Έχει αποδειχτεί πολλαπλώς προβληματικό το «Ρε σεις τι ψηφίσατε;» απέναντι στην κραταιή ηγεμονία Μητσοτάκη. Πολλοί πλέον συνειδητοποιούν ότι η ηγεμονία αυτή γεννά αδιέξοδα στην παιδεία, την υγεία, την ασφάλεια, τις υποδομές.
Η ερώτηση συχνά απευθύνεται προς όσους ψήφισαν τους νικητές των εκλογών, μετά από μια κυβερνητική αστοχία, καταστροφική παράλειψη ή αλαζονική συμπεριφορά δηλωτική κυβερνητικού ήθους. Πιθανότατα την έχουμε πει κάποιοι από εμάς, κάποτε συνοδευόμενη από «σκωπτικές» προσφωνήσεις. Δικαιολογημένα ίσως, πολλές οι αφορμές.
Το «Ρε σεις τι ψηφίσατε;» γίνεται κάποτε εύλογη αντίδραση απορίας ή και αγανάκτησης. Εσχάτως, η ίδια ερώτηση-πρόκληση ακούγεται μετά τις εσωκομματικές εκλογές του ΣΥΡΙΖΑ. Ωστόσο, είναι υπεραπλουστευτικό να αποδίδουμε τα εκλογικά αποτελέσματα μόνο σε λάθος επιλογή των ψηφοφόρων.
Έχει αποδειχτεί πολλαπλώς προβληματικό το «Ρε σεις τι ψηφίσατε;» απέναντι στην κραταιή ηγεμονία Μητσοτάκη. Πολλοί πλέον συνειδητοποιούν ότι η ηγεμονία αυτή γεννά αδιέξοδα στην παιδεία, την υγεία, την ασφάλεια, τις υποδομές. Το βιώνουν αλλά το επιλέγουν γιατί δεν ακούνε σοβαρή αντιπρόταση. Η μομφή εναντίον τους δεν τους μεταστρέφει, ίσα ίσα. Δεύτερον, το «Ρε σεις τι ψηφίσατε;» γίνεται κάποτε αυτεπίστροφο: φανερώνει περισσότερα για αυτόν που το εκτοξεύει. Ο αφ ‘υψηλού στιγματισμός των «παραπλανημένων» υποκρύπτει υπεροψία, την ψευδαίσθηση μιας δήθεν διανοητικής ανωτερότητας, την απουσία στοιχειώδους αυτοκριτικής και αυτογνωσίας. Το «Ρε σεις τι ψηφίσατε;» καθηλώνει τη σκέψη στη δαιμονοποίηση του αντιπάλου.
Το ίδιο συμβαίνει με την επιλογή νέου ηγέτη στο ΣΥΡΙΖΑ. Βοούν φυσικά η προβληματική σχέση του με το περιβάλλον και το θεσμικό του ρόλο, η άγνοια βασικών εννοιών, η άσκηση στην επικοινωνιακή επιφάνεια των πραγμάτων, η αδυναμία εμβάθυνσης σε στοιχειώδεις συσχετισμούς. Έχει χαρακτηριστικά «πολιτικού alien».Αυτό όμως είναι το ισχυρό του στοιχείο σε συνθήκες κρίσης αντιπροσώπευσης. Οφείλουμε να το δούμε όλοι, ανεξαρτήτως πολιτικής τοποθέτησης, σαν καμπανάκι συναγερμού. Όσο παγιδεύεται κανείς σε ένα καινούργιο «Ρε σεις τι ψηφίσατε;» τόσο βυθίζεται σε μία σπειροειδή χωρίς διέξοδο. Όσο κι αν προσφέρει την ηδονή της αυτοεπιβεβαίωσης, έχει κάτι προβληματικό αυτό το χαιρέκακο «εμείς τα λέγαμε». Δε μας πάει παρακάτω, ταιριάζει περισσότερο σε μεταμεσονύχτιες μάχες των τρολ του διαδικτύου.
Ας τεθεί με δημιουργικό τρόπο το ερώτημα: όχι «Ρε σείς τι ψηφίσατε;» αλλά «Ρε σεις γιατί δε μας ψηφίσατε; Τι είπαμε λάθος; Τι χρειαζόταν να πούμε, τι απαντήσεις στα βασικά ερωτήματα και ανάγκες δε δώσαμε; Τι μας έκανε τόσο αφερέγγυους ή και απωθητικούς που επιλέξατε το καταφανώς προβληματικό;» Αυτές είναι οι δύσκολες ερωτήσεις. Αν δεν απαντηθούν εγκαίρως, κάθε νέο εγχείρημα θα είναι προβληματικό.
Αν θεωρώ επικίνδυνο ή γελοίο αυτό που ψήφισες, τότε πρέπει πρώτα να αναρωτηθώ πώς έχασα από αυτό το προβληματικό, το επικίνδυνο, το γελοίο. Και αν βιώνω τη μια έκπληξη μετά την άλλη, αν προσκρούω διαρκώς στην πραγματικότητα, αν χάνω εκλογικές και πολιτικές αναμετρήσεις, ιδεολογικές μάχες, ταυτοτικές και αξιακές αντιπαραθέσεις, τότε έχουν παλιώσει τα εργαλεία μου, έχω αποκοπεί από το περιβάλλον. Τότε η ήττα έχει το πρόσωπό μου.
Είναι εύκολο να αποδίδουμε τις ήττες σε εξωγενείς παράγοντες. Να λέμε ότι συνέβη κάτι ανήκουστο, αδιανόητο. Αν όμως ψηφίστηκε το ανήκουστο, κάποια προβλήματα είχε το ακουσμένο. Και το ακουσμένο, αν θέλει να κάνει νέο ξεκίνημα πρέπει να κάτσει να σκεφτεί.
Αυτές τις μέρες επιχειρείται μια πολιτική επανεκκίνηση σε εκείνο το τμήμα της αριστεράς που αντιμετωπίζει πολιτική αστεγία. Αυτή η κίνηση δεν μπορεί να είναι απλώς το άθροισμα όσων έμειναν πρόσφατα χωρίς στέγη. Δε μπορεί να είναι ούτε μόνο το άθροισμα των λόγων τους.
Χρειάζεται να σκεφτεί πώς θα διατυπώσει σαφείς θέσεις απέναντι στην ηγεμονία της δεξιάς. Χρειάζεται να ανοίξει δική της ατζέντα με αυτοπεποίθηση αλλά χωρίς φθηνούς μαξιμαλισμούς. Να επεξεργαστεί ιδίως τα θέματα που υποτιμούσε και άφησε γήπεδο αδειανό να αλωνίζει ο αντίπαλος. Να δείξει ότι μπορεί να γίνει δύναμη ασφάλειας, να διατυπώσει τις βασικές εγγυήσεις για μια επανεκκίνηση του πολιτικού μας συστήματος στα 50χρονα της ελληνικής δημοκρατίας.
Να αρθρώσει τη δική της πολιτική αλφαβήτα, το σκελετό μιας μίνιμουμ εναλλακτικής πρότασης, ένα κοινωνικό, κλιματικό και θεσμικό τρίπτυχο: όροι βιοτικής ασφάλειας, κλιματικής αντοχής και ενίσχυσης του κράτους δικαίου. Να διεκδικήσει προγραμματικά χώρο στο πεδίο όπου είναι εμφανής η ηγεμονία αλλά και η καταστροφική διακυβέρνηση Μητσοτάκη. Η ηγεμονία αυτή δεν αντιμετωπίζεται με μιμήσεις και franchise του “Project Mitsotakis” που επιμολύνουν όποιον χώρο αποικιοποιούν.
Καμιά νέα κίνηση δε θα αλλάξει βραχυπρόθεσμα τους συσχετισμούς. Μπορεί όμως να θέσει τα ζητήματα με όρους πραγματικής πολιτικής και να επιδιώξει να ανοίξει το παιχνίδι σε νέους παίχτες. Μακριά από εσωκομματικές οργανωτικές διαιρέσεις που πλέον μοιάζουν ξεπερασμένες και ακατανόητες. Το πιο δύσκολο σε συνθήκες βαθιάς κρίσης να κοιτάξεις μπροστά. Αλλά είναι ο μόνος δρόμος. Πολύ δύσκολος. Αν η νέα κίνηση το καταφέρει, θα είναι πολύτιμος καταλύτης.