Aπό τον Θανάση Γιαλκέτση
Ζούμε στη σκιά μιας διεθνούς οικονομικής κρίσης που καταστρέφει ανεπανόρθωτα τις ζωές εκατομμυρίων ανθρώπων. Τι προτείνουν σήμερα οι πολιτικές ηγεσίες στην Ευρώπη και στον κόσμο και τι εισηγείται η συμβατική οικονομική σοφία για την αντιμετώπιση αυτής της κρίσης;
Μας λένε ότι πρέπει να σφίξουμε κι άλλο το ζωνάρι, να περικόψουμε τις δημόσιες δαπάνες, να μειώσουμε τα ελλείμματα και τα χρέη, να περιορίσουμε τα έξοδά μας, να υιοθετήσουμε μια θεραπεία αυστηρής και μονόπλευρης λιτότητας που συρρικνώνει τα εισοδήματα των πολλών και ιδιαίτερα των πιο φτωχών.
Αυτές οι παραινέσεις και οι ασκούμενες πολιτικές αγνοούν ωστόσο τα ίδια τα διδάγματα της ιστορίας. Η μεγάλη ύφεση της δεκαετίας του 1930 τερματίστηκε χάρη σε ένα μεγάλο κύμα κρατικών δαπανών και κάτι τέτοιο έχουμε απεγνωσμένα ανάγκη και σήμερα.
Αυτό υποστηρίζει μεταξύ άλλων ο Αμερικανός νομπελίστας οικονομολόγος Πολ Κρούγκμαν στο τελευταίο βιβλίο του με τίτλο «Τέλος στην ύφεση τώρα!» (εκδόσεις «Πόλις», 2012). Για να βγει η οικονομία από την ύφεση, σημειώνει ο Κρούγκμαν, χρειαζόμαστε περισσότερες κρατικές δαπάνες και όχι λιγότερες.
Σύμφωνα με τον Αμερικανό οικονομολόγο, σήμερα διαθέτουμε και τις γνώσεις και τα εργαλεία για να δώσουμε ένα τέλος στην κρίση, αλλά ένας συνδυασμός ιδιοτέλειας των πλουσίων και στρεβλής ιδεολογίας των «ειδικών» εμποδίζει τη λύση του προβλήματος και διαιωνίζει τα βάσανα των ανθρώπων.
Ο Κρούγκμαν μίλησε για το βιβλίο του σε μια συνέντευξη που παραχώρησε στην ιταλική εφημερίδα «Λα Ρεπούμπλικα»: «Την κρίση που περνάμε την αποκαλώ μικρότερη ύφεση, για να την διακρίνω από τη μεγάλη ύφεση της δεκαετίας του 1930. Η διαφορά είναι λιγότερο ουσιαστική απ’ όσο νομίζουμε. Και τότε υπήρξε μια πρώτη ύφεση, έπειτα μια ανεπαρκής ανάκαμψη και μετά μια νέα πτώση.
Τα πραγματικά ποσοστά της ανεργίας από την οποία υποφέρουμε δεν είναι τόσο κατώτερα από εκείνα που υπήρχαν τότε. Και αν δούμε τον αριθμό των μακροχρόνια ανέργων, που εδώ στην Αμερική παραμένουν πάνω από 4 εκατομμύρια, βρισκόμαστε ακριβώς στα επίπεδα της δεκαετίας του 1930.
Το κακό πρέπει να καταπολεμηθεί, σήμερα όπως και τότε, με μια αποφασιστική κρατική παρέμβαση. Χρειάζεται οι κυβερνήσεις μας να ξοδέψουν περισσότερα και όχι λιγότερα, επειδή, όταν η ιδιωτική ζήτηση είναι ανεπαρκής, αυτή είναι η μοναδική λύση.
Χρειάζεται να προσληφθούν εκπαιδευτικοί, να κατασκευαστούν ή να επισκευαστούν υποδομές, να ξοδέψουμε όπως ξοδέψαμε κατά τη διάρκεια του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου, αυτή τη φορά επιλέγοντας όχι στρατιωτικές αλλά κοινωνικά ωφέλιμες δαπάνες».
Το επίρρημα «τώρα!», που ο Κρούγκμαν έχει βάλει στον τίτλο του βιβλίου του, το εξηγεί χωρίς δισταγμούς: αν η Δύση εφάρμοζε τη σωστή συνταγή, θα μπορούσαμε να βγούμε από αυτήν την κρίση μέσα σε 18 μήνες!
Ωστόσο, η πρότασή του δεν εισακούεται και φαίνεται σήμερα ανέφικτη, καθώς όλοι εμφανίζονται τρομοκρατημένοι από τα επίπεδα στα οποία έχει φτάσει το δημόσιο χρέος. Δεν πρόκειται μόνο για ευρωπαϊκό πρόβλημα. Και στις Ηνωμένες Πολιτείες 15,3 τρισεκατομμύρια δολάρια χρέους φαίνεται να αποτελούν ένα ανυπέρβλητο εμπόδιο στην κεϊνσιανή θεραπεία που εισηγείται ο Κρούγκμαν.
«Λάθος –απαντάει σε αυτήν την αντίρρηση ο Αμερικανός οικονομολόγος-, λάθος κυρίως από ιστορική άποψη. Στο παρελθόν οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν ένα χρέος ακόμα μεγαλύτερο, στη διάρκεια για παράδειγμα του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου.
Η Μεγάλη Βρετανία είχε πολύ μεγάλο χρέος για έναν σχεδόν αιώνα. Η Ιαπωνία έχει μέχρι τώρα ένα κρατικό χρέος πολύ μεγαλύτερο ποσοστιαία από το ΑΕΠ της κι ωστόσο πληρώνει επιτόκια 0,9% για τα κρατικά της ομόλογα.
Δεν υπάρχουν επομένως κατώφλια βιωσιμότητας του χρέους όπως εκείνα που μας προπαγανδίζουν. Εξάλλου, έχει καταδειχθεί, και το βλέπουμε να συμβαίνει μπροστά στα μάτια μας, ότι σε καιρούς κάμψης της οικονομίας οι πολιτικές λιτότητας επιδεινώνουν το πρόβλημα: αυξάνουν την ύφεση και συνεπώς μειώνονται τα φορολογικά έσοδα και έτσι, εξαιτίας των περικοπών, το χρέος μεγαλώνει αντί να μειώνεται».
Παραμένει όμως το πολιτικό πρόβλημα και όχι μόνον στην Ευρώπη, όπου υπάρχει ένα εμπόδιο που ονομάζεται Ανγκελα Μέρκελ. Και στην Αμερική ο Ομπάμα υιοθέτησε μια άτολμη στάση και δεν μπόρεσε να αποτρέψει την αύξηση της ανεργίας.
Σύμφωνα με τον Κρούγκμαν, «αρχικά ο Ομπάμα υποτίμησε τη σοβαρότητα αυτής της κρίσης, αλλά τώρα αλλάζει θέση. Γεγονός είναι ότι τον συμφέρει να παλέψει μέχρι το τέλος για τις ιδέες του, να βαστήξει γερά και να μην επιδιώξει συμβιβασμούς».
Μια άλλη συνήθης αντίρρηση στην κεϊνσιανή συνταγή του Κρούγκμαν αναφέρεται στην ποιότητα, την αποτελεσματικότητα, την ταχύτητα της δημόσιας δαπάνης. Η γραφειοκρατική μηχανή του κράτους είναι συχνά αναποτελεσματική, όχι μόνο στον ευρωπαϊκό Νότο αλλά και στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Ο Κρούγκμαν έχει μια απάντηση και γι’ αυτό το ζήτημα: «Το πρώτο πράγμα που πρέπει να κάνουμε είναι να εξαλείψουμε την καταστροφική επίπτωση που έχουν οι περικοπές δαπανών. Για παράδειγμα, εδώ στις Ηνωμένες Πολιτείες χρειάζεται να αρχίσουμε να επαναπροσλαμβάνουμε τις χιλιάδες τους εκπαιδευτικούς που απολύθηκαν σε τοπικό επίπεδο. Αυτές είναι δαπάνες με άμεσα αποτελέσματα.
Στην Ευρώπη, η ισοδύναμη δράση είναι να αποκατασταθούν οι παροχές του κράτους πρόνοιας που έχουν άδικα περικοπεί». Στην ευρωζώνη, που μοιάζει με άρρωστο σε κώμα, ο Κρούγκμαν αφιερώνει ιδιαίτερη προσοχή.
Συχνά τα άρθρα του στους «New York Times» είναι σκληρές επιθέσεις στη λιτότητα γερμανικής έμπνευσης και εκκλήσεις στους Ευρωπαίους ηγέτες να λογικευτούν όσο υπάρχουν ακόμα χρονικά περιθώρια. «Κοιτάξτε τι έγινε στην Ιρλανδία –λέει-, δηλαδή σε μια χώρα που μπορεί να θεωρηθεί ο υποδειγματικός μαθητής, ο πιο ενάρετος στην εφαρμογή των συνταγών της λιτότητας που επιθυμούσε η γερμανική κυβέρνηση. Η Ιρλανδία γνώρισε μια απατηλή ανάκαμψη και έπειτα ξανάπεσε στην ύφεση.
Στο αντίθετο άκρο υπάρχουν εκείνες οι ασιατικές χώρες, από την Κίνα ώς τη Νότια Κορέα, οι οποίες χειρίστηκαν με ενεργητικότητα τους μοχλούς της δημόσιας δαπάνης και έτσι απέφυγαν την κρίση». Ο Κρούγκμαν προειδοποιεί ότι οι συνέπειες μιας διάλυσης της ευρωζώνης «θα ήταν ακόμα πιο σοβαρές στο πολιτικό πεδίο από όσο στο οικονομικό».
Οι χώρες που θεωρεί ως θετικά παραδείγματα, εκτός από τις ασιατικές, είναι η Σουηδία αλλά και η μικρή Ισλανδία: «Γιατί μετά τη χρεοκοπία είχε το θάρρος να διαγράψει όλα τα χρέη της με τις τράπεζες, να αρνηθεί τις πληρωμές και να κάνει ένα νέο ξεκίνημα μετά από μια μεγάλη υποτίμηση του νομίσματός της».
Επρόκειτο για ένα χαστούκι στους διεθνείς χρηματοπιστωτικούς κύκλους, που ο νομπελίστας οικονομολόγος θεωρεί θεμιτό και ευεργετικό (για την Ισλανδία). Γιατί όμως ακόμα και η Αριστερά, όταν βρίσκεται στην εξουσία, υποτάσσεται στους τραπεζίτες; Γιατί ο Ομπάμα στην πρώτη του προεδρική θητεία στηρίχτηκε σε τόσους συμβούλους που συνδέονταν στενά με τη Γουόλ Στριτ;
«Επειδή δίνουν την εντύπωση ότι γνωρίζουν. Είναι αληθινά εντυπωσιακοί αυτοί της Γουόλ Στριτ: μας κάνουν να νομίζουμε ότι κάτι καταλαβαίνουν, ακόμα και αφού προηγουμένως έχουν καταστρέψει τον κόσμο».
Ο Κρούγκμαν αστειεύεται με όσους θεωρούν ότι θα έπρεπε να αναλάβει ο ίδιος υπουργικό ρόλο: «Δεν έχουν δει ποτέ το χάος που βασιλεύει πάνω στο γραφείο μου».
via Πολ Κρούγκμαν Το φιάσκο της λιτότητας | Εφημερίδα των συντακτών.