«Μία ακόμη ψηφίδα για την αποκάλυψη της αλήθειας» λέει η πρώην περιφερειάρχης.
Απαλλαγή της πρώην περιφερειάρχη Αττικής αποφάσισε το Πειθαρχικό Συμβούλιο Αιρετών για τη Ρένα Δούρου σχετικά με την τραγωδία στο Μάτι, καθώς τάχθηκε υπέρ της πλήρους και οριστικής αθώωσής της για τυχόν πειθαρχικές ευθύνες και έκρινε πως δεν απαιτείται η επιβολή κυρώσεων, ενώ δεν υφίσταται παράβαση καθήκοντος καθώς έδρασε στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων της βάσει νόμου.
Όπως αναφέρεται, η απόφαση αυτή έχει ιδιαίτερη σημασία γιατί το Πειθαρχικό Συμβούλιο, που αποτελείται, κατά πλειοψηφία, από ανώτατους και ανώτερους δικαστές, εξέτασε μία προς μία όλες τις παραλείψεις που συνιστούν το κατηγορητήριο της ποινικής δίκης και έκρινε ότι παραλείψεις δεν υφίστανται.
Σημειώνεται ότι, η απόφαση ελήφθη με 4 ψήφους υπέρ από τους ανώτατους δικαστές και μία ψήφο κατά από μη δικαστικό μέλος.
«Η ουσιαστική κρίση του Πειθαρχικού Συμβουλίου περιλαμβάνεται στην αθωωτική γνωμοδότησή του 4/2023, με την οποία αποφασίστηκε κατά πλειοψηφία (με μεμονωμένη μειοψηφία μη δικαστικού μέλους, που απλώς αναπαρήγαγε το κατηγορητήριο) ότι δεν στοιχειοθετείται το πειθαρχικό αδίκημα της βαριάς παράλειψης καθήκοντος. Με βάση αυτή την γνωμοδότηση, ο Γραμματέας Αποκεντρωμένης Διοίκησης Αττικής αποφάσισε την μη επιβολή πειθαρχικής ποινής στην κ. Δούρου» αναφέρει ο συνήγορος της πρώην περιφερειάρχη, Βασίλης Σωτηρόπουλος.
Και προσθέτει: «Τυπικά, το ποινικό δικαστήριο δεν δεσμεύεται από την κρίση του πειθαρχικού οργάνου που έκρινε την ίδια ακριβώς πράξη και αθώωσε το ελεγχόμενο πρόσωπο. Υπάρχουν, πάντως, μερικά απώτατα όρια που έχει προσδιορίσει το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρώπινων Δικαιωμάτων μέχρι τα οποία επιτρέπεται η απόκλιση της ποινικής δικαιοσύνης από την πειθαρχική διαδικασία».
Δούρου: «Μία ακόμη ψηφίδα για την αποκάλυψη της αλήθειας»
Για σημαντικό βήμα για την απόδοση Δικαιοσύνης, όπως ζητούν τα θύματα και οι συγγενείς τους κάνει λόγο η Ρένα Δούρου με αφορμή την απόφαση, αναφέροντας πως από την πρώτη στιγμή της τραγωδίας βρέθηκε αντιμέτωπη με τη δολοφονία χαρακτήρα, αλλά τώρα υπάρχει – λέει – «μία πρώτη, χειροπιαστή απάντηση προς όλους εκείνους που, για να αποκομίσουν πολιτικά οφέλη, δεν δίστασαν να μου προσάψουν αισχρές όσο και νομικά αβάσιμές, όπως αποδεικνύεται, κατηγορίες».
Η δήλωση της πρώην περιφερειάρχη:
Η Δικαιοσύνη, εξαιτίας της τραγικότητας της καταστροφής, παρέπεμψε ποινικά όλους τους εμπλεκόμενους φορείς, από τους εκπροσώπους του Πυροσβεστικού Σώματος μέχρι και όλους εκείνους που εκπροσωπούν φορείς που δρουν υποβοηθητικά στο έργο της Πυροσβεστικής.
Από δε την πρώτη στιγμή της τραγωδίας, βρέθηκα αντιμέτωπη με τη δολοφονία χαρακτήρα και την προσπάθεια σε βάρος μου επηρεασμού της κοινής γνώμης, από τους πολιτικούς αντιπάλους μου, με στόχο την παραπομπή μου. Όλα αυτά τα χρόνια του διασυρμού και της κατασυκοφάντησης μου, σεβόμενη το ότι η δικαστική διαδικασία είναι σε εξέλιξη, απέφυγα να υπερασπιστώ τον εαυτό μου και δεν απάντησα στις συκοφαντίες.
Με την απόφαση του Πειθαρχικού Συμβουλίου Αιρετών και του Γραμματέα Αποκεντρωμένης Διοίκησης γίνεται ένα σημαντικό βήμα για την απόδοση Δικαιοσύνης, όπως ζητούν τα θύματα και οι συγγενείς τους.
Είναι επίσης και μία πρώτη, χειροπιαστή απάντηση προς όλους εκείνους που, για να αποκομίσουν πολιτικά οφέλη, δεν δίστασαν να μου προσάψουν αισχρές όσο και νομικά αβάσιμές, όπως αποδεικνύεται, κατηγορίες.
Δεν έχω προβεί σε κάποια ενέργεια ούτε έχω παραλείψει κάτι, για το οποίο να φοβάμαι την κρίση της Δικαιοσύνης.
Με υπομονή και σεβασμό περιμένω την οριστική και αμετάκλητη κρίση των φυσικών δικαστών, ύστερα μάλιστα και από την άρση της βουλευτικής μου ασυλίας που η ίδια ζήτησα και μου χορήγησε ομόφωνα η Βουλή, με κατεπείγουσα διαδικασία ύστερα από αίτημά μου, προκειμένου να μην υπάρξει καμία καθυστέρηση, καμία παραγραφή.
Την ίδια στιγμή, σε αντίθεση με τους συκοφάντες μου όταν κάποιοι από αυτούς βρίσκονται οι ίδιοι στη θέση των ποινικά ελεγκτέων, ουδέποτε δυσανασχέτησα για την δικαστική διαδικασία. Ουδέποτε διαμαρτυρήθηκα, ούτε δήλωσα ότι περνάω ένα Γολγοθά ή ότι αντιμετωπίζω πολιτική δίωξη.
Είτε είμαστε αιρετοί, είτε είμαστε πολίτες, όταν ελεγχόμαστε από τους θεσμούς πρέπει να κρινόμαστε με τα ίδια κριτήρια, όπως επιβάλλει η ισότητα, η δίκαιη μεταχείριση. Θεωρώ ότι αυτή η απόφαση διαπνέεται από αυτή την αρχή.