του Νίκου Χριστοδουλάκη
Αν και μετά τις ευρωεκλογές κάνει διαρκώς φάλτσα, παίζει ακόμα η ορχήστρα του «successstory» που προσπαθεί να εμφανίσει την ανακοπή κατάρρευσης της οικονομίας ως ανάκαμψη και τη φορολογική εξουθένωση ως μεταρρύθμιση. Από την απέναντι πλευρά, ο αντίλαλος επιστρέφει συχνά ως πλήρης απόρριψη θεωρώντας ότι όλα πρέπει να ξαναγίνουν από την αρχή και μόνο τότε θα είναι καλύτερα. Και οι δύο εντυπώσεις είναι πολιτικά μεγεθυμένες: Στην πραγματικότητα η ελληνική οικονομία έχει μπει σε μια παρατεταμένη περίοδο στασιμότητας, όπου ναι μεν δεν καταρρέει με πάταγο όπως συνέβαινε τα πρώτα χρόνια του Μνημονίου, αλλά ούτε και έχει επιλυθεί κανένα δομικό στοιχείο της κρίσης που θα την έθετε σε μια τροχιά σταθερής ανάκαμψης.
Γι’ αυτό εξακολουθούν σήμερα να κυριαρχούν τρεις επίμονες κακοδαιμονίες, οι οποίες αποδεικνύουν ότι τα βασικά ζητήματα δεν λύθηκαν με τις μέχρι τώρα πολιτικές και επαναφέρουν την ανάγκη διαμόρφωσης μιας νέας στρατηγικής για την αντιμετώπισή τους, χωρίς ανεδαφικούς βολονταρισμούς και χωρίς βαρύγδουπες δόσεις τεχνητής ευφορίας.
Η πρώτη κακοδαιμονία είναι το χρέος, που υποτίθεται ότι είχε ελαφρυνθεί κατά 130 δισ. ευρώ με το «κούρεμα» του 2012. Σύμφωνα όμως με επίσημη μελέτη της Τράπεζας Ελλάδος, «το πραγματικό όφελος ήταν μόλις 51,5 δισ. ευρώ», δηλαδή αισθητά χαμηλότερα ακόμα και από το ήμισυ των κυβερνητικών πανηγυρισμών. Η αποτυχία ουσιαστικής ελάφρυνσης του χρέους σε συνδυασμό με την μεγάλη ύφεση το οδήγησε φέτος να είναι στο 180% του ΑΕΠ, ένα επίπεδο πολύ πιο απειλητικό από αυτό που ήταν πριν το PSI.
Η επίσημη αναγνώριση ότι η διαγραφή των 80 δισ. ευρώ δεν έγινε πράξη δίνει το ηθικό δικαίωμα στην Ελλάδα να τη διεκδικήσει τώρα και ταυτόχρονα να επιδιώξει μια σειρά ελαφρύνσεων και αναδιαρθρώσεων που αφενός θα κάνουν το χρέος πραγματικά βιώσιμο, αφετέρου θα διαμορφώσουν συνθήκες σταθερότητας για να αρχίσουν να επιστρέφουν στη χώρα τα διαφυγόντα κεφάλαια και να ξαναμπούν στη χρηματοδότηση των επιχειρήσεων.
Δεύτερη και κοινωνικά πιο απειλητική κακοδαιμονία είναι η μονιμοποίηση της μαζικής ανεργίας, ιδιαίτερα στις νέες και τις μεγάλες ηλικίες. Επειδή σήμερα ο απασχολούμενος εύκολα βρίσκεται άνεργος, αλλά το αντίστροφο γίνεται πολύ αργά, η μαζική επανένταξη στην αγορά εργασίας θα πάρει μια δεκαετία ακόμα και αν οι ρυθμοί ανάπτυξης ξεφύγουν από τα σημερινά αναιμικά ποσοστά. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι οι άνεργοι μέσης ηλικίας δεν θα προλάβουν να ξαναδουλέψουν και οι νεότεροι θα πρωτομπούν στην απασχόληση ως μεσήλικοι, πράγμα που θα οδηγήσει όχι μόνο το ασφαλιστικό σύστημα σε απανωτές καταρρεύσεις, αλλά και στην οικονομική εκτόπιση μιας γενιάς.
Για να αποφευχθεί μια τέτοια εξέλιξη, χρειάζεται από τη μια μεριά να επιταχυνθεί η ανάπτυξη της οικονομίας με ένα κύμα ιδιωτικών και δημόσιων επενδύσεων και από την άλλη να εφαρμοστούν άμεσα προγράμματα μαζικής προσωρινής απασχόλησης για να αποτραπεί η διά βίου εργασιακή απαξίωση των νεότερων ανέργων.
Η τρίτη κακοδαιμονία είναι η αποτυχία της ελληνικής οικονομίας να γίνει πιο ανταγωνιστική παρά τις δραστικές μειώσεις μισθών στον ιδιωτικό τομέα και την κατάργηση πολλών εργασιακών ρυθμίσεων. Παρά τις σποραδικές εξαιρέσεις μερικών καλών επιχειρήσεων, οι εξαγωγές κινούνται πτωτικά και για άλλη μια φορά φαίνεται ότι ο βασικός παράγων της ύφεσης ήταν η απότομη κατάρρευση της εσωτερικής ζήτησης και η δραστική περικοπή των δημοσίων επενδύσεων που τόσο άκριτα εφαρμόστηκαν για τη δημοσιονομική προσαρμογή. Με τη σειρά της η ύφεση προκάλεσε μαζική αποεπένδυση παραγωγικού κεφαλαίου στην ελληνική οικονομία σε έκταση ανάλογη με βομβαρδισμένες περιοχές.
Για να επανέλθει η παραγωγική ικανότητα στα προ της κρίσης επίπεδα θα χρειαστεί να γίνουν καθαρές νέες επενδύσεις γύρω στα 100 δισ. ευρώ στον ιδιωτικό και δημόσιο τομέα μέχρι το 2020 και το πρώτο ερώτημα είναι πού θα βρεθούν αυτά τα χρήματα. Ακόμα και αν υλοποιηθούν επακριβώς τα δύο ΚΠΣ και ο ιδιωτικός τομέας επενδύσει μαζικά στον τουρισμό και την ενέργεια, πάλι η Ελλάδα θα χρειαστεί ένα σημαντικό ποσόν για να καλύψει το επενδυτικό χάσμα.
Μόνη λύση είναι η ελληνική οικονομία να χρηματοδοτηθεί με ένα ξεχωριστό πακέτο νέων επενδύσεων τύπου Μάρσαλ από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Επειδή και άλλες οικονομίες της Ευρωζώνης είναι εγκλωβισμένες σε μακρά ύφεση, το αίτημα του μεγάλου επενδυτικού σχεδίου αρχίζει να κερδίζει έδαφος σε πολλές χώρες. Η Γερμανία ανθίσταται ακόμα, αλλά εκτιμάται πως υπό την πίεση Ιταλίας και Γαλλίας το φθινόπωρο οι εξελίξεις θα είναι ραγδαίες και ίσως η Ευρωπαϊκή Ένωση ξαναζήσει το κύμα δημοσίων επενδύσεων όπως τη δεκαετία του 1990. Σε αντάλλαγμα οι κυβερνήσεις θα αναλάβουν την υλοποίηση μεταρρυθμίσεων που πραγματικά προωθούν τον ανταγωνισμό και δεν είναι οι κακέκτυπες και αποτυχημένες συνταγές των Μνημονίων.
Η Ελλάδα σε μια τέτοια περίπτωση πρέπει να είναι έτοιμη, απαιτητική αλλά και ενωμένη. Έτοιμη, γιατί ανάλογα προγράμματα θα διεκδικούν σχεδόν όλες οι χώρες και πρέπει να αποδείξει την απόλυτη προτεραιότητα να ξεφύγει οριστικά η ελληνική οικονομία από τις πιο πάνω κακοδαιμονίες πριν την καταστρέψουν. Απαιτητική, γιατί στην πλάτη της παίχτηκε η πιο άσχημη φάρσα ταχύρρυθμης λιτότητας που θα ξανάφερνε δήθεν την ανάπτυξη σε λίγους μήνες, όπως με περισσή αφέλεια διακήρυτταν οι εταίροι του Μνημονίου και με ανεξήγητη ευκολία αποδέχτηκε η τότε ελληνική κυβέρνηση. Κυρίως όμως πρέπει να είναι ενωμένη στις διεκδικήσεις της, γιατί το χρέος, η μαζική ανεργία και η καθίζηση της παραγωγής είναι χρόνια προβλήματα και διαφορετικά θα τα βρουν μπροστά τους πολλές κυβερνήσεις.
Via : www.avgi.gr