαίνω στο Φίλιον. Πήγα μια-δυο φορές λόγω Τζούμα. Καθόμασταν, τα λέγαμε, κάναμε καμιά σαχλαμαρίτσα και αυτό ήταν. Θαμών δεν υπήρξα ποτέ. Παρεμπιπτόντως με τον Τζούμα και τον Παναγιωτίδη έχουμε την ίδια ηλικία. Του ’44. Τίποτα άλλο δεν θα με ρωτήσεις;
Δεν σας αρέσει να τα θυμάστε όλα αυτά;
Ε, πώς, μ’ αρέσει. Αλλά και να μην τα θυμάμαι δεν μου λείπουν.
Νωρίτερα μου είπατε ότι όσο μεγαλώνει κανείς τόσο περισσότερο ανατρέχει στο παρελθόν.
Ναι, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι το θέλει. Απλώς έτσι δουλεύει το μυαλό, φέρνει στην επιφάνεια παλιές μνήμες, ακόμη και παιδικές. Οι πρόσφατες αναμνήσεις είναι που θολώνουν. Αυτό το ξέρουν όλοι όσοι είναι της ηλικίας μου, της σειράς μου, αγαπητέ κύριε Θεοδόση.
Θυμάστε έντονα να παλεύετε ως ηθοποιός με την τυποποίηση;
Είναι ένα πράγμα που το απέφυγα όπως ο διάολος το λιβάνι. Όταν έκανα τους «Αυθαίρετους», που ήταν μεγάλη επιτυχία, με φώναξαν στον ΑΝΤ1 και μου έδωσαν ένα σενάριο. Το διαβάζω, επιστρέφω στο γραφείο του διευθυντή, του το πετάω στα μούτρα. Μα είναι δυνατόν, του λέω, τον ίδιο χαρακτήρα θέλετε να παίξω; Και η κόρη να έχει το ίδιο όνομα; Ούρσουλα; Καλά βρε Χρήστο, ηρέμησε, μου είπε, δεν πειράζει, δεν θα το κάνουμε. Πάλεψα με την τυποποίηση γι’ αυτό και δεν έφτασα τόσο ψηλά όσο κάποιοι άλλοι. Φαίνεται ότι είχα ταλέντο. Δεν είχα τη διάθεση.
Μετανιώνετε;
Καθόλου. Καμαρώνω κιόλας.
Βλέπετε καμιά φορά κάποια από τις παλιές δουλειές σας στον κινηματογράφο και την τηλεόραση;
Όχι, με στενοχωρεί. Με λυπεί. Άντε το πολύ να δω καμιά φορά ένα επεισόδιο από τους «Αυθαίρετους» αν το πετύχω κάπου.
Αναφερθήκατε στην περιπέτεια της υγείας σας. Πόσο δραματική υπήρξε η συγκεκριμένη εμπειρία για εσάς;
Είναι φριχτό. Ξαφνικά χάνεις τον κόσμο. Οφείλω τη ζωή μου στον άνθρωπο που με πήγε έγκαιρα στο νοσοκομείο. Εξ ου και μου πέρασε ξώφαλτσα, δεν μου άφησε πολλά κουσούρια. Μου άφησε στο πόδι κάτι, κουτσαίνω λιγάκι, και στο χέρι. Δεν γράφω και δεν παίζω πιάνο πια. Αυτά θυσιάστηκαν στο βωμό του εγκεφαλικού. Τη στιγμή που σου συμβαίνει όλο αυτό νιώθεις ότι σου τελειώνει η ζωή και το μόνο που σκέφτεσαι είναι «Θεέ μου ας φύγω τώρα, μη με βασανίζεις άλλο». Έτσι νομίζω δηλαδή γιατί δεν έχεις πλήρη συναίσθηση. Άσε που σε βάζουν σε καταστολή για να ρίξουν την πίεση. Έβαλα όμως μυαλό. Σιγά σιγά έχασα 22 κιλά.
Άλλαξε και ο χαρακτήρας σας;
Ναι, με άλλαξε όλο αυτό. Έγινα λιγότερο οξύθυμος. Αυτό είναι το καλό της υπόθεσης. Κατάλαβα τη ματαιότητα των επίγειων.
Πόσο καιρό μετά από αυτή την εμπειρία σας ήρθε ξανά η όρεξη να γράψετε;
Μετά από ενάμιση με δύο χρόνια. Τόσο κράτησε το σκοτάδι. Και ήταν άλλη η όρεξη. Άλλο πράγμα. Δεν ήταν ίδια η διαδικασία, αλλά πιο έντονη. Αν και πάλι κάθεσαι μπροστά στο λευκό χαρτί. Αν έχεις σκεφτεί μια λέξη μπορείς να ξεκινήσεις, αν όχι περιμένεις να σου ‘ρθει η ιδέα. Και έρχεται. Και την πιάνεις. Και αρχίζεις σιγά σιγά. Στο δρόμο αποφασίζεις αν θα κάνεις ποίημα με ελεύθερο στίχο, όπως είναι συνήθως τα ποιήματα μου ή έμμετρο, που είναι το τελευταίο μου ψώνιο.
Είπατε ότι αποφεύγετε να επιστρέψετε σε παλιές σας κινηματογραφικές ή τηλεοπτικές δουλειές. Το ίδιο ισχύει και για τα παλιότερά σας γραπτά;
Αυτό το κάνω μερικές φορές. Αναζητώ δηλαδή κυρίως σημειώσεις μου που δεν κατέληξαν σε κάποια ανθολογία.
Υπάρχει η αίσθηση του ξεφυλλίσματος παλιού ημερολογίου;
Ναι, σε κάποιο βαθμό υπάρχει. Είναι κάτι που μπορεί ακόμη και να σε σοκάρει. Σε βγάζει λίγο από την καθημερινή αυτοκυριαρχία σου, αυτή που πρέπει να αισθάνεσαι ως άτομο για να ζήσεις. Βλέπεις τον εαυτό σου όπως ήταν παλιότερα. Θολώνει λίγο το πράγμα, το πάτωμα αρχίζει να τρίζει από κάτω σου. Δεν με σταματά όμως αυτό, συνεχίζω.
Ποιος είναι ο αγαπημένος σας Έλληνας ποιητής;
Ο Καβάφης. Μετά ο Σεφέρης, ο Καρυωτάκης, ο Σολωμός, ο Ελύτης, ο Ρίτσος. Είναι, ξέρεις, μεγάλη πρόκληση το ποίημα. Το ότι πρέπει να μπορέσεις να συμπιέσεις τα πράγματα και μία λέξη μπορεί να φωτίσει ολόκληρο το βιβλίο, ας πούμε. Μία λέξη! Σχεδόν έχει ήδη ετοιμαστεί η επόμενη μου συλλογή. Έχω όρεξη. Έχω οίστρο. Είναι φοβερό αλλά μου συμβαίνει. Κι εγώ το υποδαυλίζω, το σπρώχνω να γίνεται ακόμη πιο έντονα. Έχω γράψει μέχρι στιγμής 36 ποιήματα. Ενώ αυτή που κυκλοφόρησε πρόσφατα έχει 26. Κάποια από αυτά μάλιστα είναι ιδιαίτερα ιδιωτικά, είχα κάποιες αμφιβολίες για το αν θα έπρεπε να τα δημοσιεύσω, μιλάνε για τις σχέσεις μου με την κόρη μου και κυρίως με τη γυναίκα μου. Τα εν οίκω μη εν δήμω, σκεφτόμουν.
Το συζητήσατε όλο αυτό με τη σύζυγο;
Βέβαια. Μου έδωσε το OK.
Αν σας έλεγε ότι σε κάποιο ποίημα το παρακάνετε;
Δεν θα το έβαζα. Να αισθανόταν άσχημα η γυναίκα μου; Να αποκάλυπτα κάτι πολύ μυστικό, όπως το πώς κάνουμε έρωτα; Όχι, δεν θα το έκανα. Υπάρχει ένα μέτρο στα πράγματα. Πρέπει να υπάρχει. Και δυστυχώς στην εποχή μας δεν υπάρχει μέτρο. Αυτό είναι το πρόβλημα. Το μέτρο κανείς μπορεί να το μάθει, αλλά κυρίως ή το έχεις ή δεν το έχεις.
Με τη σύζυγό σας, Ασπασία Κράλλη, πόσα χρόνια είστε μαζί;
Συναντηθήκαμε στη σχολή του Εθνικού το ’73 και παντρευτήκαμε το ’74. Σχεδόν μισό αιώνα έχουμε φάει μαζί.
Ποιο είναι λοιπόν το καλύτερο πράγμα του να συμβιώνει κανείς με τον ίδιο άνθρωπο τόσα πολλά χρόνια;
Είναι αυτή η εμπιστοσύνη που υπάρχει. Το ότι ξέρεις ότι μπορείς να πέσεις και να σε κρατήσει ο άλλος. Ξέρω για τι πράγμα μιλάω, κινδύνεψα να πέσω τελευταία. Δημιουργείται λοιπόν μετά από τόσα χρόνια μια σχέση περίεργη στην οποία κυριαρχούν η τρυφερότητα και η αγάπη. Δεν είναι δηλαδή το ζήτημα το σεξουαλικό μέρος. Αυτό αργά ή γρήγορα θα χαθεί. Υπάρχουν όμως πολλή αγάπη και απίστευτη τρυφερότητα που αντικαθιστούν, ας πούμε, των πρώτων χρόνων τις ορμές.
Το συστήνετε δηλαδή ανεπιφύλακτα;
Εντελώς! Να βρεις τον άνθρωπό σου; Μεγαλύτερη ευλογία δεν υπάρχει. Και να εύχεσαι να μην τον χάσεις. Είναι τραγικό να τον έχεις βρει και μετά να τον χάσεις. Δεν είναι; Διότι στην ηλικία μου ένας τέτοιος άνθρωπος έχει πια αντικαταστήσει και τους γονείς και τους φίλους. Ξέρω τι σας λέω, αγαπητέ.
Τι λέτε η κατακλείδα αυτής της συνέντευξης να είναι ένα ποίημα που ξεχωρίζετε από τα «Ανέκδοτα, αδέσποτα και ιδιωτικά»;
Βεβαίως. Ας βάλουμε αυτό το κομμάτι:
Στον ωκεανό του σύμπαντος εγώ
Σαν φωτεινή σταγόνα λέω να πέσω
Σαν όνειρο που βγαίνει αληθινό
Το είναι μου στο φως να καταθέσω
Και καθώς στο κρεβάτι σπαρταράω
Χτυπάει το ξυπνητήρι και ξυπνάω.
Πηγή : https://www.news247.gr