Tον 18ο αιώνα στις κοινωνίες της Αγγλίας και της Γαλλίας η βεντάλια είχε μια άλλη χρήση από την τρέχουσα, το να προσφέρει δηλαδή λίγη δροσιά στον ιδιοκτήτη της: ήταν όργανο μιας μυστικής νοηματικής γλώσσας. Ανάμεσα στο 1711 και το 1740, εποχή με πολλούς περιορισμούς και αυστηρούς κανόνες σωστής συμπεριφοράς, η βεντάλια χρησιμοποιήθηκε ευρέως σαν μέσο επικοινωνίας και φλερτ μεταξύ αγνώστων.
Εύη Νικολοπούλου
Ο συνδυασμός θέσης και πίεσης πάνω στο σώμα με την πόζα της βεντάλιας δημιουργούσε δεκάδες λέξεις και φράσεις. Αν για παράδειγμα μια κυρία κρατούσε κλειστή την βεντάλια πάνω στην καρδιά της, σήματοδοτούσε στον εκλεκτό της «έχεις κερδίσει την καρδιά μου». Αν την άνοιγε διάπλατα, σήμαινε «περίμενέ με». Τα πράγματα ήταν σκούρα για τον επίδοξο εραστή, αν η κυρία ανέμιζε αργά μπροστά από το πρόσωπο της την βεντάλια, γιατί σήμαινε «είμαι παντρεμένη». Ήταν τόσο δημοφιλές το σπορ του φλερτ με βεντάλιες, που είχαν κυκλοφορήσει ακόμα και βιβλία και περιοδικά εκμάθησης της σωστής χρήσης της.Το φλερτ λοιπόν ήταν μια δεξιότητα στην οποία έπρεπε να εξασκηθείς, μια εκλεπτυσμένη δραστηριότητα, μια μυσταγωγία. Μια χαμένη μορφή τέχνης.
Τι θεωρείται όμως σήμερα φλερτ; Με αφορμή το περιστατικό της ποινικοποίησης προ ημερών της σεξουαλικής παρενόχλησης στους δρόμους και στα μέσα μαζικής μεταφοράς στη Γαλλία, ύστερα από τη δημοσίευση ενός βίντεο που απεικόνιζε μια κοπέλα να αντιδράει στην παρενόχληση ενός άγνωστου άντρα, διαπιστώνω ότι μια συζήτηση αναζωπυρώνεται κατά καιρούς στα social media, όταν έρθουν στην επικαιρότητα περιστατικά και ειδήσεις περί παρενόχλησης. Από την πλευρά των αντρών διατυπώνονται ενστάσεις ότι η απαγόρευση αυτή θα σημάνει την «ποινικοποίηση του φλερτ». Είναι όμως αλήθεια αυτό; Ρισκάρουν πράγματι το πρόστιμο οι άντρες που φλερτάρουν; Ποιά το όρια ανάμεσα στο φλερτ και την παραβατική συμπεριφορά της σεξουαλικής παρενόχλησης;
Σύμφωνα με την ελληνική νομοθεσία και τον νόμο 3769/2009 σεξουαλική παρενόχληση ορίζεται όταν «εκδηλώνεται οποιαδήποτε μορφή ανεπιθύμητης λεκτικής, μη λεκτικής ή σωματικής συμπεριφοράς σεξουαλικού χαρακτήρα, με σκοπό ή αποτέλεσμα την προσβολή της αξιοπρέπειας ενός προσώπου, ιδίως με τη δημιουργία εκφοβιστικού, εχθρικού, εξευτελιστικού, ταπεινωτικού ή επιθετικού περιβάλλοντος». «Το αδίκημα της σεξουαλικής παρενόχλησης διώκεται κατ’ έγκληση και τιμωρείται με φυλάκιση από έξι (6) μήνες έως τρία (3) χρόνια.»
Το φλερτ –σύμφωνα με τη Wikipedia- «είναι κοινωνική και σεξουαλική συμπεριφορά που συμπεριλαμβάνει προφορική ή γραπτή επικοινωνία καθώς επίσης και τη χρήση της γλώσσας του σώματος, από ένα πρόσωπο σε ένα άλλο, είτε για να δείξει ενδιαφέρον για βαθύτερη σχέση με ένα άλλο άτομο, είτε γίνεται παιχνιδιάρικα για διασκέδαση». …. «λαμβάνει χώρα ανάμεσα σε 2 άτομα, γνωστούς, φίλους, συναδέλφους ή άγνωστους που επιθυμούν αμοιβαία να γνωριστούν καλύτερα. Στις περισσότερες κουλτούρες αποδοκιμάζεται γενικά κανείς να προχωράει την σεξουαλική του εφόρμηση δημόσια».
Το να φλερτάρει κανείς, είναι αδιαμφισβήτητα φυσιολογικό και αναγκαίο. Αν δεν υπήρχε αυτή η γοητευτική ιεροτελεστία που οδηγεί στο ζευγάρωμα, το ανθρώπινο είδος πιθανόν να είχε εκλείψει. Φυσιολογικό επίσης είναι και το φαγητό, ωστόσο ακόμα και εκεί, που είναι μια περισσότερο ιδιωτική διαδικασία, δεν πέφτουμε με τα μούτρα μέσα στο πιάτο, υπάρχουν κανόνες.
Ποίοι είναι οι κανόνες και τα όρια του φλερτ τον 21ο αιώνα; Το όριο ανάμεσα στο φλερτ και την παρενόχληση είναι το «αμοιβαία». Λέει η κοινωνική ανθρωπολόγος Κέιτ Φόξ : «Το πρόσωπο που φλερτάρει θα στείλει σήματα σεξουαλικής διαθεσιμότητας στο άλλο, και περιμένει να δει ανταπόκριση ως προυπόθεση της συνέχισης του φλερτ». Δηλαδή το φλερτ για να υφίσταται ως τέτοιο και για να προχωρήσει, πρέπει να πάρει συγκατάθεση.
Το «δημόσια» είναι επίσης μια προυπόθεση που αξίζει να επισημανθεί. Το να εκφράζει κανείς το ενδιαφέρον του και να φλερτάρει, είναι φυσιολογικό και αποδεκτό, αρκεί να υπάρχει αμοιβαιότητα, συναίνεση και να γίνεται ιδιωτικά. Όταν λέμε ιδιωτικά δεν εννούμε φυσικά πίσω από κλειστές πόρτες, αλλά ιδιωτική εκδήλωση του ενδιαφέροντος. Τα καφενειακού τύπου σχόλια, τα σφυρίγματα, και οι λεκτικές χυδαιότητες που διατυπώνονται φωναχτά και σε δημόσιο χώρο, δεν είναι ούτε αποδεκτά, αλλά μην ξεγελιέστε: ούτε και φλερτ.
Υπάρχει και συγκεκριμένος όρος στην αγγλική για αυτού του τύπου την αγοραία συμπεριφορά: «catcalling» και αναφέρεται συγκεκριμένα στην παρενόχληση που λαμβανει χώρα στο δρόμο.Το “catcalling” είναι ναρκισσιστικός θόρυβος. Είναι η λεκτική εξωτερίκευση, η κοινοποίηση της αισθητηριακής ικανοποίησης που δηλώνει πως νιώθει ένας άντρας βλέποντας μια κοπέλα να περνάει. Η φωναχτή εξωτερίκευση που, βρίσκοντας σιωπηρό σύμμαχο σε κοινωνικές συνθήκες και σε θεσμούς όπως τα μμε – που παρουσιάζουν τη γυναίκα ως τρόπαιο, ως αντικείμενο σεξουαλικής ικανοποίησης ή ως διακοσμητική γλάστρα – έχει αναχθεί σε άγραφο δικαίωμα.
Το catcalling, το να βάζεις ακούσια κάποια στο επίκεντρο της προσοχής άγνωστων ατόμων, είναι η χρήση ενός θεωρούμενου προνομίου, το πεδίο έκφρασης της δύναμης, της εξουσίας, της υπεροχής του ενός φύλου απέναντι στο άλλο όταν γίνεται δίχως καμμία απολύτως συνέπεια ή λογοδοσία. Και όταν αυτό δεν θεωρείται κοινωνικά επιλήψιμο. Η κοινωνική αποδοχή συνιστά νομιμοποίηση και ενίσχυση παρόμοιων σεξιστικών και επιθετικών συμπεριφορών.
Το θέμα δεν είναι απλώς κοινωνιολογικού ενδιαφέροντος, αλλά ζωτικό για την καθημερινότητα των γυναικών. Η σεξουαλική παρενόχληση και η σεξιστική συμπεριφορά, όχι μόνο συνιστούν ψυχολογική βία, αλλά συνήθως αποτελούν σήματα κινδύνου για το γυναικείο πληθυσμό, για την πιθανή περαιτέρω κλιμάκωση της βίας.
“Το ήμισυ όλων των γυναικών στην ΕΕ (53 %) αποφεύγουν ορισμένες καταστάσεις ή κάποια μέρη, τουλάχιστον μερικές φορές, από φόβο μήπως υποστούν σωματική ή σεξουαλική κακοποίηση. Από την άλλη πλευρά, οι υφιστάμενες έρευνες σχετικά με την εγκληματική θυματοποίηση και τον φόβο του εγκλήματος καταδεικνύουν ότι πολύ λιγότεροι άνδρες περιορίζουν τις κινήσεις τους.”
Σύμφωνα με τις έρευνες, δεν καταγγέλεται η συντριπτική πλειοψηφία των περιστατικών, είτε από φόβο είτε από την επίγνωση της ατιμωρησίας στην ελληνικη κοινωνία είτε από την αίσθηση της ματαιότητας του να εμπλακείς σε έναν νομικό λαβύρινθο χωρίς τέλος και με πολυεπίπεδο κόστος. Το να περπατάμε στο δρόμο μόνες μας και να είμαστε διαρκώς σε επιφυλακή, μη γνωρίζοντας τις προθέσεις αυτού που νομίζει ότι «φλερτάρει» και μέχρι ποιό σημείο εξευτελισμού ή βίας μπορεί να φτάσει, είναι μια συνήθης βιωματική εμπειρία ανάμεσα σε γυναίκες Όπως ακριβώς σημειώνεται και στην παρακάτω πανευρωπαική έρευνα:
*“Τα στοιχεία που προέκυψαν από την πανευρωπαϊκή έρευνα του Οργανισμού Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (FRA) για τη βία κατά των γυναικών καταδεικνύουν ότι η πλειοψηφία των γυναικών που είναι θύματα βίας δεν αναφέρουν τις εμπειρίες τους ούτε στην αστυνομία ούτε σε οργανώσεις υποστήριξης θυμάτων”
Βία κατά των γυναικών: Πανευρωπαϊκή έρευνα,European Union Agency for Fundamental Rights
Το δια ταύτα: Το να εκτρέπεται σε άλλα μονοπάτια ο δημόσιος διάλογος σε τέτοια ζωτικά θέματα, δεν είναι απλά τρολάρισμα, αλλά επειδή ακριβώς μια τέτοια ρητορική περί «ποινικοποίησης του φλερτ» στην ουσία παραγνωρίζει δικαιώματα, αγνοεί επιλεκτικά το νόμο και αντιμετωπίζει με ελαφρότητα το θέμα της σεξιστικής βίας,των διακρίσεων και της παρενόχλησης, συνιστά αθλιότητα. Διότι όταν συγχέονται οι έννοιες και θολώνται τα όρια, αυτό ισοδυναμεί με διάχυση της νομιμοποιητικής νοοτροπίας. Όταν βαφτίζεται η σεξουαλική παρενόχληση φλερτ, εύκολα η κατάσταση μπορεί να κλιμακωθεί σε σωματική βία αν το θύμα αποφασίσει να αμυνθεί και ο έμπλεος αγανάκτησης θύτης νιώθει ότι απλά φλέρταρε-,-όπως είδαμε ξεκάθαρα και στο περιστατικό της Γαλλίας. Πέραν τούτου, είναι στοιχειώδες να υπάρχει και να εφαρμόζεται όχι μόνο το νομικό πλαισιο προστασίας, αλλά να στραφεί επιτέλους η ατζέντα της δημόσιας συζήτησης ως προς το περιεχόμενο, τη χρήση και την αναγκαιότητα της κοινωνικής σήμανσης που ρυθμίζει τις σχέσεις μεταξύ των φύλων, με κοινό παρονομαστή τον σεβασμό.
Η Εύη Νικολοπούλου είναι ψυχολόγος.
Via : www.thepressproject.gr