του Αντώνη Λιάκου
Εκείνο το οποίο θυμάμαι ότι βίωσα την 21η Απριλίου 1967 είναι ο θυμός για ένα χαμένο ραντεβού. Πολιορκούσα από καιρό ένα κορίτσι και ακριβώς την 21η Απριλίου είχαμε κανονίσει να φύγουμε για ένα τριήμερο στη Χαλκιδική. Ονειρεμένη μέρα, δηλαδή. Η απαγόρευση των μετακινήσεων ματαίωσε το σχέδιο, έκτοτε δεν την ξαναείδα. Διαβάζοντας αυτό, θα μιλούσε κανείς για τυπική αντίδραση απολίτικου νέου. Λάθος. Δεν είχα κλείσει ακόμη τα είκοσι τότε, ήμουν φοιτητής στη Φιλοσοφική Θεσσαλονίκης, και εκείνη την ημέρα, εκτός από το μεσημεριάτικο ραντεβού με το κορίτσι, είχαμε προγραμματίσει αποχή από τα μαθήματα για κάποια αιτήματα, μάλλον ενδοπανεπιστημιακά, που ούτε τα θυμάμαι τώρα. Οι προκηρύξεις ήταν έτοιμες στο κοντινό τυπογραφείο της Πρίγκηπος Νικολάου και η απεργιακή επιτροπή είχε κάνει καλή δουλειά. Την προηγούμενη το βράδυ, ως συνήθως περάσαμε από του Γκιγκιλίνη στη Διαγώνιο για τη βραδινή σούπα και για ενημέρωση στα πολιτικά τεκταινόμενα. Γύρω στη Διαγώνιο ήταν τα γραφεία όλων των πολιτικών νεολαιών και οι εφημερίδες. Τα βραδάκια, επομένως, το εστιατόριο αυτό, που ήταν και καφενείο μαζί, μετατρεπόταν σε ένα είδος πολιτικής αγοράς. Οι καβγάδες βέβαια ανάμεσα στις πολιτικές νεολαίες δεν έλειπαν, αλλά το βράδυ κάπως καταλάγιαζαν. Η συνέχεια από του Γκιγκιλίνη ήταν στο Ντορέ, απέναντι από τον Λευκό Πύργο. Σχηματιζόταν εκεί μια μεγάλη παρέα από όλες σχεδόν τις πολιτικές τάσεις, η οποία συζητούσε έως τα βαθιά μεσάνυχτα τα πολιτικά, ίσως όχι τόσο τα άμεσα, αυτά είχαν εξαντληθεί τις προηγούμενες ώρες, όσο τα μεγάλα, υποτίθεται, ζητήματα. Εκείνο το βράδυ της 20ής προς την 21η Απριλίου, το θέμα ήταν το πότε θα έληγε η δικτατορία του προλεταριάτου για να ξεκινήσει μια αυθεντική σοσιαλιστική δημοκρατία στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης. Η δεκαετία του ’60 είχε θέσει καινούρια ζητήματα στις χώρες αυτές, και οι δίκες των Ντάνιελ και Σινιάσφσκι είχαν επηρεάσει και την ελληνική αριστερά και είχαν βρει απήχηση στις εφημερίδες και στα περιοδικά της για πρώτη φορά. Γεννιόταν μια αίσθηση δημοκρατίας στις χώρες αυτές, πράγμα που καλούσε την ευρύτερη αριστερά να επανατοποθετηθεί σε μείζονα ζητήματα του πώς θα ήταν η υποσχεμένη πολιτεία. Είχε αρχίσει η προετοιμασία της Άνοιξης της Πράγας, που σε ένα χρόνο θα τερματιζόταν βίαια. Το ειρωνικό βέβαια ήταν ότι η συζήτηση έμεινε ατέλειωτη, καθώς άρχιζε μια άλλη δικτατορία. Φύγαμε την ώρα που τα πρώτα τανκς εμφανίστηκαν μπροστά στον Λευκό Πύργο και ο ιδιοκτήτης του μαγαζιού μας είπε ότι κλείνει γιατί κηρύχτηκε δικτατορία.
Πού πας αυτές τις ώρες; Φοβόμασταν να πάμε στα σπίτια μας. Δεν ξέραμε την έκταση των συλλήψεων και αν μας είχαν αναζητήσει, αν μας είχαν στον κατάλογο των συλλήψεων. Πού να καταφύγεις όμως μες στη νύχτα και με απαγόρευση κυκλοφορίας;
Κι όμως ανηφορίζοντας από στενό σε στενό προς τον δαίδαλο των δρόμων πάνω από την Εγνατία, το μόνο που με απασχολούσε ήταν ότι ματαιώνεται το ραντεβού και χάνω το κορίτσι. Οι ψυχαναλυτές θα μιλούσαν για τυπική μεταφορά. Μας απασχολεί το έλασσον επειδή δεν μπορούμε να αντιμετωπίσουμε το μείζον. Ίσως. Αλλά γιατί δε θα μπορούσε αυτό να είναι μια πολιτική αντίδραση; Γιατί δεν είναι πολιτικό ζήτημα η ματαίωση μιας προσωπικής επιλογής; Το ξανασκέφτηκα όταν πολύ αργότερα έτυχε να διαβάσω ένα άρθρο για τους λιποτάκτες του γερμανικού στρατού τον καιρό του πολέμου, όχι εξαιτίας της αντίθεσής τους με τον ναζισμό αλλά για ερωτικούς λόγους. Το γιατί αυτή η λιποταξία δε θα μπορούσε να θεωρηθεί πολιτική ήταν το αντικείμενο του άρθρου.
Ας επιστρέψουμε όμως σε εκείνο το ξημέρωμα της 21ης Απριλίου. Καθώς χανόταν η νύχτα, χανόμασταν κι εμείς σε σπίτια φίλων που δεν ήταν «χαρακτηρισμένοι», ακούγοντας τα ανακοινωθέντα από τα τρανζιστοράκια και προσπαθώντας να ανακτήσουμε συνδέσεις μεταξύ μας. Ένα δίκτυο σχέσεων που λειτουργούσε ώς πριν από λίγες ώρες φυσικά και αβίαστα το ξαναστήναμε τώρα διαφορετικά. Με τη διαμεσολάβηση ανθρώπων, με άλλα ονόματα σε διαφορετικούς χώρους. Η πόλη που διασχίζαμε ανέμελα έπαψε να είναι η ίδια από τη μια μέρα στην άλλη. Η Διαγώνιος, η πλατεία Αγίας Σοφίας, η Αριστοτέλους, ο Λευκός Πύργος έγιναν απαγορευμένες περιοχές. Επικίνδυνο το πέρασμα της Εγνατίας, της Τσιμισκή, περιπετειώδης η μετάβαση από το κέντρο στις ανατολικές συνοικίες.
Εκείνο που διαπίστωνε κανείς σιγά σιγά ήταν ότι άρχισε να μας απορροφά μια νέα πραγματικότητα και μια νέα ψυχολογία. Η δικτατορία είχε θέσει τους κανόνες του παιχνιδιού, από τους πιο μικρούς, που αφορούσαν την κυκλοφορία στους δρόμους, μέχρι τους πιο σοβαρούς, που αφορούσαν τα πολιτικά ζητήματα, τη δημοκρατία στην Ελλάδα και το μέλλον αυτής της χώρας. Εμείς δεν είχαμε άλλη επιλογή παρά να προσαρμοστούμε. Και η Αντίσταση ακόμη μια μορφή προσαρμογής στα νέα δεδομένα ήταν. Αποκτούσαμε έναν ρόλο. Γράφαμε προκηρύξεις και με πρωτόγονα μέσα τις τυπώναμε και τις μοιράζαμε στα ταχυδρομικά κουτιά των πολυκατοικιών. Πόσες; Λιγότερες από 100 κάθε φορά, δηλαδή σταγόνα στον ωκεανό, αλλά ήταν ένα σημάδι ότι υπάρχουμε. Σημάδι για μας προφανώς. Ότι υπάρχουμε όμως μέσα σε ένα πλαίσιο που αυτοί δημιούργησαν. Η Αντίσταση ήταν μια νέα υποκειμενικότητα, αλλά μια υποκειμενικότητα που δημιουργήθηκε και λειτουργούσε μέσα στα πλαίσια εκείνης που παρήγαγε η χούντα. Άλλωστε το λέει η λέξη. Ήταν «αντί», δηλαδή αντιθετικό, άρα ετεροπροσδιοριζόμενο. Γι’ αυτό ίσως ο θυμός για το κορίτσι που έχασα εκείνη την ημέρα ήταν ό,τι πραγματικά ξέφευγε από εκείνη τη νέα αντικειμενική και υποκειμενική κατάσταση που δημιούργησε και μας έβαλε μέσα η δικτατορία. Ήταν η ανάμνηση της στιγμής του «θα μπορούσε να είναι αλλιώς».
Πρώτη δημοσίευση: Αρχειοτάξιο 8 (Μάιος 2006)
Via : www.chronosmag.eu