aristera_high (1)

δεν σημαίνει πάση θυσία συμμετοχή στην κυβέρνηση

Ύστερη μνημονιακή και μεταμνημονιακή Ελλάδα. Ποιος δρόμος;

του Σωτήρη Βαλντέν

Συμμετέχω σ’ αυτή την εκδήλωση για να συμβάλω στον προβληματισμό για το μέλλον του τόπου. Συμμετέχω όμως και για να εκφράσω τη στήριξή μου στη ΔΗΜΑΡ. Χρειαζόμαστε έναν κεντροαριστερό, σοσιαλδημοκρατικό πόλο που θα αντιμάχεται την ασκούμενη πολιτική και τις φθαρμένες πολιτικές δυνάμεις που την υλοποιούν. Που θα έχει σταθερό ευρωπαϊκό προσανατολισμό. Και που, απορρίπτοντας τυχοδιωκτισμούς και ακραίους λαϊκισμούς, θα εργάζεται για τη δημιουργία των συνθηκών για μιαν αριστερή εναλλακτική λύση στο σημερινό κυβερνητικό σχήμα και την κυριαρχία της Δεξιάς. Πιστεύω ότι η ΔΗΜΑΡ μπορεί να παίξει κρίσιμο ρόλο στη διαμόρφωση ενός τέτοιου πόλου.

Η σημερινή ημερίδα αφορά στην οικονομία. Η επεξεργασία μιας εθνικής στρατηγικής για την έξοδο από την κρίση είναι πράγματι αναγκαία. Θα συνέβαλε να περάσουμε από τα απλουστευτικά ή και παραπλανητικά συνθήματα στη συζήτηση επί συγκεκριμένων, κάτι που χρειάζεται ιδιαίτερα η Αριστερά. Όμως η διαμόρφωση μιας τέτοιας στρατηγικής δεν είναι μια τεχνοκρατική άσκηση. Πρόκειται για ένα κατ’ εξοχήν πολιτικό εγχείρημα, ένα εγχείρημα με πολιτικό πρόσημο.

Στο λίγο χρόνο που έχω στη διάθεσή μου, κρίνω σκόπιμο να διατυπώσω μερικές σκέψεις για τα πολιτικά προαπαιτούμενα μιας στρατηγικής για τη έξοδο από την κρίση, προαπαιτούμενα που, κατά τη γνώμη μου, προσδιορίζουν το στίγμα μιας δημοκρατικής, ευρωπαϊκής και σοσιαλδημοκρατικής αριστεράς. Είμαι βέβαιος ότι οι συνομιλητές μου, έγκριτοι οικονομολόγοι, θα πουν περισσότερα για την οικονομική πολιτική.

Σκέψη πρώτη: δεν μπορούμε να συζητήσουμε για το μέλλον αν δεν δούμε πού βρισκόμαστε σήμερα, πώς φθάσαμε ως εδώ και αν δεν αξιολογήσουμε την ασκούμενη σήμερα πολιτική.

Η σημερινή κατάσταση έχει προσλάβει διαστάσεις εθνικής καταστροφής. Η οικονομία, η κοινωνία, ακόμη και η δημοκρατία μας βρίσκονται σε ερείπια. Η ανεργία, η μείωση των εισοδημάτων, η αύξηση της φτώχειας και των ανισοτήτων, η συρρίκνωση του κράτους προνοίας δεν έχουν προηγούμενο σε καιρό ειρήνης. Η δημόσια διοίκηση έχει διαλυθεί. Το ίδιο και οι μηχανισμοί και πολιτικές που θα μπορούσαν να συμβάλουν στην ανάπτυξη. Η αποδυνάμωση του κοινοβουλευτισμού όσον αφορά στην οικονομική και κοινωνική πολιτική, η κατάργηση θεμελιωδών δικαιωμάτων και κατακτήσεων των εργαζομένων, αλλά και αντιδημοκρατικές και αυταρχικές κυβερνητικές πρακτικές  έχουν διαβρώσει τον δημοκρατικό μας πολίτευμα.

Η καταστροφή αυτή δεν επήλθε από τσουνάμι ούτε από σεισμό, αλλά από πολιτικές που άσκησαν και ασκούν άνθρωποι και πολιτικές δυνάμεις. Και αυτό αφορά τόσο στο πώς φθάσαμε στην κρίση, όσο και στο πώς αυτή αντιμετωπίσθηκε.

Στην κρίση αυτή φθάσαμε μέσα από τη σωρευτική επίδραση της αυξανόμενης αστάθειας της παγκόσμιας καπιταλιστικής οικονομίας, των δομικών προβλημάτων της ευρωζώνης και της ΕΕ και των καταστροφικών πολιτικών των κυβερνήσεων της τελευταίας δεκαετίας, και ιδιαίτερα της ΝΔ. Και όλα αυτά βέβαια στο φόντο των μακροχρόνιων παθογενειών της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας. Η ελληνική ευθύνη είναι ασφαλώς σημαντική, αλλά καθόλου αποκλειστική, όπως προκύπτει από τις ανάλογες καταστάσεις σ’ ολόκληρο τον ευρωπαϊκό Νότο που δείχνουν σε πολύ ευρύτερες ευρωπαϊκές και διεθνείς ανισορροπίες. Εννοείται δε ότι, μολονότι στην Ελλάδα ευθύνονται πολλοί, δεν ευθύνονται όλοι ίσα, ούτε όλοι όσο εκείνοι που επί δεκαετίες διαχειρίστηκαν το δικομματικό πελατειακό κράτος και τον ελληνικό καπιταλισμό.

Η πολιτική των μνημονίων επιβλήθηκε με νεοαποικιακή νοοτροπία από την υπό τον έλεγχο των Γερμανών συντηρητικών τρόικα και υλοποιείται σήμερα από την συγκυβέρνηση ΝΔ-ΠΑΣΟΚ. Συνέβαλε κρίσιμα στη σημερινή καμένη γη και απέτυχε παταγωδώς και στους διακηρυγμένους στόχους της. Η φιλοσοφία της στηρίζεται στην τιμωρία και την ακραία λιτότητα, στην ανταγωνιστικότητα μέσω της μείωσης των αμοιβών και της κατάργησης εργατικών κατακτήσεων, καθώς και στη συρρίκνωση του κράτους σε όλες του τις εκφάνσεις. Αποτελεί ακραία έκφραση ενός οικονομικού νεοφιλελευθερισμού που έχει χρεωκοπήσει σε παγκόσμια κλίμακα και πίσω από τον οποίο οχυρώνονται στενά ταξικά και εθνικά συμφέροντα πρώτα και κύρια της Γερμανίας και τμήματος του παγκοσμιοποιημένου χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου.

Η πολιτική των μνημονίων δεν αποτελεί παρελθόν. Πρόκειται για την τρέχουσα ασκούμενη πολιτική και την πολιτική που, με την παρούσα κυβέρνηση και τους σημερινούς ευρωπαϊκούς προσανατολισμούς, θα συνεχίσει να ισχύει εν πολλοίς και στο μέλλον.

Κοιτώντας μπροστά, μπορούμε άραγε να αποφύγουμε να τοποθετηθούμε πάνω σ’ αυτά που συνέβησαν και συμβαίνουν; Μπορούμε να κοιτάζουμε αφ’ υψηλού την καταστροφή εκατομμυρίων ζωών, γυρνώντας έτσι απλά φύλλο και βαφτίζοντας με ευκολία την απόγνωση και την οργή «λαϊκισμό»; Φοβάμαι πως εκκλήσεις για να βάλουμε όλα αυτά κάτω από το χαλί στο όνομα μιας κοινής και απροσδιόριστης πορείας από εδώ και μπρος μόνο σύγχυση φέρουν.

Συναφές είναι και το ζήτημα της αντίθεσης «μνημόνιο-αντιμνημόνιο», που συχνά λέγεται ότι είναι ξεπερασμένη. Αν με «μνημόνιο» εννοούμε την ασκούμενη σήμερα οικονομική πολιτική, θα μου επιτρέψετε να διαφωνήσω. Η αντίθεση αυτή δεν καλύπτει βέβαια το σύνολο της πολιτικής μας ζωής. Η αναγκαία αντιφασιστική ενότητα, λόγου χάρη, δεν μπορεί να ακολουθεί τις διαχωριστικές γραμμές της οικονομικής πολιτικής. Ασφαλώς σύμμαχος της δημοκρατικής αριστεράς δεν είναι αυτόματα ο καθένας που δηλώνει αντιμνημονιακός. Ασφαλώς τέλος, η κάθε λέξη και γραμμή των μνημονίων δεν είναι αναγκαστικά λαθεμένη. Όμως κάθε πολιτική έχει και μια συνισταμένη, και απέναντι σ’ αυτήν τη συνισταμένη καλούμαστε να τοποθετηθούμε, καθώς πλην των άλλων, καθορίζει το παρόν και κινδυνεύει να καθορίσει και το ορατό μέλλον μας. Δεν είναι τυχαίο ότι ξεπερασμένο θεωρούν το σχετικό δίλημμα κατά κανόνα όσοι υποστήριξαν και υποστηρίζουν τα μνημόνια, όσοι υπερηφανεύονται που τα υπέγραψαν και όσοι αρκούνται στη διαπίστωση πως είναι τα μόνα σχέδια με στόχους και προθεσμίες για τη χώρα μας.

Σκέψη δεύτερη: περί Ευρώπης

Η Ευρώπη είναι για τη χώρα μας και τη δημοκρατική αριστερά μονόδρομος. Στις συνθήκες της παγκοσμιοποίησης τα εθνικά κράτη και ιδιαίτερα τα μικρά δεν έχουν το κρίσιμο μέγεθος που θα τους επέτρεπε να καθορίζουν μόνα την τύχη τους και να επηρεάζουν την κατεύθυνση της παγκόσμιας διακυβέρνησης. Το ευρωπαϊκό κοινωνικό μοντέλο, παρά τις ελλείψεις του, είναι το καλύτερο από τα υπάρχοντα. Ειδικά για τη χώρα μας η Ευρώπη αποτελεί και μείζονα γεωπολιτική εγγύηση. Δρόμος μέσω της εθνικής αναδίπλωσης δεν υπάρχει. Αντίθετα, η εθνική αναδίπλωση συμπλέει με αντιδραστικά ρεύματα, τον εθνικισμό και την ξενοφοβία.

Όμως η Ευρώπη σήμερα δεν προχωράει, δυσλειτουργεί. Οι πολιτικές δυνάμεις που κυριαρχούν ξηλώνουν συστηματικά το ευρωπαϊκό κοινωνικό μοντέλο και τα ήδη αδύναμα δημοκρατικά της χαρακτηριστικά και αδυνατούν να της δώσουν προοπτική. Απέναντι στην Ελλάδα και τις χώρες του Νότου η Ευρώπη λειτουργεί πλέον κατά τρόπο που πολλοί αντιλαμβάνονται ως νεοαποικιακό. Όλο και περισσότερο, οι πολίτες συνδέουν την Ευρώπη με την ανεργία, την ανασφάλεια, τη λιτότητα και την ξένη επιβολή, αντί για την ελευθερία, το κοινωνικό κράτος και την αλληλεγγύη. Έτσι τροφοδοτούνται βέβαια και ο εθνικισμός και ο εξτρεμισμός. Αν η γερμανική Ευρώπη της κας Μέρκελ δεν ανατραπεί προς προοδευτική κατεύθυνση και με «περισσότερη Ευρώπη», το όλο εγχείρημα βαίνει προς διάλυση, με μείζονες συνέπειες και για μας.

Στην Ευρώπη και την ευρωζώνη δεν είμαστε φιλοξενούμενοι, αλλά συνιδιοκτήτες. Κανείς, ούτε από τα ρετιρέ, δεν δικαιούται να μας αποβάλει. Αλλά και όσοι παίζουν με τη φωτιά προκαλώντας τους ισχυρότερους γείτονες, διακυβεύουν το πολυτιμότερο ίσως περιουσιακό μας στοιχείο. Σήμερα, το μεγαλύτερο εμπόδιο για τη διαμόρφωση μιας εναλλακτικής προοδευτικής λύσης στη χώρα μας, είναι πιστεύω η έλλειψη σταθερού ευρωπαϊκού προσανατολισμού και ευρωπαϊκής αξιοπιστίας της αξιωματικής αντιπολίτευσης.

Όμως ως συνιδιοκτήτες, από φροντίδα τόσο για το δικό μας διαμέρισμα όσο και για ολόκληρο το κτίριο και τους λοιπούς ενοίκους, πρέπει να συμμετέχουμε ενεργά και κατά το μέτρο των δυνάμεών μας στην πάλη για την αλλαγή της Ευρώπης. Η αντίληψη πως τα δικά μας προβλήματα μας φθάνουν, με την Ευρώπη ας ασχοληθούν άλλοι, παραβλέπει ότι τα προβλήματά μας είναι απολύτως ευρωπαϊκά. Και η πάλη για το δικό μας μέλλον είναι αλληλένδετη με την πάλη για μιαν άλλη Ευρώπη. Ένας ευρωπαϊσμός που ανάγεται στην αναζήτηση αξιοπιστίας έναντι των Γερμανών συντηρητικών είναι κοντόφθαλμος. Πρέπει να συμβάλλουμε και στον αναπροσανατολισμό της Ευρώπης, ενάντια σ’ αυτούς. Όλο και περισσότεροι συνειδητοποιούν πως η στροφή αυτή είναι αναγκαία και ότι η αλληλεγγύη και η συνοχή ανταποκρίνονται στο μακροπρόθεσμο συμφέρον ολόκληρης της Ευρώπης. Ήδη είναι πιθανό να σημειωθούν κάποια βήματα, ακόμα και στη Γερμανία. Όμως επιβάλλονται πολύ ταχύτεροι ρυθμοί και ριζικότερες αλλαγές. Και θα πρέπει να διδαχθούμε από τις επιτυχίες, αλλά και τις αποτυχίες της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας, ιδιαίτερα δε από τα αδιέξοδα του μπλαιρισμού.

Σκέψη τρίτη: Υπάρχει εναλλακτικός δρόμος, αλλά χρειάζεται και ο πολιτικός φορέας που θα τον υλοποιήσει.

Η ελευθερία κινήσεων μιας χώρας ουσιαστικά χρεωκοπημένης και εξαρτώμενης για την επιβίωσή της από μιαν Ευρώπη όπου εξακολουθεί να κυριαρχεί η γερμανική δεξιά είναι προφανώς περιορισμένη. Η εν πολλοίς παραγνώριση αυτών των περιορισμών από την αξιωματική αντιπολίτευση καθιστά μη πειστική την εναλλακτική λύση που προτείνει. Σημαίνει άραγε η διαπίστωση αυτή ότι η ακολουθούμενη πολιτική είναι μονόδρομος και ότι η σημερινή κόλαση αποτελεί τον καλύτερο των δυνατών κόσμων;

Η απάντηση δεν είναι εύκολη, καθώς αναπόφευκτα στηρίζεται σε υποθέσεις. Και όμως, κάποια πράγματα είναι, νομίζω, φανερά: αν μισοπιστεύεις στα μνημόνια και τη φιλοσοφία τους, αν αντιμετωπίζεις την Ευρώπη ως μια εξωτερική αμετακίνητη δύναμη, και το κυριότερο, αν εσύ έφερες τη χώρα ως εδώ, εσύ διαπραγματεύτηκες και υπέγραψες τα μνημόνια, εσύ δεν έκανες τόσα χρόνια απολύτως τίποτε όσον αφορά τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις, και μάλιστα εμμένεις και σήμερα σ’ αυτή τη γραμμή, σίγουρα δεν μπορείς να ηγηθείς με επιτυχία στην πάλη για να υπάρξει διέξοδος με το μικρότερο δυνατό κόστος για τη χώρα και τους εργαζόμενους.

Όχι λοιπόν. Δεν είμαστε στον καλύτερο των δυνατών κόσμων. Οι δυνάμεις και τα πρόσωπα που μέχρι τώρα χειρίζονται τα ζητήματα αυτά, φθαρμένες και δέσμιες συντηρητικών αντιλήψεων, ήσαν και παραμένουν κατ’ εξοχήν ακατάλληλες για να μεγιστοποιήσουν τη διαπραγματευτική δύναμη της χώρας. Και οι πραγματικές αλλαγές που χρειαζόμαστε θα συνεπάγονταν την ανατροπή ενός πολιτικού συστήματος που αυτές οι δυνάμεις εξέθρεψαν και συντηρούνται απ’ αυτό.

Ανάμεσα στον τυχοδιωκτισμό και τον δήθεν ρεαλισμό της ηττοπάθειας και της διάλυσης, υπάρχει τρίτος δρόμος. Ο δρόμος αυτός αντιμάχεται αποφασιστικά την ακινησία ή και την επιστροφή στο παρελθόν, καθώς και τις δυνάμεις που την επιδιώκουν και οι οποίες στεγάζονται σε πολλούς πολιτικούς και κοινωνικούς χώρους. Στη χώρα μας πρέπει να αλλάξουν πάρα πολλά. Το ζήτημα είναι προς τα πού και πώς.

Οι στόχοι και το όραμα είναι γνωστά, δεν χρειάζεται να ξαναανακαλύψουμε την Αμερική. Βρίσκονται δε στον αντίποδα της ακολουθούμενης σήμερα πολιτικής. Αναφέρομαι σε μια προσέγγιση όπου η εργασία και η ανάπτυξη βρίσκονται στο επίκεντρο της οικονομικής πολιτικής. Όπου μια αναγκαία και βιώσιμη δημοσιονομική πειθαρχία έχει ως όριο τις αντοχές της κοινωνίας και των εργαζομένων και δεν πνίγει την ανάπτυξη. Όπου ενδιαφέρουν οι διανεμητικές επιπτώσεις των ασκούμενων πολιτικών. Όπου η ανταγωνιστικότητα της χώρας μας δεν χτίζεται πάνω στην φθηνή εργατική δύναμη. Όπου η παιδεία, η υγεία, η έρευνα και οι δημόσιες επενδύσεις δεν αποτελούν είδη προς εκποίηση. Όπου ένα μεταρρυθμισμένο και χρηστά διοικούμενο, αλλά όχι συρρικνωμένο κράτος συμβάλλει ενεργά στην ανάπτυξη και παίζει τον κοινωνικό του ρόλο. Όπου τέλος η λέξη μεταρρύθμιση επανακτά το προοδευτικό της πρόσημο, δεν είναι συνώνυμη της ατζέντας του νεοφιλελευθερισμού, με θυσίες για τους φτωχότερους και κέρδη για τους πλουσιότερους.

Όρος για να μπούμε σε μια τέτοια τροχιά και να δρομολογηθεί ένα εθνικό πρόγραμμα ανασυγκρότησης είναι να σταματήσει τώρα ο κατήφορος με τα αλλεπάλληλα κύματα λιτότητας, να ανακτήσουμε άμεσα την εθνική μας κυριαρχία απέναντι στην προκλητική μικροδιαχείριση στην οποία επιδίδεται η τρόικα, και να αντιμετωπισθεί ριζικά το καταφανώς μη βιώσιμο χρέος. Η δημοκρατική αριστερά θα πρέπει να συμβάλει σε μια πανεθνική και ευρωπαϊκή πολιτική κινητοποίηση με αυτούς τους στόχους.

Η αναγκαία μεταρρυθμιστική προσπάθεια προϋποθέτει τη συναίνεση και τη συμμετοχή των πολιτών και της κοινωνίας, όχι τον πόλεμο εναντίον τους. Προϋποθέτει ακόμη την αξιοπιστία των κυβερνώντων. Οι πολίτες έχουν χάσει κάθε εμπιστοσύνη σε όσους εδώ ή στις Βρυξέλλες, ιδίως όποτε πλησιάζουν εκλογές, είναι όλο λόγια και εξαγγελίες για απασχόληση και ανάπτυξη, την ίδια ώρα που κυνικά εμμένουν στις πολιτικές που έχουν τα ακριβώς αντίθετα αποτελέσματα. Οι πολίτες είναι φυσικό να μην εμπιστεύονται πολιτικούς που κάθε τόσο λεονταρίζουν απέναντι στους δανειστές μας, για να καταλήξουν να υπογράφουν και να υπερασπίζονται τα μνημόνια της καταστροφής. Γνωρίζουν δε καλά ότι και η όποια αντίσταση των κυβερνώντων είναι πρώτιστα αποτέλεσμα της εκδηλωθείσης ή επαπειλούμενης αντίστασης της κοινωνίας, αντίστασης που η Αριστερά οφείλει να στηρίζει και να προσανατολίζει, όχι να φοβάται και να πολεμά.

Ο τρίτος δρόμος προϋποθέτει τέλος μιαν ηγετική ομάδα που θα διαθέτει και τεχνοκρατική αρτιότητα, κυρίως όμως τα πολιτικά εφόδια για να εκπροσωπεί τη χώρα μαχητικά και υπεύθυνα, απαλλαγμένη από τα βαρίδια του αμαρτωλού παρελθόντος. Η σημερινή συντηρητική παράταξη και οι κυβερνητικοί τους σύμμαχοι, αποκλείεται να παίξουν αυτό το ρόλο. Η διαμόρφωση ενός εναλλακτικού προοδευτικού κυβερνητικού σχήματος επείγει. Και η έλλειψη σήμερα των προϋποθέσεων για ένα τέτοιο σχήμα αποτελεί το μείζον πολιτικό πρόβλημα της χώρας.

Ο ρόλος μιας ισχυρής κεντροαριστεράς, κατά τη γνώμη μου, δεν είναι να τοποθετείται «στη μέση» έτσι γενικά και αόριστα, ελπίζοντας να επωφεληθεί από τον δημοσκοπικά ενδιάμεσο χώρο, ίσως για να βρίσκεται σε κάθε περίπτωση στην εξουσία. Ούτε προ παντός να συμπορεύεται με τη σαμαρική δεξιά, διατηρώντας τεχνητά στη ζωή μια δικομματική ελίτ που κατέστρεψε τη χώρα. Είναι ακριβώς να εργασθεί για τη διαμόρφωση των προϋποθέσεων ώστε η αναγκαία αριστερή εναλλακτική κυβέρνηση να αποτελέσει ρεαλιστική πρόταση. Και εννοείται ότι σε μια τέτοια διαδικασία δεν μπορεί παρά να έχει θέση και ο διάλογος με τον ΣΥΡΙΖΑ, διάλογος που θα εμπεριέχει και την πολεμική, αλλά δεν θα υποκαθίσταται από αναθέματα.

—-

Συνοψίζω. Η όποια εθνική προοδευτική στρατηγική για την έξοδο της χώρας από την κρίση, χρειάζεται τον πολιτικό φορέα που θα την υλοποιήσει. Τέτοιος δεν μπορεί να είναι ο σημερινός κυβερνητικός συνασπισμός. Ούτε όμως υπάρχει έτοιμη εναλλακτική λύση. Πιστεύω πως η δημοκρατική αριστερά πρέπει να εργαστεί με όλες της τις δυνάμεις για να υπάρξει επειγόντως μια τέτοια λύση με ακρογωνιαίο λίθο τον σταθερό ευρωπαϊκό προσανατολισμό.

Στο μεταξύ, η δημοκρατική αριστερά θα πρέπει να παραμείνει εγγύηση απέναντι σε κάθε εκτροχιασμό. Θα πρέπει να είναι έτοιμη να αναλάβει ευθύνες και από κυβερνητική θέση, εφόσον οι συγκλίσεις και οι συσχετισμοί επιτρέπουν ουσιαστικούς προωθητικούς συμβιβασμούς. Υπεύθυνη και κυβερνώσα αριστερά δεν σημαίνει ωστόσο, κατά τη γνώμη μου, πάση θυσία συμμετοχή στην κυβέρνηση, ακόμη και όταν η συμμετοχή αυτή απλά νομιμοποιεί τις αντιλαϊκές ή και ανεύθυνες επιλογές άλλων.

Via : www.ananeotiki.gr