Συνέντευξη με την Κάθι Γουίκς
Η μαρξίστρια-φεμινίστρια Κάθι Γουίκς [Kathi Weeks] μιλά για τις σχέσεις ανάμεσα στις πολιτικές άρνησης της εργασίας και τον αγώνα ενάντια στην πατριαρχία.
Συνέντευξη στον Γιώργο Σουβλή για το Political Critique
Γ.Σ.: Είστε μαρξίστρια, έτσι δεν είναι; Πώς διαμόρφωσε η μαρξιστική σκέψη το έργο σας;
Κ.Γ.: Ναι, θεωρώ τον εαυτό μου μαρξίστρια, ανάμεσα στις άλλες πνευματικές και πολιτικές πεποιθήσεις στις οποίες πρόσκειμαι. Ο Μαρξισμός με προσέλκυσε γιατί επικεντρώνεται στην κατανόηση των καπιταλιστικών οικονομιών και των κοινωνικών σχηματισμών, αλλά και επειδή προσφέρει μυριάδες εργαλεία για τον σκοπό αυτό.
Ίσως περισσότερο από οτιδήποτε άλλο ενδιαφέρομαι για εκείνες τις εκδοχές του Μαρξισμού οι οποίες εστιάζουν στην εργασία, και ειδικότερα στην εμπειρία των ίδιων των εργαζόμενων για την εργασία –τους ρυθμούς της, την οργάνωσή της, τις σχέσεις εξουσίας, την ευχαρίστηση και τις δυσκολίες– ως σημείο εκκίνησης για τη μελέτη των καπιταλιστικών κοινωνιών. Επομένως, για εμένα, ο Μαρξισμός υπήρξε πολύτιμος ως ένας χώρος συλλογικός για την διερεύνηση μιας κριτικής θεώρησης της εργασίας. Ως μαρξίστρια-φεμινίστρια, η ανάλυσή μου για τις ταυτότητες φύλου και τις ιεραρχίες τείνει να θέτει σε πρώτο πλάνο τον έμφυλο καταμερισμό της εργασίας ως ένα πανίσχυρο μηχανισμό για την αναπαραγωγή της διαφοράς και της ανισότητας μεταξύ των φύλων. Δεν πρόκειται για την μόνη κινητήριο δύναμη του συστήματος δημιουργίας του κοινωνικού φύλου, αλλά θεωρώ ότι ο έμφυλος καταμερισμός της εργασίας για την φροντίδα των παιδιών και των ηλικιωμένων ατόμων αποτελεί μια εξαιρετικά σημαντική πηγή των απόψεων και των συναισθημάτων που έχουμε τόσο αναφορικά με το φύλο όσο και για τις ιδεολογίες του (κοινωνικού) φύλου και τους αντίστοιχους θεσμούς.
Γ.Σ.: Πως θα ορίζατε τον μαρξιστικό φεμινισμό εν έτει 2017; Ποια είναι τα θεμελιώδη στρατηγικά κεκτημένα που κατά την γνώμη σας οφείλει να ακολουθήσει το κίνημα, ιδίως δε στην εποχή του παγκόσμιου νεοφιλελευθερισμού;
Κ.Γ.: Εύστοχα ερωτήματα. Θα προσπαθήσω να τα απαντήσω με τον εξής τρόπο: θα μου επιτρέψεις να προσφέρω μια χοντροκομμένη, ωστόσο, θεωρώ, χρήσιμη διάκριση της μαρξιστικής-φεμινιστικής δράσης σε δύο περιόδους, εκ των οποίων η μία ανήκει στο παρελθόν και η άλλη αφορά το παρόν.
Καταρχήν, το παρελθόν. Κατά την δεκαετία του ’70, οι αγγλοαμερικανές μαρξίστριες-φεμινίστριες είχαν επικεντρωθεί στην χαρτογράφηση της σχέσης μεταξύ των δύο συστημάτων κυριαρχίας: του καπιταλισμού και της πατριαρχίας. Θα μπορούσε κανείς να χαρακτηρίσει αυτή την φάση ως μια απόπειρα για μια μαρξιστική κριτική της εργασίας στο πεδίο της οικιακής εργασίας και των σχέσεων παραγωγής εντός της οικογένειας. Οι μαρξίστριες-φεμινίστριες, εξετάζοντας την κατ’ οίκον εργασία φροντίδας, την οικιακή εργασία, την εργασία που σχετίζεται με την κατανάλωση και την εργασία δημιουργίας κοινότητας ως μορφές αναπαραγωγικής εργασίας, από τις οποίες εξαρτάται η παραγωγική εργασία (με την στενή σημασία του όρου), και θεωρώντας το νοικοκυριό ως εργασιακό χώρο και την οικογένεια ως ένα καθεστώς το οποίο οργανώνει, διανέμει και διαχειρίζεται την εργασία αυτή, συνέβαλαν σημαντικά στην απομυθοποίηση αυτών των «ιδιωτικών», όπως αποκαλούνταν, πρακτικών σχέσεων και θεσμών. Αφενός, τις απασχολούσε το θεωρητικό ερώτημα της κατανόησης των σχέσεων καπιταλισμού – πατριαρχίας: ήταν ορθότερο να εκληφθούν ως δυο αλληλοσχετιζόμενα συστήματα ή ως άρρηκτα συνυφασμένα σε ένα ενιαίο σύστημα; Αφετέρου, συνέστησαν την προσοχή τους επίσης σε ένα πρακτικό ζήτημα με άμεση συνάφεια, αυτό των συμμαχιών: οι φεμινιστικές ομάδες θα έπρεπε να διατηρήσουν μια αυτονομία σε σχέση με τα υπόλοιπα αντικαπιταλιστικά (και ενίοτε αντιφεμινιστικά) κινήματα ή να ενσωματωθούν σε αυτά;
Σήμερα βρισκόμαστε σε μια διαφορετική κατάσταση που προσφέρει νέες δυνατότητες αναφορικά με την σχέση μαρξισμού και φεμινισμού. Κι ενώ οι φεμινίστριες της δεκαετίας του ’70 αγωνίστηκαν για να προσφέρουν έναν αναλυτικό μαρξισμό[1] που να είναι συμβατός με τη μελέτη της μισθωτής εργασίας, πιστεύω ότι σήμερα αν θέλουμε να κατανοήσουμε τις νέες μορφές μισθωτής εργασίας χρειάζεται να αξιοποιήσουμε την παλαιότερη φεμινιστική ανάλυση περί μισθωτής και άμισθης «γυναικείας εργασίας».
Ορισμένες/οι για να περιγράψουν τη σημερινή συνθήκη κάνουν χρήση του όρου «θηλυκοποίηση της εργασίας». Δεν είναι και ο προτιμότερος για εμένα, αλλά κατανοώ ότι ο όρος αυτός δεν είναι παρά ένας τρόπος για να περιγραφεί το πώς στις νεοφιλελεύθερες μετα-φορντικές οικονομίες όλο και περισσότερα μισθωτά επαγγέλματα έφτασαν στο σημείο να ομοιάζουν με τις παραδοσιακές μορφές της γυναικείας οικιακής εργασίας.
Αυτό γίνεται εύκολα αντιληπτό τόσο από την αύξηση των επισφαλών μορφών εργασίας, δηλαδή της χαμηλόμισθης, άτυπης, προσωρινής και μερικής απασχόλησης, όσο και από την αύξηση των θέσεων εργασίας στον τομέα των υπηρεσιών. Πρόκειται για θέσεις εργασίας οι οποίες βασίζονται στις συναισθηματικές και επικοινωνιακές ικανότητες καθώς και στις ικανότητες παροχής φροντίδας των εργαζομένων, ικανότητες που είναι υποτιμημένες και είναι δύσκολο να εκτιμηθούν.
Σήμερα, αν θέλουμε να αναμετρηθούμε με το μεταβαλλόμενο τοπίο της εργασίας, αντί να χρησιμοποιούμε έναν μη ανανεωμένο αναλυτικό μαρξισμό για να μελετήσουμε τις μορφές άμισθης οικιακής εργασίας, κρίνεται αναγκαίο να αξιοποιήσουμε εκείνες τις μαρξιστικές φεμινιστικές αναλύσεις οι οποίες αφορούν τις έμφυλες μορφές και της έμμισθης αλλά και της άμισθης εργασίας, επειδή έτσι μας δίνεται μια πληρέστερη εικόνα τόσο για τον τρόπο που καθίστανται αντικείμενα εκμετάλλευσης όσο και για τον τρόπο με τον οποίο αυτές βιώνονται.
Πρακτικά αυτό σημαίνει ότι αν θέλουμε όχι μόνο να κατανοήσουμε αλλά και να αντισταθούμε στις σύγχρονες μορφές εκμετάλλευσης, οι μαρξιστές δεν μπορούν να συνεχίζουν να αγνοούν τις φεμινιστικές θεωρίες και πρακτικές ή να διαχωρίζουν την θέση τους από αυτές. Κατά τη γνώμη μου, η φεμινιστική θεωρία δεν είναι πλέον προαιρετική για την μαρξιστική κριτική.
Γ.Σ.: Σε αρκετές δημοσιεύσεις σας αναφέρεστε στην έννοια της άρνηση της εργασίας. Τι πιστεύετε ότι μπορεί να μας προσφέρει η έννοια αυτή τόσο σε πολιτικό επίπεδο όσο και σε επίπεδο ανάλυσης;
Κ.Γ.: Δανείζομαι την έννοια από την παράδοση του αυτόνομου μαρξισμού. Όπως την αντιλαμβάνομαι, η άρνηση της εργασίας στρέφεται κατά του συστήματος της (ανα)παραγωγής, η οποία οργανώνεται γύρω από το μισθολογικό σύστημα αλλά δεν περιορίζεται σε αυτό. Υπάρχουν τρία σημεία τα οποία αξίζει να υπογραμμίσουμε εδώ. Πρώτον, η άρνηση δεν στρέφεται ενάντια στο ένα ή στο άλλο επάγγελμα αλλά εναντίον του ευρύτερου συστήματος οικονομικής συνεργασίας, το οποίο έχει σχεδιαστεί έτσι ώστε να παράγει συσσώρευση κεφαλαίου για τους λίγους και μισθωτή εργασία η οποία υποτίθεται παρέχει στήριξη σε εμάς τους υπόλοιπους.
Δεύτερον, αυτή η έννοια της άρνησης δεν μεροληπτεί υπέρ κάποιας συγκεκριμένης μορφής λύσης, όπως για παράδειγμα η στάση εργασίας, αλλά μάλλον υποδεικνύει την επιδίωξη μιας πιο ριζοσπαστικής κριτικής της εργασίας η οποία θα συμπεριλαμβάνει μια πολύ μεγαλύτερη λίστα πιθανών στάσεων και ενεργειών.
Τέλος, θα περιέγραφα την άρνηση της εργασίας ως ένα συλλογικό πολιτικό σχέδιο μακροπρόθεσμα και όχι ως μια ατομική ηθική επιταγή. Σκοπός είναι να μετασχηματιστούν οι θεσμοί και οι ιδεολογίες που μας κρατούν δεμένους στον υπάρχοντα κόσμο της εργασίας, μισθωτής και άμισθης, κάτι το οποίο απαιτεί την πολιτική οργάνωση των συλλογικοτήτων. Τα περισσότερα άτομα, ως άτομα, δεν είναι σε θέση να εγκαταλείψουν έτσι απλά τις θέσεις εργασίας τους, επομένως δεν συζητάμε για κάτι τέτοιο.
Θεωρώ ότι η άρνηση της εργασίας είναι σημαντική πολιτικά επειδή πιστεύω πως η εργασία και οι σχέσεις (ανα)παραγωγής αποτελούν βαθύτατα σημαντικούς τόπους πολιτικής συνείδησης και αμφισβήτησης. Το μισθολογικό σύστημα δεν λειτουργεί σχεδόν για κανέναν. Οι περισσότεροι/ες από εμάς έχουν προβλήματα με την δουλειά. Ανάλογα με το που βρισκόμαστε, στα προβλήματα αυτά συμπεριλαμβάνονται τα πάντα, από τις υπεράριθμες ώρες εργασίες ως την ανεργία και την υποαπασχόληση, ακόμη κι αν όλα αυτά βιώνονται με πολύ διαφορετικό τρόπο στους περισσότερο ή λιγότερο προνομιούχους τομείς της οικονομίας. Είναι ακριβώς η σχέση μας με την εργασία (υπό την ευρεία έννοια, έτσι ώστε να συμπεριλαμβάνονται επίσης η εμπειρία από τις μορφές άμισθης εργασίας αλλά και η εμπειρία του αποκλεισμού από την σχέση μας με την εργασία μέσα σε μια κοινωνία όπου αυτή κρίνεται επιβεβλημένη) εκείνο που μας οδηγεί κατά πάσα πιθανότητα στο να αναπτύξουμε μια κριτική άποψη για τον καπιταλισμό και να διατυπώνουμε την απαίτηση για αλλαγή.
Γ.Σ.: Πως νομίζετε ότι μπορεί να φανεί χρήσιμη η άρνηση της εργασίας σε σχέση με την εργασία των γυναικών; Θα μπορούσε αυτή η άρνηση να αποτελέσει μια από τις τακτικές του σημερινού φεμινιστικού κινήματος;
Κ.Γ.: Ναι, πιστεύω πως η άρνηση της εργασίας προσφέρει στις φεμινίστριες μια ζωτικής σημασίας γραμμή κριτικής ανάλυσης και μια ατζέντα για πολιτική πρακτική. Για να καταλάβουμε γιατί συμβαίνει αυτό χρειάζεται να αναθεωρήσουμε το μοντέλο μας για τις καπιταλιστικές οικονομίες. Το μισθολογικό σύστημα, το οποίο παραμένει ο βασικός μηχανισμός οικονομικής επιβίωσης, εξαρτάται από έναν δεύτερο θεσμό, την ιδιωτικοποιημένη οικογένεια. Αυτή χρησιμεύει ως ο πρωταρχικός τόπος για την αναπαραγωγική εργασία η οποία είναι απαραίτητη για την αναπαραγωγή των εργατών τόσο σε καθημερινή βάση όσο και σε γενεαλογική. Συνεπώς το σύστημα της μισθωτής και εντός του πλαισίου της οικογένειας εργασίας περιλαμβάνει τα μείζονα συστήματα της παραγωγής και της αναπαραγωγής, με την πρώτη να επικεντρώνεται στη σφαίρα της μισθωτής εργασίας και τη δεύτερη να οργανώνεται γύρω από το νοικοκυριό. Τα δύο αυτά ενώνονται υπό το θεσμό της οικογένειας που λειτουργεί ως το μέσο δια του οποίου πολλές και πολλοί από εμάς στρατολογήθηκαν σε αυτές τις τυπικά άμισθες και έμφυλες σχέσεις αναπαραγωγής.
Όπως υποστηρίζουν λοιπόν εδώ και καιρό οι φεμινίστριες, χρειαζόμαστε μια ευρύτερη χαρτογράφηση για ένα καπιταλιστικό οικονομικό σύστημα που θα είναι σε θέση να καλύψει όλα τα είδη της εργασίας, έμμισθα και άμισθα, τα οποία και εμπλέκονται στην διατήρηση του συστήματος αυτού.
Επομένως, το ερώτημα παραμένει: τι μπορεί να σημαίνει το να «αρνείσαι» την εργασία της κοινωνικής αναπαραγωγής με τον τρόπο που αυτή σήμερα οργανώνεται και καταμερίζεται. Όπως έμαθαν οι φεμινίστριες, η άρνηση της οικιακής εργασίας είναι ένα έργο πολύ δυσκολότερο το οποίο δυνητικά έχει και σοβαρότερες συνέπειες. Κατά την γνώμη μου, η άρνηση της εργασίας, σε αυτό το πλαίσιο, συνεπάγεται –το λιγότερο– αφενός μια κριτική της οικογένειας ως τη θεσμική ραχοκοκαλιά των κοινωνικών σχέσεων της οικιακής αναπαραγωγικής εργασίας και αφετέρου μια κριτική της οικογενειακής ηθικής ως ιδεολογικού υποστηρικτή της οικογένειας. Αν το πάμε όμως ένα βήμα παραπέρα, σημαίνει να έρθεις αντιμέτωπη/ος με ολόκληρη την οργάνωση της ζωής και της εργασίας.
Αυτός είναι ένας από τους πολλούς λόγους για τους οποίους με ενδιέφεραν τόσο πολύ τα κείμενα της καμπάνιας Μισθός για την Οικιακή Εργασία [Wages for Housework] της δεκαετίας του ’70. Αυτό που προσπάθησαν να κάνουν εκείνες οι ακτιβίστριες και θεωρητικοί το θεωρώ προσωπικά ως έναν από τους πιο δύσκολους ελιγμούς του μαρξιστικού φεμινισμού: από την μια να κάνουν ορατή την οικιακή εργασία ως δουλειά και ως κομμάτι στην διαδικασία του προσδιορισμού της αξίας και από την άλλη ταυτόχρονα να επιμένουν ότι δεν είναι κάτι για το οποίο πρέπει να πανηγυρίζουμε ή να δοξολογούμε. Πρόκειται για ένα πολύ δύσκολο πράγμα, να καταφέρουν να αναγνωριστεί η οικιακή εργασία ως εργασία κοινωνικά αναγκαία (κάτι που για να επιτευχθεί απαιτεί, για παράδειγμα, την απομάκρυνση από την μισθωτή εργασία για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα) χωρίς όμως να την υπερτιμούν ως τέτοια – επιμένοντας μάλλον περισσότερο στην απομυθοποίησή της, την από-ρομαντικοποίησή της και στο να την θέσουν εκτός της σφαίρας του ιδιωτικού, του ατομικού και φυσικά του έμφυλου. Γιατί ως δουλειά, είναι και αυτό κάτι για το οποίο πρέπει να αγωνιστείς ώστε να μην γίνει το όλον της ζωής. Όπως το βλέπω εγώ, αυτό σημαίνει να αγωνίζεσαι ενάντια –να αναφέρουμε μόνο δυο τρία πράγματα– στον έμφυλο καταμερισμό αυτής της εργασίας, στις άθλιες συνθήκες της τόσης μισθωτής οικιακής εργασίας, όπως επίσης και ενάντια σε μορφές εντατικοποίησης της εργασίας, όπως για παράδειγμα η ιδεολογία της εντατικής μητρικής φροντίδας [ideology of intensive mothering][2]. Συμπεριλαμβάνει επίσης την επινόηση νέων τρόπων οργάνωσης και κατανομής της εργασίας, αλλά και νοηματοδότησής της.
Γ.Σ.: Στο έργο σας The Problem with Work [3] προβάλετε ισχυρά επιχειρήματα για το εγγυημένο και καθολικό βασικό εισόδημα [Βasic Ιncome Guarantee και Universal Basic Income]. Σήμερα φαίνεται να υπάρχει ένας αυξανόμενος αριθμός αριστερών εκθέσεων και αναλύσεων οι οποίες υποστηρίζουν ότι τα εγχειρήματα που αφορούν το βασικό εισόδημα δεν είναι εγγενώς αριστερά αλλά συνάδουν στην πραγματικότητα με μια νεοφιλελεύθερη λογική και τις αντίστοιχες διαδικασίες αναδιάρθρωσης (ουσιαστικά ξοδεύονται χρήματα σε ένα πρόβλημα αντί να προσφέρονται οποιουδήποτε είδους λύσεις σε επίπεδο υποδομής). Έχετε περαιτέρω σκέψεις σχετικά με το εγγυημένο και καθολικό βασικό εισόδημα λαμβάνοντας υπόψη αυτές τις νέες αριστερές κριτικές αλλά και το γεγονός ότι γίνεται όλο και πιο δημοφιλές μεταξύ των συντηρητικών;
Κ.Γ.: Ερμηνεύω το αυξανόμενο ενδιαφέρον για τον βασικό μισθό, σε όλο το πολιτικό φάσμα, ως μια θετική εξέλιξη. Κατά τη γνώμη μου το αίτημα για βασικό εισόδημα –ανάλογα βέβαια με τους όρους της διεκδίκησης– είναι ένα αριστερό αίτημα. Ωστόσο, οι πολιτικές της διεκδίκησης δεν είναι σε καμία περίπτωση ένα απλό ζήτημα. Το αν μπορεί ή όχι το βασικό εισόδημα να βελτιώσει τις ζωές ενός μεγάλου αντιπροσωπευτικού δείγματος εργατών εξαρτάται από μια ποικιλία συγκεκριμένων στοιχείων, αλλά κυρίως από το επίπεδο του παρεχόμενου εισοδήματος. Αν είναι πολύ χαμηλό, υπάρχει ο κίνδυνος να λειτουργήσει ως μια επιπλέον επιδότηση για τους εργοδότες χαμηλόμισθης απασχόλησης, προσφέροντας στους εργαζόμενούς τους οποίους απασχολούν ένα συμπλήρωμα εισοδήματος. Το αίτημα που στηρίζω εγώ αφορά ένα ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα διαβίωσης, το οποίο, στο βαθμό που θα επιτρέπει στους εργαζόμενους να απέχουν από την μισθωτή εργασία, έστω και προσωρινά, θα αναγκάσει τέτοιου είδους εργοδότες να προσφέρουν καλύτερους μισθούς και καλύτερες συνθήκες εργασίας. Με βάση τα όσα ειπώθηκαν παραπάνω, οι σχετικές πολιτικές κρίνονται στην καλύτερη των περιπτώσεων μια δύσκολη υπόθεση, καθώς δεν είναι διόλου απίθανο, ακόμη κι αν ικανοποιηθεί το αίτημα αυτό, το βασικό εισόδημα να κινηθεί σε χαμηλά επίπεδα την πρώτη φορά που θα θεσπιστεί. Ο αγώνας για την αύξηση του επιπέδου του εισοδήματος θα απαιτήσει επιπρόσθετες προσπάθειες.
Αλλά ακόμη κι αν, ή όταν, αυτό διασφαλιστεί, μέσω ενός ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος διαβίωσης, πρέπει να είναι σαφές ότι η απαίτηση για βασικό εισόδημα δεν αποτελεί μια πρόταση με σκοπό την αντικατάσταση του μισθολογικού συστήματος. Αντίθετα, στοχεύει στη χαλάρωση της ασφυξίας που προκαλεί το μισθολογικό σύστημα, παρέχοντας εισόδημα σε όσους και όσες είναι πλέον αποκλεισμένοι/ες από την μισθωτή εργασία, ή βρίσκονται σε επισφαλή σχέση με αυτήν, αλλά και στα άτομα των οποίων η συνεισφορά στην κοινωνική (ανα)παραγωγή δεν αμείβεται σήμερα με μισθό. Επιπλέον θα ισχυροποιήσει την διαπραγματευτική θέση των ατόμων για ευνοϊκότερα συμβόλαια εργασίας και θα μας επιτρέψει να κάνουμε καλύτερες επιλογές σχετικά με το τι είδους νοικοκυριά αλλά και τι είδους προσωπικές σχέσεις ενδεχομένως επιθυμούμε να κτίσουμε. Και παρόλο που τα οφέλη αυτά δεν είναι αμελητέα, δεν λειτουργούν προσθετικά στην κατεύθυνση κάποιου επαναστατικού μετακαπιταλιστικού οράματος.
Αντίθετα, πιστεύω ότι το βασικό εισόδημα ίσως και να είναι ο μόνος τρόπος να μπορέσει να συντηρηθεί υλικά και ιδεολογικά ο καπιταλισμός στο εγγύς μέλλον καθώς τόσο το μισθολογικό σύστημα όσο και το οικογενειακό μοντέλο εξακολουθούν να αποδεικνύονται ανεπαρκή στο να φέρουν εις πέρας το έργο της κατανομής του εισοδήματος και της οργάνωσης παραγωγικών συνεργασιών. Αντί αυτού, εκείνο που θα μπορούσε να προσφέρει το βασικό εισόδημα είναι αφενός μια υλική υποστήριξη για τον χρόνο και την προσπάθεια που απαιτούνται ώστε να παλέψει κανείς για πρόσθετες μεταρρυθμίσεις και αφετέρου ένα εννοιολογικό άνοιγμα που θα επιτρέψει να σκεφτούμε πιο κριτικά πάνω στο ζήτημα της εργασίας και της μη εργασίας, αλλά και με περισσότερη φαντασία σχετικά με τους πιθανούς τρόπους ευρύτερου μετασχηματισμού των δύο τελευταίων. Υπό αυτή την έννοια πρόκειται για ένα μάλλον μετριοπαθές αίτημα, πιστεύω όμως ότι θα δημιουργήσει τις συνθήκες για περαιτέρω πολιτική σκέψη και δράση.
Γ.Σ.: Δεν πιστεύετε ότι η έννοια της επισφαλούς εργασίας επικεντρώνεται υπερβολικά στην σύμβαση ή στους όρους εργασίας αντί στην εκμετάλλευση που προκύπτει από την αξιολόγηση της εργασίας; Μήπως η κριτική θεωρία χρειάζεται μια έννοια ισχυρότερη της επισφάλειας, όπως για παράδειγμα η «υπερ-εκμετάλλευση»;
Κ.Γ.: Κατανοώ τις δύο έννοιες, την επισφάλεια και την εκμετάλλευση, ως αναφερόμενες σε διαφορετικές πτυχές της οργάνωσης της μισθωτής εργασίας. Η έννοια της εκμετάλλευσης περιγράφει τους βασικούς όρους της καπιταλιστικής εργασιακής σχέσης: η εκμετάλλευση της εργασίας είναι το οξυγόνο του συστήματος. Οι διαφορετικές μορφές της εργασίας και οι διάφοροι τομείς της μπορούν να γίνουν αντικείμενο εκμετάλλευσης σε διαφορετικούς ρυθμούς και κάτω από διαφορετικά καθεστώτα διαχείρισης, δεν αποτελούν όμως προαιρετικό χαρακτηριστικό του συστήματος της μισθωτής εργασίας στον καπιταλισμό.
Η κατηγορία της επισφάλειας καθορίζει μια ιστορική μετατόπιση σε πιο συγκεκριμένες πτυχές της εργασιακής σχέσης. Νομίζω ότι ο όρος βγάζει περισσότερο νόημα όταν χρησιμοποιείται για να σηματοδοτήσει το μετασχηματισμό του φορντικού μοντέλου (και αυτό υπήρξε προφανώς ένα μοντέλο ή ένα πρότυπο, παρά μια εμπειρική περιγραφή του συνόλου των θέσεων εργασίας). Από την ασφαλή, δια βίου και πλήρη απασχόληση, η οποία επέτρεπε στους εργαζόμενους να λειτουργούν σταθερά ως καταναλωτές των προϊόντων και των υπηρεσιών που παρήγαγαν οι ίδιοι, περάσαμε στην ολοένα και μεγαλύτερη αύξηση της επισφάλειας, στην μερική απασχόληση και στις μορφές προσωρινής εργασίας, μέσα σε μια δικτυακή παγκοσμιοποιημένη οικονομία όπου καταναλωτές μπορούν να βρεθούν και αλλού.
Πιστεύω ότι ο όρος προκαλεί μεγαλύτερη αίσθηση σε όσους ζουν σε ορισμένες χώρες πέραν των Η.Π.Α, διότι εκεί το φορντικό μοντέλο ήταν περισσότερο διαδεδομένο και πιο κοντά στην πλήρη υλοποίηση του. Στις Η.Π.Α η απασχόληση ήταν τυπικά πιο επισφαλής για τον μεγαλύτερο αριθμό των εργαζομένων συγκριτικά με ορισμένες δυτικές ευρωπαϊκές οικονομίες για παράδειγμα. Σύμφωνα με τα όσα ανέφερα, πιστεύω ότι η έννοια της επισφαλούς εργασίας είναι περισσότερο μια σημαντική συμβολή παρά μια εναλλακτική της έννοιας της εκμετάλλευσης. Το βρίσκω συναρπαστικότερο όταν χρησιμοποιείται όχι προς υπεράσπιση ή επεξήγηση του αιτήματος για κάποιου είδους επιστροφή στο παλιό φορντικό μοντέλο, αλλά όταν την επικαλούμαστε ως κομμάτι του αγώνα για μια πιο ασφαλή, πιο υποφερτή και πιο βιώσιμη σχέση με την εργασία, μια σχέση όπου η δουλειά δεν θα κυριαρχεί πάνω στις ζωές μας.
Μετάφραση: Βαρβάρα Κυριλλίδου
Σημειώσεις της μεταφράστριας:
1. Αναλυτικός μαρξισμός: ή μαρξισμός της «λογικής επιλογής». Θεωρητικό ρεύμα που εμφανίστηκε κυρίως στην Αγγλία και την Αμερική στις αρχές της δεκαετίας του ’80. Για περισσότερα βλ. Τόλης Μαλάκος (1991), Σχετικά με τον «αναλυτικό μαρξισμό», στο: Θέσεις (τεύχος 36), Νήσος: Αθήνα. [http://www.theseis.com/index.php?option=com_content&task=view&id=344&Itemid=29]
2. Ιδεολογία της εντατικής μητρικής φροντίδας (Ιdeology of intensive mothering):
Συναντάται και ως «ιδεολογία της εντατική μητρότητας». Αναφέρεται σε εργαζόμενες μητέρες οι οποίες αναλαμβάνουν τον ρόλο του κεντρικού φροντιστή των παιδιών της οικογένειας σε όλα τα επίπεδα, παρόλο που και ο πατέρας έχει μισθωτή εργασία. Η ίδια η μητέρα επιθυμεί την εργασιακή της ανέλιξη ώστε να κατορθώσει να εξασφαλίσει την μέγιστη ευμάρεια για τα παιδιά της αλλά ταυτόχρονα φροντίζει να διοχετεύει κάθε φυσικό, ηθικό, πνευματικό και συναισθηματικό της απόθεμα σχεδόν αποκλειστικά σε αυτά ώστε να είναι ενεργητικά παρούσα σε κάθε πτυχή της κοινωνικής τους ζωής.
3. Kathi Weeks (2011), The Problem with Work: Feminism, Marxism, Antiwork Politics, and Postwork Imaginaries, Duke University Press: Durham &London.
Via : www.thepressproject.gr